συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΚΛΑΟΥΣ ΓΚΑΛΒΙΤΣ


"Ευαγγελία Πίτσου: Πάνω από τις στέγες της Αθήνας"

Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά σχηματίζεται η εικόνα ενός σύννεφου πάνω από τις στέγες της Αθήνας. Ύστερα από λίγο το σύννεφο έχει κιόλας αλλάξει, έχει πάει πιο πέρα και δεν μπορεί να βρεθεί πλέον στη μορφή που μόλις το συγκράτησε το βλέμμα. Η ζωγραφική πρέπει να προχωρά ταχύτατα. Στη σειρά έργων με τα σύννεφα, η Ευαγγελία Πίτσου χρησιμοποιεί τα δάχτυλά της για να ζωγραφίσει. Άλλοτε πάλι πιάνει το πινέλο. Αποφασίζει ανάλογα με την περίπτωση, αυθόρμητα και γρήγορα, όπως σε μία χειρουργική επέμβαση.

Τον Ιούνιο του 2005 τα καλοκαιρινά σύννεφα πάνω από την ελληνική πρωτεύουσα έχουν μια ερμαφρόδιτη όψη. Πάνω στο σκοτεινό ή λευκό φόντο του ουρανού παίρνουν τη μορφή μιας βραχώδους ακτής, όπως τη βλέπει κανείς από μεγάλο ύψος. Φως και σκιά παρεμβάλλονται ανήσυχα σε λευκό και μαύρο. Φωτεινά περιγράμματα ακτών και σκοτεινές πλαγιές διαλύονται ξαφνικά και μεταμορφώνονται σε ένα άγριο σμήνος πουλιών, που εξαπολύουν επιθέσεις στους αιθέρες. Σε μια επόμενη, αιφνιδιαστική μεταμόρφωση, τρεμουλιαστές μορφές σχηματίζουν το σκηνικό μιας χιονοσκεπούς οροσειράς, που περνά μπροστά απ’ το βλέμμα παράξενη και ανοίκεια σαν μέσα από έναν μαγικό φανό. Και ξανά πάλι σύννεφα πάνω από την Αθήνα — σαν η πόλη να είχε διαλυθεί και να υψωνόταν τώρα η ίδια σε χρωματιστούς ατμούς προς τον ουρανό, όχι μέσα σε καπνούς και φλόγες όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα, ωστόσο προκαλώντας ένα κάποιο δέος, σαν την παραλλαγή μιας μικρής Αποκάλυψης.

Η ζωγράφος έχει στήσει το παρατηρητήριό της πάνω στην επίπεδη στέγη ενός πολυώροφου κτιρίου στο κέντρο της Αθήνας. Από τη μια μεριά βλέπουμε την κορυφογραμμή του Υμηττού και, πολύ πιο κοντά, το λόφο της Ακρόπολης. Τριγύρω βρίσκονται χτισμένα πυκνά το ένα δίπλα στ’ άλλο τα σπίτια της γειτονιάς, ένας συνδυασμός από βιοτεχνίες και κατοικίες — ανοιχτόχρωμα, σοβατισμένα κτίρια από μπετόν, όπως παντού. Τα λιγοστά έπιπλα στην ταράτσα μοιράζονται το χώρο με λογιών λογιών αποθηκευμένα οικοδομικά υλικά και τον συνήθη εξοπλισμό για τους οικιακούς δέκτες τηλεόρασης.

Μέσα σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα σε ουρανό και σε δρόμο περιφέρονται σαν φαντάσματα μία ομάδα υπερμεγέθων κεφαλιών. Στους εξωτερικούς τοίχους των κατασκευών της στέγης είναι ζωγραφισμένα με κίτρινο ως επί το πλείστον χρώμα πάνω στο σοβά, κι εδώ πάλι με τα δάχτυλα μόνο, σε μετωπική όψη, νεαρά και ηλικιωμένα πρόσωπα, με μεγάλα έντονα μάτια, καθαρά σχεδιασμένα αυτιά και έναν αμυδρά μόνο καμωμένο λαιμό. Πάνω στις τετράγωνες σοβατισμένες επιφάνειες φαντάζουν σαν φωτεινές προβολές σε κινηματογραφική οθόνη, σαν να αναζητούσαν σε αυτή την περιοχή της στέγης με την αυστηρή έκφραση σοβαρότητας και σαστίσματος μια νέα ύπαρξη. Μόνον όποιος περνά το χρόνο του σε ταράτσες τα ανακαλύπτει. Τα δυνατά πρόσωπα διάγουν εδώ έναν σχεδόν προσωπικό, αθέατο βίο. Μόνο αν ψάξει κανείς κάτω στους δρόμους θα συναντήσει τα πρότυπα αυτής της παράξενης συντροφιάς προσωπείων. Τότε αναγνωρίζει κανείς εύκολα πως είναι καθημερινοί τύποι, που αποτραβήχτηκαν πάνω στις στέγες και βρήκαν εκεί μια δεύτερη οντότητα.

