|
ΣΥΛΛΟΓΕΣ
Προλογικό σημείωμα του Βυζαντινολόγου Sir Steven Runciman στον κατάλογο «Μετά το Βυζάντιο», Φεβρουάριος 1996.
Πριν από δώδεκα αιώνες, στην τελευταία μεγάλη Οικουμενική Σύνοδο της Χριστιανοσύνης, οι συγκεντρωμένοι Πατέρες αποφάνθηκαν ότι οι ιερές εικόνες, οι οποίες απεικόνιζαν τον Χριστό, τους αγγέλους και του αγίους, έπρεπε να αποκατασταθούν στους ιερούς ναούς, στα ιερά σκεύη και τα άμφια, στους τοίχους και τα φατνώματα, μέσα στα σπίτια και παρά τις οδούς, επειδή «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Η απόφαση αυτή ήταν ουσιαστικής σημασίας στην ιστορία της ανατολικής χριστιανικής τέχνης. Πριν ακόμη από τον Θρίαμβο του Σταυρού υπό τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, οι Χριστιανοί είχαν επιδοθεί με ζήλο στη θρησκευτική εικονογραφία. Υπήρχε, όμως, πάντοτε ένα στοιχείο, ιδίως στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, το οποίο παρέμενε πιστό στην ιουδαϊκή απαγόρευση της κατασκευής ειδώλων. Οι εικονομάχοι αυτοί κυριάρχησαν επί ένα διάστημα, κατά τον όγδοο αιώνα, στην αυτοκρατορική κυβέρνηση, και υπήρξε σύντομη αναζωπύρωση του εικονοκλαστικού κινήματος κατά τον ένατο αιώνα. Το δόγμα όμως της Νίκαιας τελικά θριάμβευσε και είχε μακροχρόνια ευεργετική επίδραση στη βυζαντινή τέχνη.
Η απόφαση αυτή της Συνόδου ευνόησε ειδικά την παραγωγή φορητών εικόνων. Ο μέσος πολίτης και η οικογένειά του ήθελαν να έχουν στο σπιτικό τους εικόνες με τη μορφή του Χριστού, της μητέρας του και των αγίων στους οποίους ήταν ιδιαίτερα αφοσιωμένοι. Επιθυμούσαν, επίσης, να προσφέρουν τέτοιες εικόνες στην τοπική τους εκκλησία. Η εξέλιξη του κιγκλιδώματος που χώριζε το ιερό από τον κυρίως ναό σε τέμπλο, σε εικονοστάσι, δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση για φορητές εικόνες. Τα αυτοκρατορικά εργαστήρια παρήγαγαν θαυμάσιες εικόνες από χρυσό ή ασήμι, από νεφρίτη ή στεατίτη, ψηφιδωτές ή από σμάλτο, αλλά η συνηθισμένη φορητή εικόνα ήταν από ξύλο. Το ξύλο, όμως, είναι φθαρτό υλικό. Μπορεί να το «φάει» το σαράκι, να σαπίσει από την υγρασία ή και να καταστραφεί από πυρκαγιά. Έτσι πολύ λίγες από τις ξύλινες εικόνες των βυζαντινών χρόνων έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Η παρακμή και η πτώση του Βυζαντίου ενίσχυσε τη σημασία των μικρών φορητών εικόνων.
Χριστιανικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά και οι εκκλησίες που επιτρεπόταν να κτισθούν έπρεπε να είναι μικρές και απέριττες. Σε περιοχές όπου οι Ενετοί διατήρησαν την κυριαρχία τους, πολλές εκκλησίες κατελήφθησαν από καθολικούς κληρικούς. Περισσότερο από ποτέ οι ορθόδοξοι επιθυμούσαν να έχουν μια δική τους εικόνα ή να κοσμήσουν τη μικρή εκκλησία όπου πήγαιναν να λειτουργηθούν.
