συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Γιάννης Αβραμίδης

Έργα

Κριτική του Τάκη Μαυρωτά

«Δεν θα είχα καταφέρει τίποτα χωρίς τη μελέτη της φύσης. Στη δουλειά μου μ’ ενδιαφέρει να τα παρουσιάζω όλα ανοιχτά. Να γνωστοποιώ τον τύπο, ώστε να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν οι άλλοι. Να δουν, να ελέγξουν τα πλεονεκτήματα και τις ελλείψεις. Τα στοιχεία αντλούνται πάντα από τη φύση», υποστηρίζει ο Ιωάννης Αβραμίδης (Ι. Αβραμίδης, Ένας κλασικός της σύγχρονης γλυπτικής, 1997). Εμποτισμένος από τις ελληνικές αισθήσεις, γεννημένος στο Βατούμ της Γεωργίας, στη Μαύρη θάλασσα, από έλληνες γονείς που είχαν μεταναστεύσει από την Τουρκία, εξαιτίας του διωγμού του Ελληνισμού, έζησε στην Αθήνα για λίγα μόνο χρόνια. Η θήτευσή του στην αρχαία ελληνική τέχνη και την τεράστια ανθρωποκεντρική ελληνική παράδοση αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα της δημιουργικής του πορείας. «Είμαι Έλληνας» δηλώνει απερίφραστα και διευκρινίζει: «ουσιαστικές σχέσεις στα έργα μου υπάρχουν μόνο με την αρχαιότητα και την πρώιμη Αναγέννηση – ειδικά με την αρχαϊκή ελληνική τέχνη και τη γεωμετρίζουσα τάση του Piero della Francesca».

Ζωγράφος και γλύπτης, εμμένει στην αυστηρή ποιότητα του σχεδίου του, έχοντας σαν αφετηρία την οπτική πραγματικότητα, ενώ, αργότερα, στρέφεται σε ελεύθερες αναζητήσεις πλαστικών εκφράσεων, οικειοποιούμενος, σε αρκετές περιπτώσεις γεωμετρικό λεξιλόγιο. Τα έργα του, από τη σειρά των σχεδίων του «Πόλη, Αγορά, Δούρειος Ίππος και Ναός», ως την τεράστια ενότητα «Δέντρο και Κίονας», διακρίνονται για την οξύτητα και τη δύναμη της εκφραστικής τους έντασης. Με τα ονειρικά του οράματα αποφεύγει την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Έτσι, οι κίονες του θυμίζουν περισσότερο τα δέντρα, ενώ τα δέντρα παραπέμπουν σε ανθρώπινες μορφές.

Η γλυπτική του Αβραμίδη εμφορείται από τις προσωπικές πλαστικές αξίες του. Η ιδιότυπη απόδοση της ανθρώπινης μορφής αποτελεί τον κύριο άξονα των αναζητήσεών του. Έτσι, τα έργα του, από τα «Κεφάλια» του 1959, που διακρίνονται για την εκλεκτική συγγένεια με την πλαστική των Κυκλαδικών ειδωλίων, έως τις τοτεμικές φιγούρες του «Κούρος – Μεγάλος κορμός», «Δέντρο», «Μορφή I», «Μορφή II», μαρτυρούν την πρόθεσή του να επιβάλει μια δική του φόρμα – μορφή. Ένας ξεχωριστός οραματικός κόσμος προβάλλει από το «Ναό – Ολυμπείο» με τις παρατεταγμένες σε ατελή κύκλο μπρούτζινες μορφές του, και στην «Πόλη», όπου ένα σύμπλεγμα απρόσωπων μορφών παραπέμπει στο πλήθος των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Τα κιονόμορφα γλυπτά, με την ανάπτυξη τους γύρω από ένα νοητό κατακόρυφο άξονα, και τη σύζευξη επιμέρους τμημάτων του σώματος κερδίζουν ένα αρμονικό ρυθμό, αφήνοντας το φως να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην επιφάνειά τους. Οι φιγούρες του συνομιλούν με το παρελθόν αλλά και κλίνουν το μάτι στο μέλλον, αφού ο ίδιος, χωρίς διλήμματα, δηλώνει: «κάθε δημιούργημα είναι στην πραγματικότητα αφηρημένο, καθότι η δημιουργία είναι βασικά μια διαδικασία αφαίρεσης. Το αντίθετο θα ήταν η πιστή απεικόνιση, την οποία εγώ δεν θεωρώ δημιουργική».

Ο Τάκης Μαυρωτάς είναι τεχνοκριτικός και διευθυντής του ιδρύματος "Πετρίδη". Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από τον κατάλογο της έκθεσης «Ένα δάσος γλυπτών» (Αθηναΐδα, συλλογή Simon Spierer, Φεβρουάριος 2008)