|
ΓΛΥΠΤΙΚΗ
Βάσος Καπάνταης
Βιογραφικό Σημείωμα
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1924 στη Μυτιλήνη, δυο χρόνια μετά τη Μικρασιατική
καταστροφή. Οι γονείς μου, Δούκας και Θελξιόπη — το γένος Τσούρτσουλα — ,
ήταν Μικρασιάτες από την Πέργαμο και ο διωγμός τους βρήκε ήδη εγκατεστημένους στη Μυτιλήνη. Ό πατέρας μου ήταν έμπορος καπνών και είχε, με συνεταίρους, ένα μικρό εργοστάσιο πού έκαναν τσιγάρα. Στη Μυτιλήνη, τηρουμένων των αναλογιών, ή οικονομική του κατάσταση ήταν καλή μέσα στο διωγμό, και αυτό το λέω για να εξηγήσω ότι τα πρώτα παιδικά μου χρόνια δεν τα είχαν σημαδέψει τα τραύματα της ανέχειας και της προσφυγιάς. Αργότερα, με το Παγκόσμιο Οικονομικό Κραχ, ο πατέρας μου έχασε την περιουσία του και πέθανε. Τότε, οκτώ μόλις χρόνων, γεύτηκα την πίκρα, την προσφυγιά και την ανέχεια. Ή Μυτιλήνη όμως παρέμενε ένας παράδεισος, έτσι κι αλλιώς. Αργότερα, συγκρίνοντας τη με άλλους τόπους, κατάλαβα τι τυχερός
πού στάθηκα να μεγαλώνω μέχρι τα δώδεκα χρόνια μου σ' αυτό το θεϊκό Αιολικό
περιβάλλον.
Στους προπάππους μου είχαμε τουλάχιστον και μια προ-προγιαγιά από τη Λέσβο, πού την έλεγαν Ραλλιά, και έτσι έχω κι εγώ αίμα Μυτιλήνης μέσα μου. Με ενδιέφεραν πάντα οι καταγωγές μου, αυτό πού λένε να βρω τις ρίζες μου, και βρήκα πέντε το λιγότερο διαφορετικές καταγωγές, όπως άλλωστε θα έχει σχεδόν και κάθε 'Έλληνας των τελευταίων χρόνων των μετακινήσεων επί Τουρκοκρατίας.
Αναφέρω τις καταγωγές, γιατί νομίζω ότι έχουν σπουδαία θέση στην παρουσία και στην εξήγηση του καθενός μας. Αίματα λοιπόν παμπάλαια, Μικρασίας, Μυτιλήνης, Λήμνου από πατέρα, Άγραφων από μητέρα (Ν. Τσούρτσουλας 1770) και δυο τρία άλλα αχνά στη μνήμη της οικογένειας ή' εντοπισμένα από εμένα. Επέμεινα σε αυτά, γιατί νομίζω πώς, εκτός άλλων, είναι και ή ιστορία του πολυβασανισμένου του λάου μας στα χρόνια της δουλείας.
Δώδεκα λοιπόν χρόνων, με τη μητέρα μου την πολυαγαπημένη, φεύγοντας από τη Μυτιλήνη, φτάσαμε στο Νέο Φάληρο με ό,τι κατορθώσαμε να περισώσουμε από τα οικονομικά μας, πολύ κακά για το μέλλον και τις φιλοδοξίες μου. Και όμως στάθηκα πάλι τυχερός στο χώρο της νέας ζωής μας. Το Νέο Φάληρο ήταν ό,τι πιο ρομαντικό και υποβλητικό, πάνω στη θάλασσα, μπορούσε να δει κανείς στην προπολεμική Αθήνα. Ήταν τότε το Φάληρο, το 1936, μια μεγάλη αρχόντισσα, ξεπεσμένη βέβαια, αλλά τα σπίτια της ήταν ανάκτορα οι παραλίες της όπως τις είχε κάνει ο Θεός, αμμουδιές, τράτες, αχιβάδες, ή τεράστια εξέδρα της μέσα στη θάλασσα, οι μπανιέρες, τα κιόσκια της μουσικής, το γηρασμένο μεγαλόπρεπο Ξενοδοχείο Άκταϊον, το υπαίθριο θέατρο, οι Φαληριώτισσες, τα γιασεμιά, ή μυρωδιά από τα φύκια.