Η Ευαγγελία Πίτσου συναντά τα μοντέλα της στο δρόμο. Ποζάρουν κι εκείνη μεγεθύνει τα πρόσωπά τους έως και δυόμισι μέτρα στο ύψος. Η ζωγράφος ζει στην Αθήνα δίπλα σε μία αγορά. Μέσα στα σοκάκια υπάρχει πολλή ζωή. Ψάχνει τους ανθρώπους στο δρόμο και τους αποσπά με τον τρόπο της από την κίνηση. Τα πορτρέτα της δημιουργούνται πάνω σε τοίχους χώρων στάθμευσης: είναι οι σωσίες, τα αδέλφια αυτών που βρίσκονται πάνω στις στέγες. Πέντε πατώματα ψηλότερα. Σε αυτά τα «πορτρέτα της πόλης», όπως τα ονομάζει η Πίτσου, τα ζωγραφισμένα μέσα από τη ζωή, δίνονται χώροι όπου η μορφή-είδωλο συνδέεται με την πραγματικότητα της αστικής ζωής. Το ένα αλληλεπιδρά με το άλλο και το αναδεικνύει.

Σε αυστηρή μετωπική στάση, το κίτρινο στο μεγαλύτερό του μέρος ζωγραφισμένο κεφάλι ενός νεαρού άντρα έχει καταλάβει τον τοίχο του καφενείου μιας στοάς. Τραπέζι και καρέκλες φτάνουν ως το πιγούνι του. Τα μάτια με τις μικρές κόρες είναι στυλωμένα ευθεία μπροστά. Η ακίνητη έκφραση των χαρακτηριστικών του απλώνεται σαν λεπτό πέπλο πάνω στον τοίχο, σαν να παρακολουθούσε εδώ και πολύ καιρό την κίνηση του μαγαζιού. Η Ευαγγελία Πίτσου μιλά τη γλώσσα των περιοίκων και των περαστικών. Με τα «πορτρέτα της πόλης» τους επιστρέφει μια εικόνα της καθημερινότητάς τους. Δεν επινοεί φαντάσματα και δεν χάνεται σε επεξηγήσεις. Οι εικόνες της εμφανίζονται εδώ κι εκεί σαν αποτυπώματα μιας πολύ πιο μακρινής ζωής, που αποκαλύπτεται ξανά από παλαιότερα στρώματα, έτσι όπως συμβαίνει με τα ψηφιδωτά και τις νωπογραφίες που έρχονται στο φως μέσα από μια σκοτεινή, παλαιά ιστορία. Η διάφανη υφή των κεφαλιών, όμοια με αυτήν μιας ακτινογραφίας, τα κάνει να φαντάζουν διπλά απόκοσμα. Την ίδια στιγμή όμως συνδέονται πολύ στενά με την υλικότητα και την επιφάνεια της λεκιασμένης, βρόμικης και φθαρμένης βάσης της ζωγραφικής. Ρεαλιστικά και μη ρεαλιστικά στοιχεία συνάπτουν έναν αδιάρρηκτο δεσμό.

Εδώ υπάρχει μόνο ένα αυτί, εκεί ένα μάτι, ζωγραφισμένα πάνω σ’ έναν τοίχο με εξαιρετική επιμέλεια, σαν να επρόκειτο για ανατομικές σπουδές. Ερχόμενα σε πλήρη αντίθεση προς τη φθαρμένη ζωγραφική επιφάνεια σηματοδοτούν το άθικτο ενός οργάνου ή ενός μέρους του σώματος και, ακόμη περισσότερο: την ακεραιότητα της καλλιτεχνικής παρέμβασης. Η Ευαγγελία Πίτσου δεν οικειοποιείται μόνο τη μορφή και την έκφραση συγκεκριμένων ανθρώπων του περιβάλλοντός της, αλλά τα αποδίδει με εντιμότητα, προσοχή και λεπτομέρεια. Από μία απόσταση, την οποία τηρεί πάντοτε, δημιουργούνται έργα που έχουν εγκαταλείψει τη μοναξιά του ατελιέ, που αναζητούν συντρόφους και χώρους στους οποίους μπορούν να έχουν κάποια επίδραση. Γίνονται αγγελιαφόροι μιας επικοινωνίας τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική της διάσταση. Διακριτικά και την ίδια στιγμή πρόδηλα, στέλνουν τα μηνύματά τους στο χώρο του δρόμου αλλά και στην περιοχή της στέγης. Αποφεύγουν εμφανώς κάθε αξίωση τέχνης στην πόλη ή στο δημόσιο χώρο. Αντ’ αυτού μεγεθύνουν και γενικεύουν τις εικόνες που έχουν και περιφέρουν οι περαστικοί για τον εαυτό τους και για τους άλλους. Ό,τι δείχνουν υπάρχει και στην πραγματικότητα. Δεν αξιώνουν κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Πολύ περισσότερο φαίνεται σαν να πρόκειται για μία πράξη επιστροφής δανεισμένου χρόνου ζωής και συμπάθειας.

