|
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Σπύρος Παπαλουκάς
Έργα του Παπαλουκά
Στρατής Δούκας
Λογοτέχνης-τεχνοκριτικός
Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ
περ. Ζυγός, τ. 31, Μάιος-Ιούνιος 1958 και περ. Διαγώνιος, τ. 6, Θεσσαλονίκη, 1966
Γεννήθηκε στην κωμόπολη Δεσφίνα της Παρνασσίδος το 1892. Ο πατέρας του ναυτικός σε γαλαξειδιώτικα καράβια, αποτραβήχτηκε ανοίγοντας ένα μαγαζάκι, όπου πίσω απ’ το τεζάκι καταγίνονταν να σκαλίζει ακόμα φιγούρες σε πουρί, πέθανε σχετικά νέος, αφήνοντας πέντε μικρά ορφανά -το ζωγράφο σε ηλικία μόλις 6 ετών-στη φροντίδα της μάνας τους και του παππού τους. Η διπλή αυτή κηδεμονία, που τη θυμόταν εύθυμα, δεν μπόρεσε να υποτάξει τον ιδιότυπο και ζωηρό χαρακτήρα του παιδιού που, αν και φαίνεται να φοίτησε από το 1900-1906 στο δημοτικό της πατρίδας του, όμως οι αποδράσεις του ήταν τόσες όσες δεν ήταν οι ώρες των μαθημάτων του. Μα ας αφήσουμε να μας μιλήσουν για τα παιδικά του χρόνια, όπως ξεχειλίζουν από ενθουσιασμό και πόνο, δύο σελίδες απ’ το σημειωματάριό του, τόσο αποκαλυπτικές του εσωτερικού του κόσμου και των πρώτων κινήτρων του.
Όταν ήμουν ακόμα στο χωριό μου, γνώρισα από μικρός κάθε γωνιά του τόπου μου. Περπάτησα τις λαγκαδιές, τα μονοπάτια του, τα βουνά του, με τις χαράδρες
και τις νεροφαγιές τους, μες στα χιόνια και στις βροχές, σε νεροποντές κι αντάρες, τα μεσημέρια με τα λιοπύρια, τις νύχτες με τα σκοτάδια, σερνόμενος κοντό, στα ζώα για να μη χάνω το δρόμο μου. [... ]
[... ] Κι όταν το πρωί πήγαινα σχολείο κι άρχιζε ο δάσκαλος το μάθημά του στην παράδοση, ο νους μου βρισκόταν πάλι εκεί. Μου ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο δάσκαλο, μα δεν τον έβλεπα.
Ο δάσκαλός του αυτός, Δημήτριος Τσιπούρας, ζει ακόμα, υπέργηρος στην Αθήνα. Τη μέρα της κηδείας του μαθητή του, ακούοντας να τον προσφωνώ « μεγάλο δάσκαλο », γυρίζοντας στον διπλανό του, του ψιθυρίζει σιγά: «Για φαντάσου, και γω τον απέρριψα σε μια τάξη». «Και τί κατάλαβες;» του απάντησε εκείνος. «Μα όταν δίδασκα, αυτός δε με πρόσεχε διόλου, όλο ζωγράφιζε», απολογήθηκε ο συμπαθής αυτός δημοδιδάσκαλος.
Με τέτοια αλληλοκατανόηση -του σχολείου και του ιδιότυπου μαθητή— ήταν φυσικό οι ανέκαθεν όχι εγκάρδιες σχέσεις τους να διακοπούν πρόωρα. Θα 'ταν μόλις δέκα χρονώ, όταν μια μέρα πλησίασε τον Κωνσταντίνο Κρομίδα, ένα νοικοκύρη κάπως πιο κοσμογυρισμένο από τους άλλους του χωρίου, για να του ξεμυστηρευτεί τον κρυφό πόθο του να κατέβει και να σπουδάσει ζωγράφος στην Αθήνα. Εκείνος, φυσικά, τρίβοντας το δείχτη κάτω απ’ τον αντίχειρα του, τον ρώτησε με τη βουβή τούτη χειρονομία για τον «Παντοδύναμο», που χωρίς αυτόν δε γίνεται τίποτα. Η κουβέντα σταμάτησε. Μα το όνειρο του θα το πραγματοποιήσει τέσσερα χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ παίζει καραγκιόζηδες στις γειτονικές αυλές, πλάθει πηλό και ζωγραφίζει, παίρνοντας και λιγοστά μαθήματα απόνα χωριανό τους αγιογράφο, Νικόλαο Παπακωνσταντίνου, που θα τον κάνει αργότερα γαμπρό του. Στα 1907 το σκάζει ξυπόλητος και ξεμπαρκάρει λαθρεπιβάτης στον Πειραιά, όπου μπαίνει υπάλληλος σ' ένα χρωματοπωλείο. Μα έχει και κάποιο νουνό του, Παπαδάκη, στην Αθήνα, που με τη συμβουλή του ζητά την υποστήριξη του πρίγκηπα Νικολάου για να του επιτραπεί να παρακολουθεί μαθήματα στο πολυτεχνείο, αφού για την τακτική εγγραφή του απαιτούνταν απολυτήριο σχολαρχείου που δεν το είχε πάρει ακόμα. Θα το αποκτήσει διαβάζοντας μόνος, από το σχολαρχείο της γειτονικής κοινότητας του Χρυσού. Τότε -κάπου στα 1909- περαστικός κι απ’ τη Δεσφίνα, θα εκτελέσει την πρώτη του παραγγελία, τον «Μεγάλο Αρχιερέα» και κατόπι όλο το τέμπλο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Όταν ξανακατεβαίνει στην Αθήνα, εγγράφεται πια τακτικός μαθητής του πολυτεχνείου. Τ' όνειρό του, να διαβαίνει τους μακρούς διαδρόμους του και να εισέρχεται σπουδαστής στις τεράστιες εκείνες αίθουσές του, που του γεννούσαν δέος, ήταν πια μια πραγματικότητα. Πρόθυμος κι ακαταπόνητος —μ' όλη τη σκληρή βιοπάλη του, που τον αναγκάζει να μένει στην Κολοκυνθού, να διημερεύει στη σχολή, και να περνά τις νύχτες του στα μεγάλα φωτογραφεία (του Μπούκα και του Καλιαμπέτσου) ρετουσάροντας σωρούς από μεγεθύνσεις «πεσόντων» στους βαλκανικούς πολέμους- είναι ο αγαπημένος μαθητής των καθηγητών του, που σειρά πέρασε τις τάξεις τους αριστεύοντας.