Μεγάλωνα λοιπόν στο Φάληρο, με όνειρα να γίνω γλύπτης. 'Ήδη έπλαθα μορφές σε πηλό και σκάλιζα σε πέτρα κεφαλάκια. Το μέλλον αβέβαιο και ο πόλεμος έδωσε τις λύσεις. Λύσεις κοσμογονικές. Ό βομβαρδισμός του Πειραιά από τους Γερμανούς, το 1941, μας φόβισε και φύγαμε αμέσως στη Νέα Σμύρνη, πού ήταν πρόσφατα εγκατεστημένοι οι πιο στενοί και αγαπητοί συγγενείς μας.
Η Νέα Σμύρνη ήταν χώρος παρθένος, με ποταμάκια, με βατράχια, με χελώνες και περιβόλια, με μονοκατοικίες, με πρόσφυγες, Μικρασιάτες κυρίως, κατοίκους και με το άγχος της επιβιώσεως για όλους το ίδιο. Πόλεμος πια. Συσσίτια, ψωμί με δελτίο, κάθε μέρα χειρότερα. Το πρόβλημα πια ήταν πανελλήνιο, όλοι φτωχοί, χωρίς πρόβλεψη για το αύριο, πεζή στην Αθήνα, πεζή στη θάλασσα του Π. Φαλήρου, ώρες ουρά για το ελάχιστο αγαθό, πλήρης οικονομική ισοπέδωση. Εκεί πια μέτραγε του καθενός το ψυχικό απόθεμα πού δεν αφαιρείται, του καθενός ή παράδοση και το
φρόνημα, ή πίστη, τα ιδεώδη, τα ιδανικά. 'Όλα αυτά τα είχαμε άφθονα, όταν συσφιχθήκαμε, όπως πάντα γίνεται κάτω από δυνάστη. Λαμπρή περίοδος πνεύματος.
Ή ύλη τότε ευτυχώς δεν μέτραγε, κανείς δεν κέρδιζε, κανείς δεν « αυγάτιζε », εξόν αυτοί πού σωστά τους είπαν «μαύρη αγορά», και εμείς πανευτυχείς πού πουλούσαμε τις βέρες, τα μπακίρια, το χρυσό στυλό του" πατέρα μου, το μπρούντζινο μαγκαλάκι της Περγάμου, ευτυχείς για το λειψό επιούσιο πού παίρναμε πουλώντας τα. Ή εφηβεία και η νεότητα σ' όλη τη γλυκιά άνθιση. Εφηβεία μόνο με όνειρα, συναισθηματισμό και πατριωτισμό. Τι αγάπη ήταν αυτή για την Ελλάδα, την πατρίδα, τί όνειρα για το μέλλον της, τί υπερηφάνεια πού είχαμε νικήσει στην 'Ήπειρο, τί περιφρόνηση απέναντι στους ξένους! Μόνο εμείς και τα υψηλά, εμείς, ή νεότητα, και ή πατρίδα!
Και ακόμα, τί τύχη να είμαι απόφοιτος της περιώνυμης Ευαγγελικής Σχολής. Με το δίπλωμα της Ευαγγελικής πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών, στη Γλυπτική, και στο πανεπιστήμιο για Αρχαιολογία. Δίπλα μου, ή μητέρα μου ή Περγαμηνή, ιέρεια και στρατιώτης της Μικρασίας, τί δε μου είπε, τί δε με ενέπνευσε, τί δε με φώτισε για την πατρίδα πού αφήσαμε στην Ανατολή!
Ποιόν, ποιους να πρωτοευχαριστήσω για ό,τι μου έδωσαν, μου χάρισαν, μου κληροδότησαν; Ποιους ανθρώπους, γειτόνους, δασκάλους, συγγενείς, φίλους να υμνήσω ευχαριστώντας τους;
Τα πρόσωπα γλυκύτατα των κοριτσιών ευγνωμονώ εσαεί, γιατί με τη θεία δωρεά της κοριτσίστικης ομορφιάς, αθωότητας και δύναμης με μεγέθυναν, με ομόρφυναν, με καλοσύνεψαν.
Ποια πρόσωπα και χέρια και μάτια κοριτσιών της εφηβείας και της νεότητας να ευχαριστήσω και να δοξάσω; Στο έργο μου μέσα υπάρχουν όλοι και όλα αυτά. "Αν αξιώθηκα για κάτι καλό, σ' αυτά τα λαμπερά κορίτσια το χρωστώ και στους ανθρώπους, τους Έλληνες.