Όπως φανερώνει η σπουδαία τούτη συλλογή, η τυπολογία των εικόνων αυτών έμεινε βασικά προσκολλημένη στις παραδοσιακές μορφές. Οι σελίδες (ενν. του καταλόγου) που ακολουθούν μας δείχνουν πόσο αυστηρή ήταν η εκπαίδευση των ζωγράφων – μοναχών και πόσο σχολαστικοί οι κανόνες στους οποίους υπάκουαν όταν ζωγράφιζαν. Απόπειρες όμως όπως του Διονυσίου, του εκ Φουρνά, που έζησε τον δέκατο όγδοο αιώνα και που θέλησε με το Περί Ζωγραφικής Τέχνης εγχειρίδιό του να επιβάλει άκαμπτους νόμους εικονογραφίας, ευτυχώς δεν πέτυχαν. Το προσωπικό ύφος που υπεισέρχεται στα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών δεν ήταν δυνατόν να χαλιναγωγηθεί. Θα ήταν κάπως παρακινδυνευμένο να διαχωρίσουμε τους καλλιτέχνες σε διάφορες «σχολές». Πολλοί από τους ζωγράφους μετακινούνταν από τόπο σε τόπο. Συνέβαινε να έχουν μάθει την τέχνη τους σε έναν τόπο και να την ασκήσουν οπουδήποτε αλλού, κατά μήκος και πλάτος του ελληνικού χώρού. Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι υπήρξε μία Κρητική Σχολή. Η Κρήτη παρέμεινε υπό ενετική κατοχή ως τα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα και μέχρι την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους. Οι Κρήτες ζωγράφοι ήταν σε επαφή με την τέχνη της Βενετίας – μερικοί μάλιστα ταξίδεψαν μέχρις εκεί, ενώ άλλοι πάλι, σαν τον «Μαΐστορα» που ονομάζουμε El Greco, δεν ξαναγύρισαν ποτέ στο νησί. Οι κρητικές εικόνες του δεκάτου έκτου και των αρχών του δεκάτου εβδόμου αιώνα είναι, πιστεύω, από τα ωραιότερα δείγματα της μεταβυζαντινής τέχνης που έχουμε. Και ας αναφέρουμε εδώ ότι οι Κρήτες αγιογράφοι ήταν συμπτωματικά και οι πρώτοι οι οποίοι υπέγραφαν τα έργα τους, Η ενετική επίδραση συνεχίστηκε και στα Επτάνησα, αλλά με λιγότερο επιτυχημένα αποτελέσματα. Η Κύπρος είχε τη δική της σχολή που φανερώνει επιρροές του ύστερου Μεσαίωνα. Υπήρχαν επαρχιακά κέντρα αγιογραφίας στην Ανατολία, όπως για παράδειγμα στην Τραπεζούντα – αλλά τα έργα της παραγωγής τους δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμα. Στην ηπειρωτική Ελλάδα οι περισσότεροι επίδοξοι ζωγράφοι πήγαιναν να μάθουν την τέχνη τους στο Άγιον Όρος. Τα έργα τους συνήθως περιγράφονται ως ανήκοντα στη βορειοελλαδική ή Μακεδονική Σχολή. Πολλές εικόνες όμως ταξίδεψαν με τους κατόχους τους σε μέρη πολύ απομακρυσμένα από τον τόπο καταγωγής τους. Θα ήταν παράτολμο να προσπαθήσει κανείς να είναι ακριβής ως προς την προέλευσή τους.
Οι καλλιτεχνικές προτιμήσεις του δεκάτου ενάτου αιώνα κατάφεραν καίριο πλήγμα κατά της παραδοσιακής εικόνας. Υπάρχουν ακόμα σήμερα μερικοί μοναχοί που αγωνίζονται σθεναρά για να ξαναδώσουν πνοή στην τέχνη αυτή, αλλά το έργο τους δεν είναι εύκολο. Για τον λόγο αυτό πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα ευγνώμονες για τη θαυμάσια συλλογή που μας παρουσιάζεται.
|
|
|