Τότε τον πρωτογνώρισα, κατά τα φοιτητικά μου χρόνια (1912-1914), όταν ήρθαμε στην Αθήνα με τον Κόντογλου, απ’ τις αλησμόνητες μικρασιατικές πατρίδες μας, εκείνος για να σπουδάσει ζωγραφική στο πολυτεχνείο κι εγώ νομικά στο πανεπιστήμιο. Απ'το πανεπιστήμιο δε συγκρατώ πολλά, ούτε και είχα εκεί μέσα πολλές γνωριμίες. Περισσότερα θυμάμαι του πολυτεχνείου. Διευθυντής, εποπτεύοντας τα πάντα από το ύψος της μεσαίας πτέρυγας, όπου είχε και το ατελιέ του, ο Ιακωβίδης. Καθηγητές ο Καλούδης, ο Γερανιώτης, ο Βικάτος, ο Ροϊλός. Γραμματέας ο Ιωάννης Πολέμης. Ο Κόντογλου, πού 'χε κλίση στη ζωγραφική όσο και στο λόγο, μπήκε αμέσως στην τρίτη τάξη. Ο Παπαλουκάς φοιτούσε τότε στην Τετάρτη.Συμμαθητές του ο Γεωργιάδης, η Πηνελόπη Οικονομίδου, η Μακαρώνα, ο Νώντας, τελειόφοιτοι που διαγωνίζονταν για υποτροφίες ο Γουναρόπουλος κι ο Μπισκίνης, ο Τόμπρος κι ο Στεργίου. Μια ειδυλλιακή εποχή που κόπηκε για μένα απότομα. Μια κοινή περιπέτεια νεανική μ' έφερε το φθινόπωρο του 1914 στο Άγιον Όρος. Μ' όλο που δεν έμεινα παρά κάνα-δυό μήνες βαριά άρρωστος στις Καρυές, όμως από εκεί θα φέρω το θρύλο, που αργότερα θα επηρεάσει βαθύτατα τον Κόντογλου, τον Παπαλουκά, τον Βέλμο και άλλους. Το 1915 το περνώ πρόσφυγας στη Μυτιλήνη, συνδέομαι στενά με τον Πρωτοπάτση και την παρέα του, τους «βασιβουζούκους», και τον Αύγουστο του 1916 φεύγω στη Θεσσαλονίκη και κατατάσσομαι εκεί εθελοντής στην Εθνική Άμυνα. Τον ίδιο καιρό φεύγει κι ο Κόντογλου για το Παρίσι και τον άλλο χρόνο ο Παπαλουκάς, αφού πρώτα καταστρέψει όλα τα έργα του. Λιγοστά, όπως το « Πορτραίτο αγιογράφου », που το 'κανε όταν υπηρετούσε στρατιώτης στο Μεσολόγγι, δυο θάλασσες από την «Αντίκυρα», μερικά γυμνά και κάτι σκορπισμένα εδώ κι εκεί, θα γλιτώσουν από την αυτοκαταστροφή. 1917-1921: μέρες σκοτεινές του πολέμου. Κάθε μέρα η ζωή παιγμένη στα ζάρια. Όταν ύστερ' από καιρό τακτοποιείται κάπως, αρχίζουν τα πάνε κι έλα στα μουσεία κι η φοίτηση στις ελεύθερες σχολές. Στην Αcademie Julien και κατόπι στην Grande Chaumiere κάνει να προσεχτεί από τους καθηγητές του μα αυτό δεν τον ικανοποιεί, ούτε τον κολακεύει. Κι εργάζεται, εργάζεται πάντα εντατικά, σε σημείο απίστευτο για την ανθεκτικότητα του Έλληνος. «Προσπαθείστε να υποτάξετε το πάθος σας» τον συμβουλεύει ο Pere Lucas για να του μεταδώσει το μέτρο και τη διαύγεια της σχολής του Παρισιού. Κάτω απ’ τα σοφά χέρια του, η ανάβλεψη του τυφλού δε θ' αργήσει να συντελεστεί. Ο Pere Lucas κι υστέρα ο Bourdelle, κι οι νέες γνωριμίες: Γαλάνης, Δημητριάδης, Κεφαλληνός, Βάρβογλης, Βάρναλης, που βρίσκονται εδώ τούτη την εποχή των αγωνιωδών αναζητήσεων, εποχή του Aπολλιναίρ, του Στραβίνσκυ και των Ρούσικων μπαλέτων. Οικονομικά τον συντηρεί ένας Έλληνας έμπορος πινάκων, ο Οικονόμου, πουλώντας έργα του ή αναθέτοντάς του δουλειές, όπως τη διακόσμηση κάποιας έπαυλης στις Βερσαλλίες. Αλλά κι ο Κογεβίνας τον χρησιμοποιεί στην αντιγραφή του πίνακα του Ντελακρουά « Η καταστροφή της Χίου», δωρεά του Αργέντη, αν δεν κάνω λάθος, στην πατρίδα του. Μα οι ελληνικοί πυρετοί κι οι περιπέτειες θα τον παρασύρουν, και μια μέρα παρατώντας και δουλειές και ατελιέ και περιβάλλοντα, θα επιστρέψει κάπως άκαιρα για να παρακολουθήσει σαν πολεμικός ζωγράφος τη μικρασιατική εκστρατεία. Εκεί βρίσκομαι και γώ έπειτ' απ’ το μακεδονικό μέτωπο, και κατορθώνω να ξαναϊδωθούμε με τον Κόντογλου, στις ελεύθερες πια πατρίδες μας. Με τον Παπαλουκά θα συναντηθούμε πολύ αργότερα, μόλις στα 1923, μετά την καταστροφή, λίγο πριν από την έκθεση του Κόντογλου στο «Λύκειο των Ελληνίδων». Μα πριν απ' αυτήν είχαν συμβεί δυο αξιοσημείωτα