«Το αγαπημένο μου», λέει η ζωγράφος για το πορτρέτο μιας γηραιάς κυρίας με κόκκινο κασκόλ και κόκκινη τσάντα, καθισμένης σε καρέκλα, το κλασικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που συνάντησε στο δρόμο. Τέτοια πορτρέτα επιτρέπουν τη μέγιστη εγγύτητα και έναν κάποιο συναισθηματισμό, που εκδηλώνεται στη χρήση των χρωμάτων, στην πινελιά και ξανά στην αμεσότητα του βλέμματος. Τα μάτια ήταν ανέκαθεν εκείνο που τραβούσε πρώτο την προσοχή της ζωγράφου. Στο βλέμμα των δύο ματιών αντικατοπτρίζεται ολόκληρο το άτομο. Κατά μέτωπο προσεγγίζει η Πίτσου τα μοντέλα της. Αυτή η άμεση αντιμετώπιση αποκαλύπτει το τι απ’ όλα θα αντέξει στο χρόνο. Οι άνθρωποι του δρόμου, που κοντοστέκονται μπροστά στο έντονο βλέμμα της ζωγράφου, φορούν τα ρούχα τους επιδεικτικά, σαν ρόλους πάνω στη σάρκα τους. Η γκαρνταρόμπα τους ενσαρκώνει κυριολεκτικά έναν ορισμένο τρόπο ζωής στο καθημερινό σκηνικό του δρόμου. Πού και πού η ζωγράφος «γδύνει» κάποια μοντέλα και τα χρησιμοποιεί ως πρότυπα. Στα γυμνά, τα οποία είναι επίσης όλα μετωπικά, προετοιμάζει τη φόρμα και την εμφάνιση ενός καινούργιου προτύπου.

«Ζωγραφίζω μόνο αυτά που βλέπω», λέει η Ευαγγελία Πίτσου. Παίρνει από τις ταβέρνες τα πιάτα με τα αποφάγια των χορτασμένων πελατών — ένα χάρμα οφθαλμών. Στο ατελιέ δημιουργούνται τα έργα μιας νοσηρής αφθονίας. Εκεί στρώνεται για άλλη μια φορά το τραπέζι της ζωγραφικής. Τα πιάτα και οι πιατέλες, μισογεμάτα, μοιάζουν, κατά κάποιον τρόπο, με ένα ποτάμι από λάβα ανάμεσα στη διάπυρη και στη στερεοποιημένη της κατάσταση. Το ζωντανό με το νεκρό ανταλλάσσουν τη σύστασή τους. Στον παράξενο κόσμο των νεκρών της φύσεων τα ζωικά όργανα, συκώτι, πνευμόνι, καρδιά, φέρουν το παλιό κατεξοχήν στοιχείο της Nature Morte. Τα σάρκινα εντόσθια θάλλουν σαν να επρόκειτο για εξωτικά φρούτα ή φυτά. Και τότε ξαφνικά η ζωγράφος εγκαταλείπει την περιοχή της αφθονίας και επιστρέφει στην ασκητική παραστατικότητα. Στη δουλειά της έχει εξερευνήσει τα άκρα και γι’ αυτό είναι σε θέση όταν ζωγραφίζει ένα μήλο να πει: «Δεν το έχω ζωγραφίσει ακόμη, αλλά αν ζωγραφίσω απλά και μόνο αυτό το μήλο έτσι ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτό όλα όσα έχω να πω, θα έχω πετύχει το στόχο μου».

Πάνω από τις στέγες της Αθήνας κινούνται τα σύννεφα, στους δρόμους της πόλης οι άνθρωποι. Στις ταράτσες του κέντρου η Ευαγγελία Πίτσου έχει στερεώσει κεφάλια σαν τρόπαια, που επαγρυπνούν μέρα νύχτα ώστε η ζωγραφική να παρεμβάλλεται ανάμεσα σε ουρανό και σε γη. Το βλέμμα των ορθάνοιχτων ματιών είναι διαπεραστικό. Είναι τα μάτια της ζωγράφου, που τα δανείζει στα πλάσματά της. Πέντε πατώματα πάνω από την οχλοβοή των δρόμων, κάτω από μεταλλασσόμενα σύννεφα, μπορεί κανείς να τα δει: τα νέα είδωλα της μεγαλούπολης.