'Εφηβεία, νεότης στην προσφυγική Νέα Σμύρνη, τη Σμύρνη την όμορφη, την ελληνική, τη μικρασιατική.
Μόνο ελληνικά μπόρεσα να ζήσω. Δεν μπόρεσα ούτε μια ξένη γλώσσα να μάθω κι ας το ήθελα. Αρνιόταν ο πείσμων πρόσφυξ Περγαμηνός εαυτός μου, αρνιόταν ό,τι δεν ήταν ελληνικό, ό,τι δεν ηχούσε ελληνικά και θαυμάζω τώρα πού ταξίδεψα πια πολλές φορές στη Μητέρα Μικρασία, θαυμάζω τον μείζονα ελληνικό ειρμό, θαυμάζω την ταυτότητα εκατέρωθεν του Αιγαίου, τη μοναδικότητα του δικού μας ήθους και ύφους, θαυμάζω τους αρχαίους, θαυμάζω τους καπεταναίους του εικοσιένα και κλαίω, κλαίω για το κάθε τι, το ελάχιστο δικό μας, κλαίω στη διαπίστωση του ακατάλυτου, του ενιαίου της Πατρίδας, του εδώ και του εκεί της Ανατολής.
Τέτοια γλυπτική ήθελα να κάνω, σαν παλιός 'Ίων σε σύγχρονη εποχή. Μια γλυπτική πού οι ρίζες της να είναι βαθιά μες στα ελληνικά χώματα της γης μας, μια γλυπτική σαν να την έκανα στην Ιωνία. Και έκανα γλυπτική χωρίς σταμάτημα, γλυπτική για δέκα ζωές, ευγνώμων πού μπόρεσα, όσο και αν ήταν το τίμημα ακριβό και βαρύ. 'Έκανα κάθε λογής δημιουργία, έπλασα, σκάλισα, χάραξα, ζωγράφισα, έγραψα, σταυρώθηκα, μα το ήθελα έτσι. Δεν γινόταν να ήταν αλλιώς. Ό χρόνος δεν φτάνει για όλα πού φανταστήκαμε. Ήξερα πώς είμαι υπόλογος κάθε στιγμή στην Ιωνία, στη μητέρα μου, στον πατέρα μου και σε όλους τους Έλληνες, πού μου έταξαν και μου έβαλαν ορούς δύσκολους και στόχους άπιαστους. Μακάρι να χαίρονται, αν με βλέπουν, και να μην τους πρόδωσα, μακάρι να χαίρονται, πού ο καθένας τους, με τον τρόπο του, συνέβαλε να σκιρτήσω σύγκορμος και να αισθανθώ όσα αισθάνθηκα, να πληρώσω το μέγα τίμημα της καταγωγής, το « πατρώον χρέος » και την οφειλή μου, όσο και αν ήταν δύσκολα και δίσεκτα τα χρόνια αυτά. Φόβος Θεού" για κάθε βήμα, για κάθε κίνηση, ως υπόλογος στους καλούς ανθρώπους, φόβος για το μεμπτό, το αναξιοπρεπές, το άπρεπο, το ευτελές, το υλικό, φόβος για ψυχή στενή και εφήμερα μικρά μεγέθη. Παράκληση θερμή στις δυνάμεις πού κανονίζουν τις ζωές μας, τις μικρές και ασήμαντες ζωές μας, να μου χαριστούν το εύγε της συνείδησης.
Είναι ήδη πολύ, ευτυχώς, να είσαι Ίων, να είσαι από πρόσφυγες γονείς του 1922, να είσαι γλύπτης και πολίτης του αρχαίου Δήμου των Αθηναίων, να είσαι πατέρας γιου και σύζυγος γυναίκας, να έχεις σπίτι και αυλή και δέντρα και σκύλους και πουλιά ελεύθερα στα δέντρα, να έχεις φίλους και Θεό και ελπίδα για ειρηνική παλιννόστηση στη γη των προγόνων.
Ή ζωή είναι δύσκολη, ειδικά τώρα πού ο άνθρωπος επιβιώνει ανάμεσα σε μηχανές και έχασε την πανάρχαια φύση του.
Ζεΰ Σωτήρ, Χριστέ βοήθει!
ΒΑΣΟΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗΣ 1990
|
|
|