γεγονότα. Ο Κόντογλου, ακολουθώντας τον θρύλο, είχε πάει στο Άγιον Όρος, απ’ όπου έφερε το υλικό της παραπάνω έκθεσής του κι ο Παπαλουκάς, που είχε, όπως είπαμε, παρακολουθήσει τη μικρασιατική εκστρατεία, με τον Ροδοκανάκη και τον Βυζάντιο, είχαν οργανώσει στις αρχές του 1922 στο «Ζάππειο» την πρώτη «Πολεμική Έκθεση Στρατιάς Μικράς Ασίας». Για την πρώτη αυτή δημοσία εμφάνιση του Παπαλουκά αξίζει να μεταφέρουμε εδώ την εντύπωση του Φώτου Πολίτη, που τιμά τον κριτικό αυτόν για την οξυδέρκεια και την ευρύτητα των ενδιαφερόντων του:
Η δροσερή πνοή του μετώπου, λέγει, έχει ζωντανέψει και τους ζωγραφικούς πίνακες των τριών εκθετών στρατιωτών. Γιατί τρεις, κυρίως, φαντάροι ζωγράφοι, εκθέτουν τα έργα τους. Οι κ.κ. Βυζάντιος, Ροδοκανάκης και Παπαλουκάς. Ο τελευταίος, μάλιστα, πρώτη τώρα, αν δεν απατώμαι, φορά. Παρηκολούθησαν ως έφεδροι τη μικρασιατική εκστρατεία. Έφθασαν μέχρι τον Σαγγάριο. Και διακρίνεται αληθινά πώς λούστηκαν σε καινούρια ατμόσφαιρα. Τα απλά σκίτσα του κ. Βυζαντίου, για παράδειγμα, τείνουν να πάρουν χαρακτήρα. Το χρώμα τους έχει ζωντανέψει. Δεν πέρασε μάταια, πάνω απ’ τον καλλιτέχνη, η ζωή της μαχόμενης Ελλάδας. Ο άλλοτε απλός σκιτσογράφος, ο ανάλαφρος θεατής της ζωής των πληχτικών σαλονιών, ο ράθυμος και άτονος σχεδιαστής -δεν πειράζει! ήρθε τώρα η ώρα να του τα ψάλουμε, όσα κρύβαμε άλλοτε για να μην τον απογοητεύσουμε— ο άτονος, λοιπόν, σχεδιαστής μερικών, κατά συνθήκην, κοκοτοειδών γυναικείων στάσεων, υψηλών ανδρικών καπέλλων και φράκων, μερικών σκηνών άχρωμων και ψεύτικων, αρχίζει τώρα να ζωηρεύει, να παρατηρεί. Βλέπει ήθη. Σημάδι φανερό, ότι ο κόσμος φωτίζεται μέσα του. Δεν περνά πλέον ψυχρός μπροστά στο θέαμα της φύσης, ξένος, ουδέτερος. Οι «Αγάδες» του κάτι έχουν να πουν. Ένα εσωτερικό τούρκικου καφενείου προδίδει χρώμα, ζέστη ανατολίτικη. Έχει χαρακτήρα. Ο ζωγράφος μας έπαυσε να παίζει πια με πινελιές τυχαίες. Κάτι έχει σαλέψει μέσα στην ψυχή του. Και αυτό είναι η αρχή του παντός.
Ο κ. Παπαλουκάς εξάλλου, με την πρώτη του εμφάνιση δε μας αφήνει ασυγκίνητους. Και πώς θα 'ταν τούτο δυνατό, αφού φαίνεται κι ο ίδιος συγκινημένος; Έχει μεθύσει, έχει τρελαθεί αληθινά με το φως που βλέπει. Θαυμάζει, θαμβώνεται, παραληρεί. Ο λαμπρός, ο καυτερός ήλιος της Ανατολής, του ανέτρεψε κάθε υπολογισμό. Ήλιο βλέπει μόνο. Και προσπαθεί να συλλάβει τις αχτίνες του με το χρώμα του. Οι όγκοι των ανθρώπων, οι σειρές των στρατιωτών που ζωγραφίζει, εξαϋλούνται, εξαερίζονται μέσα σε άπλετο φως. Άχνα θερμή, πυρά, φλόγα παντού. Αρχίζει με μικρά σκίτσα και ζωγραφίζει πρώτα ήρεμα, δειλά, συγκρατημένα. Έπειτα σιγά σιγά δίδει ελεύθερο πέρασμα στα αισθήματα που τον κατέχουν,ώσπου, τέλος, ξεχύνει όλη του τη συγκίνηση στον μεγάλο πίνακα του «Χειρουργείου». Μακρύς είναι ακόμα ο δρόμος μπροστά του. Μα τον έχει πάρει καλά, ώστε να εμπνέει την πεποίθηση πώς δε θα παραστρατήσει.
Στερεώτερος φαίνεται ο κ. Ροδοκανάκης. Όσο δεν πρέπει στερεός. Γιατί; Ο κίνδυνος του «καλουπιού» είναι φοβερός και χάσκει μπροστά σε κάθε νέο ζωγράφο, όσο «προικισμένος» και αν θεωρηθεί ότι είναι. Να, για παράδειγμα τα «Κυπαρίσσια». Έργο χωρίς χυμό ζωής. Ο συμπαθής καλλιτέχνης ας στρέψει σ' αυτό τη ράχη του. Κι ας βάλει στην τεχνοτροπία του αυτή τελεία και παύλα. Το «Σοκάκι του Εσκή-Σεχίρ» με τις γυναίκες, έπειτα το μικρό σκίτσο με τον θερμό ήλιο « στο καλντερίμι», είναι καλός οδηγός, αστέρας προς άλλα μονοπάτια.
Νέοι, νεώτατοι είναι κι οι τρεις καλλιτέχνες. Δεν τους επιτρέπεται να 'χουν κανένα παράπονο με τη μοίρα τους. Ας προχωρήσουν μπροστά, οπλισμένοι με σκέψη, με παρατήρηση, με πόθους.
Η «ανατολίτικη » τούτη περίοδος του Παπαλουκά με το θερμό πάθος της, στέκεται σαν θεμέλιο για το κατοπινό προσωπικότερο έργο του. Πρώτη κατάκτηση του, η ανοιχτή, ολοφώτεινη παλέττα του. Γι' αυτό, παραμένουν αξιοθαύμαστα εύστοχες οι παρατηρήσεις του πρώιμα χαμένου τούτου κριτικού. Μαζί μ' ένα-δυό πίνακες και μερικά σχέδια, σε ιδιωτικές συλλογές, είναι ό,τι απόμεινε σαν ανάμνηση από την ιστορική τούτη έκθεση, που ήταν γραμμένο να χαθεί, όπως τα μικρασιατικά μας όνειρα. Μια ηλίθια διένεξη περί « πρωτείων» μεταξύ Υπουργείου Στρατιωτικών και Στρατιάς κλείνει στη μέση την πρώτη, και τελευταία, πολεμική έκθεση, για να τη μεταφέρει στη Σμύρνη, με τους ζωγράφους της συνοδεία, τη στιγμή που το μέτωπο κατέρρεε. Έτσι απάνω στο μουράγιο της, μαζί με άλλο πολεμικό και ανθρώπινο υλικό, εγκαταλείπονται πάνω από 500 πίνακες και σχέδια του Παπαλουκά. Είναι ο βαρύς φόρος του στο δαίμονα της καταστροφής. 1922-1923: Αναποδογύρισμα όλων, σαν εκσφενδόνιση από εκτροχίαση η σύγκρουση «ταχείας». Ένας κόσμος κατάπληχτος απ' την εκτίναξη, που πριν ακόμα συνέλθει, πρέπει να ζήσει τη νέα ζωή του απεγνωσμένα. Τα εθνικά σύμβολα δεν πρέπει να χάσουν τη δύναμη τους. Ο πεσμένος Ανταίος πρέπει να ξανασηκωθεί. Ο ελπιδοφόρος Φοίνικας να ξεπεταχτεί μες απ’ τις στάχτες. Με σφιγμένη καρδιά, με παραλυμένες απ’ τον πόνο δυνάμεις. Μα πρέπει και να ξεχάσεις. Αυτόν τον καιρό ο Κόντογλου αποτραβιέται στο Άγιον Όρος αναζητώντας το θρύλο του. Οι πρόσφυγες βιοτεχνίες μοχθούν να μας δώσουν, μεταφυτευμένες, την ανατολίτικη ταπητουργία και την αγγειοπλαστική της Κιουτάχειας. Ο Παπαλουκάς δημιουργεί την περίοδο της «Αίγινας» : διάχυτο κι εδώ φως, όπως εκεί πέρα στην Ανατολή, μα πιο συγκρατημένο, ώστε να στερεώνει το χρώμα και να καθορίζει τις μορφές. Έτσι συνταιριασμένη απ’ όλα προβάλλεται στο φως τον Οκτώβρη του 1923 η πρωτόφαντη και εξωτική έκθεση του «Λυκείου των Ελληνίδων». Ηρωισμός λησμονιάς' ηρωισμός μιας νέας ελπίδας. Μα ο Παπαλουκάς, τότε, θα δεχτεί και δεύτερο χτύπημα. Στο διαγωνισμό που παίρνει μέρος για υποτροφία, για να μπορέσει να συνεχίσει στο Παρίσι τις σπουδές του, που διέκοψε τόσο απότομα, οι παλιοί καθηγητές του τον αποκλείουν «γιατί το έργο του μοιάζει» λένε « με του Παρθένη ». Μια αγαναχτισμένη φωνή διαμαρτυρίας, που ξεσηκώθηκε τότε από καλλιτέχνες κι ανθρώπους των γραμμάτων, δεν μπόρεσε να διαπεράσει την ακαδημαϊκή παχυδερμία τους. Έτσι πριν καλά καλά κλείσει η έκθεση, αρχές του Νοέμβρη, αφήνοντας τον Κόντογλου στην Αθήνα, τραβούμε —κείνος για πρώτη φορά κι εγώ για δεύτερη— στον Άθω. «Πλάνες του ορίζοντα, θάμπη, άνεμοι που μας οδηγούν». Πώς να εκφραστώ γι'αυτό το ταξίδι στο άγνωστο; Κι όμως, απ’ αυτό ο Παπαλουκάς θα δημιουργήσει την περίοδο του « Αγίου Όρους». Η φύση του θα του προσφέρει για σπουδή το δισυπόταχτο πράσινο, οι τοιχογραφίες του τις δύσκαμπτες σιέννες, ο ποικίλος βυζαντινός διάκοσμος τη σοφία του μαζί και τον αυθορμητισμό του. Ο πίνακας του στυφίζει γεμάτος χυμούς. Δεν είναι η περίσταση εδώ να καταγράψω την αθωνίτικη ζωή μας.
Ας μου επιτραπεί μόνο από ένα μικρό τρίπτυχο « Μιαν άνοιξη στη Φύση - Μιαν άνοιξη στην Τέχνη -Μιαν άνοιξη στην Επιστήμη » να παραθέσω εδώ το δεύτερο — ένα παιχνιδιάρικο σκαρίφημα, όπου προσπαθώ να δώσω τον αέρα της δουλειάς του φίλου μου.
Μιαν άνοιξη στην τέχνη είναι παραπάνω από μιαν άνοιξη. Η άνοιξη τούτη του φίλου μου Παπαλουκα πό 'χω τη χάρη να τη βλέπω να στολίζει τους τοίχους της κάμαρας μου, θαρρείς κι έχει κάτι το αειθαλές. Και ολοένα κι ανθίζει. Σε λίγο, ανάμεσα από μιαν αγκαλιά βλαστούς και τριαντάφυλλα, θα δεις να κουβαλιέται εδώ μέσα ένα δέντρο, ένα καλύβι ερημικό, ένα καμπαναριό, μια βαρκούλα, ένας αρσανάς, ένα κομμάτι γης, ένα κομμάτι ουρανού, ένα κομμάτι θάλασσας. [... ]
Ναί, θέλει να συλλάβει το τραγούδι της χαράς, και θα το κατορθώσει. Μας το βεβαιώνει ο τρόπος που προχωρεί στη δουλειά του. Μια βδομάδα τώρα που παραμόνεψε την κάθε γωνιά στην κάθε στιγμή της. Την παραμόνεψε την αυγή, την παραμόνεψε με τον ήλιο, την παραμόνεψε με το φεγγάρι, τα δούλεψε όλα με το μολύβι, με χρώμα, με μελάνι, με κάρβουνο. Έκρουσε κάθε τους χορδή δοκιμάζοντές τες, αυτός ο τρομερός αρμονίστας, όπως σε προανάκρουσμα. Αύριο αρχίζει. Οι προετοιμασίες όλες έχουν τελειώσει.
Μόλις τέλειωσε την περισυλλογή του υλικού του από τα μοναστήρια, όπου από κοντά τον συντρόφευα μελετώντας, ανεβήκαμε και πιάσαμε ένα κελλί απάνω στις Καρυές. Πλούσια και βαρεία η συγκομιδή: πάνω από εκατό πίνακες και σχέδια — μια πολύμοχθη εργασία μελέτης. Και σα να μην έφθανε αυτή η ολόπλευρη απασχόλησή του, μελετά κι ερμηνεύει αντιγράφοντας πάνω από εξήντα ανεκτίμητα κομμάτια παρμένα από ειλητάρια, χειρόγραφα, χρυσοΰφαντα, τοιχογραφίες, εικονισμάτια, τον ανθό του αθωνίτικου βυζαντινού διακόσμου: το χρυσοΰφαντο διακονικό ωράριο της Μονής Σταυρονικήτα, διακοσμημένο με τους 24 οίκους του Ακάθιστου Ύμνου, το υπ' αριθ. 61 ψαλτήρι της Μονής Παντοκράτορας -εξαφανισμένο απ'το μοναστήρι του σήμερα- με 19 φύλλα κατάκοσμα από μικρογραφίες, δυο αρχαϊκές εικόνες τέμπλων με τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, και πάνω απ’ όλα, τα αντίγραφα των μεγάλων τοιχογραφικών παραστάσεων της « Προδοσίας » και της « Αποκαθήλωσης» Τζώρτζη του Κρητός της Μονής του Αγίου Διονυσίου, καθώς και του Θεοφάνη του Κρητός, από την τράπεζα της Λαύρας. Αλήθεια, πότε μπόρεσαν να γίνουν όλ' αυτά και πώς; Μονάχα για τις τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής του Αγίου Διονυσίου αναγκάζεται να στήσει πρόχειρη σκαλωσιά και να δουλεύει ώρες ψηλά στα σταυροθόλια πάνω σ' ένα μαδέρι. Δουλειά επίπονη κι επικίνδυνη. Σε μια συνέντευξη που θα δώσει σε λίγο στη Θεσσαλονίκη, θα εξηγήσει τους λόγους αυτής της σκληρής προσπάθειας του:
- Όταν μιλώ για μελέτη κι επίδραση βυζαντινή, δεν εννοώ αποκλειστικά την αναβίωση της αγιογραφίας. Η μελέτη του βυζαντινού εκκλησιαστικού διακόσμου που δεν είναι παρά η λύση αισθητικών προβλημάτων που αντιμετώπισε η εποχή αυτή της εθνικής μας ζωής, θα μας έδινε την ευκαιρία να ατενίσουμε την ελληνική ιδέα
σ' ένα μεγαλύτερο βάθος. Όποιος δεν καταλαβαίνει αισθητικά το Βυζαντινό, ας μου επιτρέψει να νομίζω ότι δεν εννοεί ολότελα το αρχαίο. Και όταν ένας καλλιτέχνης δεν εννοεί το ελληνικό παρελθόν, πώς θα μπορούσε να δημιουργήσει το ελληνικό μέλλον;
— Ειδικά εσάς πώς σας επηρέασε η βυζαντινή τέχνη; τον ρωτούν.
— Απλούστατα. Μου 'δωσε την πίστη σε κάθε τι που μου ήταν ακόμα αναζήτηση. Εκεί πάνω στον Άθω είδα καθαρά πως η τέχνη σε κάθε μεγάλη της εποχή δεν είναι παρά φόρμα και χρώμα, που έπρεπε να έχουν ανταπόκριση με μια «μορφή » πού πάλευε να τη συλλάβει ένας ολόκληρος λαός. Λέγοντας «μορφή » εννοώ ένα σύνολο αισθητικών κανόνων που σύμφωνα μ' αυτό ένας λαός και μια εποχή θεραπεύουν τις ανάγκες της ζωής.
— Και πώς αντιλαμβάνεσθε τις νέες τάσεις στην τέχνη; τον ξαναρωτούν. Κι εκείνος απαντά συμπερασματικά.
— Ακριβώς αυτό σας έθιξα παραπάνω. Η τέχνη μόλις σήμερα αρχινά πάλι να ξυπνά. Μόλις σήμερα προσπαθεί να συλλάβει μια νέα «μορφή » βλέποντας με ανάλογη φαντασία το παρελθόν, θα μας ήταν πολύ δύσκολο να συλλάβουμε από σήμερα καθαρά τις αρχιτεκτονικές γραμμές αυτής της «μορφής». Σήμερα έχουμε χρέος να εργασθούμε για την εξυγίανση των αισθητικών αντιλήψεων, να μπούμε σε καλό δρόμο, να πετάξουμε από πάνω μας, ό,τι δεν είναι γερό, ό,τι δεν είναι τέχνη. Η Τέχνη κι οι μεγάλοι τεχνίτες θα 'ρθουν τότε μοναχοί τους για να εκφράσουν καθαρά ό,τι σε μας ακόμα είναι μια καλή προαίρεση κι ένας ευλαβής πόθος.
Ο ερχομός του λοιπόν εδώ δεν είναι τυχαίος. 'Ήταν μοιραίος. Ο Παπαλουκάς έρχεται εδώ σε μια ευτυχισμένη του στιγμή. Κλεισμένος στο κελλί του, χωρίς να σηκώσει κεφάλι, δουλεύει συνθέτοντας τους μεγάλους του πίνακες: τους δυο « Αρσανάδες» —του Παντοκράτορα και της Λαύρας-, τη «Μονή Αγίου Διονυσίου», τα «Δυο κυπαρίσσια» —με την κορφή του 'Άθω στο βάθος—, το «Κυριάκο», το «Χαγιάτι» του Πρωτάτου, το «Σαράι», τη «Σπουδή για πράσινο», τη «Σπουδή για φόρμα», τους «Αναπαυόμενους». Αλήθεια, τί είναι αυτά τα κρανία της κρύπτης πού φεγγοβολούν από μακαριότητα κι απάνω από την αποθέωση των κρανίων κραταιό επιστέγασμα ο σταυρός, μόνος αυτός δίνοντας τόνο πένθιμο στη μακάρια σύνθεση. Κι έπειτα εκείνη η «Σπουδή για φόρμα»: ο καλόγηρος με τη δυνατή έκφραση της πονηρίας στα μάτια και του ζωώδους κόρου στα χείλη, δεν είναι πορτραίτο — είναι μορφή. Βλέποντάς την, στοχάζεται γιατί παρήκμασε το Βυζάντιο. Κι όμως ο Παπαλουκάς δεν υποβάλλει ούτε φιλοσοφεί' μελετά και αξιοποιεί άπλα την καλλιτεχνική μας κληρονομιά, αναζητεί τα αισθητικά της στοιχεία σα να θέλει να τη συλλάβει στην αιωνιότητά της. Έτσι εργάζεται και μοχθεί ως το τέλος του φθινοπώρου. Τότε μονάχα αφήνει ανακουφιστικά το στεναγμό του, όπως ο βυζαντινός εικονογράφος, ψιθυρίζοντας: «ιδρώτι πολλώ συσχεθέντες και μόχθω το γλυκύτατον μόλις εύρομεν τέλος». Κι αμέσως πιάνει και κορνιζάρει το υλικό του, τ' αμπαλάρει μόνος του και το Νοέμβρη του 1924, κλείνοντας ακριβώς ένα χρόνο, κατεβαίνουμε για έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Οι φίλοι μας εδώ μας είχαν κιόλας προϊδεάσει για το απρόσφορο και ακαλλιέργητο ακόμα κοινό της. Εδώ δεν υπάρχουν, μας είπαν, φιλότεχνοι, δεν υπάρχουν αίθουσες εκθέσεων. Μονάχα ο Ιταλοεβραΐος Περιλλά κατορθώνει από καιρό σε καιρό να δίδει μικρές εκθέσεις μ' ακουαρέλες, που τις διαθέτει σ' ένα στενό κύκλο γνωρίμων του από κοσμοπολίτες, πάμπλουτους Εβραίους. Μα ο Παπαλουκάς δε θέλει ν' ακούσει κανέναν. Παίρνει μόνος τις αποφάσεις του, οδηγημένος απ’ το δικό του ένστιχτο και μια αδιάλλακτη συνείδηση χρέους να στέκεται πρωτοπόρος. Δεν μας επιτρέπεται, λέγει, να 'χουμε αξιώσεις από έναν κόσμο που αποκλείσαμε, που δε φροντίσαμε να του παρουσιάσουμε την πνευματική μας εργασία. Τρέφει πάντα μια πίστη, πίστη άκαμπτη στην αγνότητα του ελληνικού κοινού, πίστη που τη χαλυβδώνει η ακατάβλητη εργατικότητα του. Κι έτσι παραμερίζει με μιας την εμφάνιση του στην Αθήνα, παρόλο που θα 'θελε να παρουσιάσει εκεί τη σημαντική τούτη εργασία, που του εστοίχισε ένα χρόνο δουλειάς στα μοναστήρια του 'Άθω -μιας δουλειάς απ' τις θαρραλεώτερες μέσα στη νεαρή μας τέχνη— και σταματά εδώ ο άνθρωπος του σιωπηλού αγώνα για να δημιουργήσει το πρώτο φιλότεχνο περιβάλλον, την πρώτη ζωγραφική κίνηση στη Θεσσαλονίκη. Με το καθαρό μάτι του ξεχωρίζει αμέσως το μεγάλο κεντρικό καφενείο του «Λευκού Πύργου» για αίθουσα της εκθέσεως. Κλείνει όλα τα παράθυρα, αφήνοντας ανοιχτούς απάνω μόνο τους φωταγωγούς και χαμηλώνει την οροφή με λευκό, διαφανές ύφασμα. Έτσι οικειώνει περιορίζοντας το χώρο και μαλακώνει το φως. Στρώνει το δάπεδο με λευκά κι ελαφρά διακοσμημένα ανατολίτικα ταπέτα από τη συλλογή Ρόζη. Δε μένει πια παρά ν' αναρτήσει με τη μοναδική εκείνη συνθετική του ικανότητα τους πίνακες του, κάπου 120 κομμάτια, ένα μέρος μονάχα της αγιορείτικης εργασίας του. Η εντύπωση από το σύνολο ήταν καταπληκτική. Μια πρωτόγευστη αισθητική απόλαυση για τους λίγους, ένα ελκυστικό μάθημα για τους πολλούς. Έτσι δε δυσκολεύτηκα διόλου να κάνω κατανοητές τις προθέσεις του, μιλώντας κατά την ήμερα των εγκαινίων της.
Μια ζωγραφική έκθεση, είπα, είναι κι αυτή, η πραγματοποίηση μιας μορφής. Μ' αυτό εννοούμε το αδιάσπαστο ενός συνόλου, πού βγαίνει από μια αισθητική σκέψη. Αυτή η σκέψη όχι μονάχα περιέχεται αυτούσια και στις πλέον μικρές λεπτομέρειες, που δένουν αυτό το σύνολο, αλλά είναι κυρίαρχη από τη στιγμή ακόμα που γίνεται ο ζωγραφικός πίνακας.
Το κάθε τι μέσα εκεί σταθμίζεται, ρυθμίζεται και συνδυάζεται για την πραγμάτωση αυτής της μορφής. Απ' αυτή τη μορφή παίρνουν το χρώμα και το σχήμα τους τα πράγματα. Η αλήθεια τους βγαίνει από την ενότητα πού έχουν τούτα με το σύνολο και από το βάθος του συνόλου αυτού στο οποίο ανταποκρίνονται. Κι έτσι η αλήθεια της τέχνης μένει στην αλήθεια της μορφής που εκφράζεται, προκειμένου για ζωγραφική, με φόρμες και χρώματα.
Αυτό που λέμε αλήθεια, πραγματισμό στην τέχνη, αυτό που της δίνει την πειστικότητα, δεν είναι η ικανότητα της μίμησης κι αναπαράστασης των φαινομένων, αλλά η ικανότητα της αναγωγής κι ανασυνθέσεώς των, που προϋποθέτει μια κατανόηση των νόμων που τα διέπουν. Ο τεχνίτης δεν μπορεί να στέκει μπροστά στα φαινόμενα του κόσμου, ωσάν μπροστά σ' ένα πλήθος ακατάληπτων, συγκεχυμένων και ανακόλουθων πραγμάτων. Δε σταματά στην επιφάνεια για να μας δώσει τις φωτογραφικές απόψεις του, δείχνοντάς μας μ' αυτό πως δεν εννόησε, δεν σύνθεσε τίποτα.
Ο τεχνίτης βάζεται μέσα εκεί να εννοήσει. Και ό,τι θα εννοήσει από το άπειρο αυτό και ασύλληπτο χάος των φαινομενικών αντινομιών, όποιο κόσμο θα συνθέσει, αυτόν θα εκφράσει με τα στοιχεία της τέχνης του, και ειδικά ένας ζωγράφος με τη φόρμα και το χρώμα του.
Αυτή η αναγωγική δουλειά είναι εκείνη που δίνει την ενότητα στα πράγματα, αφήνοντάς τους το κοινό και το κύριο, και κάνοντάς τα να φαντάζουν ωσάν να βγαίνουν από ένα αθώρητο και μακρινό βάθος, λες κι είναι η σύνθεση της αιωνιότητας σε καθαρές και βέβαιες μορφές.
Να ποιος είναι ο λόγος, που τα έργα της φύσης και τα έργα της φαντασίας δεν μπορούν να έχουν μεταξύ τους την ομοιότητα που είχε ο Νάρκισσος με το είδωλό του.
θα ήταν ολότελα αμφισβητήσιμη η αξία της τέχνης και η ανάγκη της, αν τούτη ιδρωκοπούσε να μας αναπαραστήσει ένα κομμάτι γης, θάλασσας ή ουρανού, την ώρα που θα μπορούσαμε να τ' απολαύσουμε όλα τούτα γυμνά μέσα στη φρίσσουσα αγκαλιά της φύσεως.
Θα 'χει άλλωστε να υποστεί σ' αυτή τη δουλειά της μια σκληρή δοκιμασία, έναν άγριο συναγωνισμό από μέρους του φακού, από τον οποίο, μα την αλήθεια, θ' αναγκαζόταν να καταθέσει τα σύνεργά της, καταισχημένη και αξιοδάκρυτη.
Όμως δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Στο πείσμα της έξυπνης καπατσοσύνης του φακού ή του σοβαροφανούς της ιατρικής ανατομίας και της μηχανικής προοπτικής, για τους καλλιεργημένους ανθρώπους θα υπάρχει η τέχνη και η ανάγκη της.
Ήταν μια πολύπλευρη μάχη τότε, που δόθηκε με τον αποτελματωμένο συντηρητισμό και κερδήθηκε. Η μοναδική αυτή έκθεση δεν αποτελεί σταθμό, μα αφετηρία για το πνευματικό ξεκίνημα της Θεσσαλονίκης. Το ό,τι έχει γραφεί μέσα σ' ένα μήνα, στον καθημερινό της τύπο, αποτελεί τόμο.
Ο Δέλιος, ο Ξεφλούδας, ο Θεοδωρίδης, ο Πελτέκης, ο Ράδος, ανεκδήλωτοι ακόμη, μεταβάλλονται σε λυρικούς υμνωδούς και τεχνοκρίτες. Τί βλέπουν; «Κάτι που έρχεται αργά, από τη φωτεινή Ανατολή, μια γλυκεία πνοή μιας χρυσοπόρφυρης χαραυγής, ένα όνειρο που περνά σ' ένα δειλινό χαρούμενο. Να ένα δάσος, ένα δάσος καταπράσινο, που λες και ονειρεύεται κάτου απ’ το φως, το βασιλόπουλο, το βυζαντινό το βασιλόπουλο, να περνά αρματωμένο καβάλα στ' άλογο του για κυνήγι. Άραγε μέσα σ' αυτό το μεγάλο παλάτι με τα στοιχειά, να λιώνει η κόρη από έρωτα καρτερώντας;
Ίσως κοιτάζοντας βαθιά, να μαντέψεις όλα τούτα. Και στο γυμνό λόφο με τη σκοτεινή ελιά κάτω από τον σβησμένο ήλιο, που τον κρύβει ένα λευκό σύννεφο π’ αργοσαλεύει στον ουρανό, ίσως θ' ακούσεις τον αυλό που έπαιζαν οι βοσκοί του Λόγγου... Κάτω απ'τ'ανοιχτό τόξο του ήσυχου μοναστηρίου, η ματιά θα βυθιστεί μέσα στην αγιότητα του Πόντου για να δει τη Θέτιδα και τον Ποσειδώνα, κι όλες τις κόρες των νερών και ν' ακούσει τους πρασινομάτες Τρίτωνες να ξεφωνούν με παφλασμούς αφρισμένους στα βράχια... ». Όλα τους μιλούσαν για μια πνευματική αναγέννηση της Θεσσαλονίκης, που παραπονιόταν τις ώρες της Δύσης για την εγκατάλειψη. «Γύρω μας, ολόκληρη η βυζαντινή εποχή μας κοιτάζει, πέρα ο Όλυμπος μας γεμίζει κλασικές αναμνήσεις». Άλλος μιλά για την ηθική του έργου του: «Είναι η αλήθεια, την αναζήτησε στο πέρασμα των αιώνων κι έγινε σκέψη κι έγινε φως. Στο καθένα από τα έργα του ζωγράφου βλέπω και νιώθω -βλέπει και νιώθει ο καθένας-την αρετή. Και το φόρο της αρετής και της αξίας γνωρίζουν λίγο ως πολύ οι άνθρωποι». Ο πολιτισμένος Περιλλά δίνει αυτή την εποχή μια σειρά από τεχνοκριτικά κομψοτεχνήματα. Ο λεπταίσθητος και καλλιεργημένος Ριάδης «βρίσκει μεταφερμένο στην Ελλάδα ό,τι καλύτερο είχε δει στη σχολή του Παρισιού». Ο δημοσιογραφικός αυτός θόρυβος ξεσηκώνει ως και τις ακραίες λαϊκές συνοικίες. Τα σχολεία παρελαύνουν μ' επικεφαλής τους καθηγητές τους. Μες στην, ως χθες, βαριά υπνωτισμένη ατμόσφαιρα, τίποτε δε μένει ασυγκίνητο. Συζητήσεις στις εφημερίδες, στους κοσμικούς κύκλους, παντού όπου θα βρεθούν δυο άνθρωποι. Κι ακολουθούν αμέσως οι φιλότεχνοι αγορασταί. Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο πουλιούνται πάνω από το τέταρτο των πινάκων. Τον « Παρνασσό», τις « Καρυές », το « Σκολειό του χωρίου» τ'αγοράζει ο Δήμος, τα «Αττικά πεύκα», το « Κιόσκι» ο μουσικός Κόφμαν, το « Καλύβι του Αγίου Ακάκιου» οι δεσποινίδες Οικονόμου, τον «Μικρόκοσμο » ο Γρηγοριάδης, το « Δρόμο των Ιβήρων» ο Παπαηλιάκης, το « Παρεκκλήσι της Λαύρας » και το «Έξω απ' το μοναστήρι» ο Ορφανός, τη « Σπουδή στο πράσινο » ο Γουλανδρής, την « Περιοχή » η Ένωση των Συντακτών, τα « Μπαλκόνια » ο Μαρίντζογλου, τα « Ψηλά κυπαρίσσια» ο Λοτσόπουλος, το « Κονάκι» και το «Πηγάδι » ο δήμαρχος Συνδίκας, τη «Σπουδή απ' τη φύση » η κ. Σασαγιάννη, το «Κορίτσι με το βιβλίο» η δεσποινίδα Καίτη Γεωργιάδου. Μνημονεύω εδώ όσους θυμάμαι, όχι μονάχα για να καταδείξω την ποσότητα και την ποιότητα των αγοραστών αλλά και να ευκολύνω όσους θα θελήσουν να ενδιαφερθούν στο μέλλον για την τύχη του σκορπισμένου έργου του. Κι η αξέχαστη τούτη έκθεση, κλείνει τέλος, με μια τιμητική μουσική εσπερίδα που την οργάνωσε μέσα στην αίθουσα της το Ωδείο, το μοναδικό τότε πνευματικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Μόλις είχε κλείσει η έκθεση κι έφυγα μόνος για τη Μυτιλήνη, να ξεκουραστώ κοντά στους δικούς μου. Ο Παπαλουκάς λογάριαζε να κατέβει πια στην Αθήνα μα δεν είχε περάσει μήνας, ούτε είχε λειτουργήσει ακόμα ο «Σύλλογος Μουσικών Τεχνών» που με πρωτοβουλία μου είχε συσταθεί στη Μυτιλήνη για μια γενικότερη λαοτεχνική κίνηση εδώ πέρα, και να και καταφθάνει ο Παπαλουκάς για έκθεση. Έκθεση, φυσικά, μεγάλη δεν μπορούσε να γίνει μικρές εκθέσεις είχαν κάμει κι ο Κόντογλου, λίγο πριν από την έκθεση του «Λυκείου των Ελληνίδων», κι ο Μαλέας,
και κάποιοι άλλοι. Γι' αυτό τον άφησα αμέσως, να δουλέψει, και γώ κατέβηκα στην Αθήνα. Τότε ο Παπαλουκάς δημιούργησε μέσα σε λίγους μήνες την περίοδο της Μυτιλήνης, ένα άθλο καταπληχτικό, όπου τραβά στις ακραίες τους συνέπειες τα ζωγραφικά πορίσματα της αγιορείτικης δουλείας του. Τα πράσινα του πιο στυφά, οι σιέννες του βαρύτερες, τ' αντικείμενα του θαρρείς σκαρωμένα με το βάρος της ύλης τους. Θαυμαστό το μοντελάρισμά τους. Η κατασκευή τους απίθανα στιβαρή. Τί πλούτος και τί βάρος ζωγραφικών αξιών. Εγώ τούτον τον καιρό στην Αθήνα συσταίνω μια εταιρεία διακοσμητική με χρηματοδότη τον Άγγελο Καμπά. Κύριος σκοπός της να ξαναπάμε ο Παπαλουκάς, ο Κόντογλου κι εγώ στον 'Άθω, τούτη τη φορά εξοπλισμένοι, μα το σχέδιο δεν πετυχαίνει. Ο Κόντογλου, αποκαταστημένος πια, δε δείχνει όρεξη για περιπέτειες. Έτσι τ' αρχικό τολμηρό σχέδιο περιορίζεται σ' ένα σύντομο ταξίδι ως τον Όσιο Λουκά. Εγώ συνεχίζω την έκδοση της Φιλικής Εταιρείας βγάζοντας το 4ο, 5ο και 6ο τεύχος. Βλέποντας ότι άλλο τίποτα δεν πρόκειται να γίνει, ξανακατεβαίνω στο Φάληρο κοντά στους αγγειοπλάστες της «Κιουτάχειας». Ήταν κι αυτή μια μεγάλη μου αδυναμία, την εποχή τούτη που η αγγειοπλαστική πάλευε ακόμη για να μεταφυτευτεί στην παλιά και νέα της μαζί πατρίδα. Το καλοκαίρι πηγαίνουμε κάνα μήνα ο Παπαλουκάς, ο Οικονόμου ο ηθοποιός, ο Βέλμος κι εγώ για ξεκούραση, στο μοναστήρι της Φανερωμένης. Ο Παπαλουκάς βγάζει εδώ την περίοδο της Σαλαμίνας, « σε ύφος διακοσμητικό με θέλγητρο και χαρακτήρα», όπως τη χαρακτηρίζει ο Παπαντωνίου, ο Οικονόμου ξεμοναχιασμένος μέσα στο δάσος μελετά μόνος το Βασιλέα Λήρ, που δε θα τον δώσει ποτέ, κι ο Βέλμος κι εγώ, ίδια δεινοί γλωσσομαθείς κι οι δυο, μεταφράζουμε απ'την καθαρεύουσα την Κλεοπάτρα, το Όπως αγαπάτε και τον Άμλετ του Σαίξπηρ.
Τον άλλο χρόνο, ο Παπαλουκάς αρχίζει την εικονογράφηση και διακόσμηση του μητροπολιτικού ναού της Ευαγγελίστριας στην Άμφισσα, μια δουλειά που βαστά από το 1926-31. Να πώς την χαρακτηρίζει η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου, που την αποτελούν ο Ορλάνδος, ο Παρθένης, ο Πικιώνης κι ο Ζάχος:
« Η αξία του Παπαλουκα συνίσταται στο ότι ο καλλιτέχνης δοκιμάζει να εκφρασθεί με τη μορφή της ελληνικής παράδοσης όχι από λόγους συναισθηματικούς μα γιατί ύστερα από μακρά και στοχαστική μελέτη της φύσεως, φθάνοντας στην ανάγκη της αφαιρέσεως, πήρε μόνος συνείδηση της μεγάλης βυζαντινής τέχνης, ως τέχνης μνημειακής. Για να εκφρασθούμε πιο συγκεκριμένα, η αίσθηση της σημασίας της αρχιτεκτονικής των σχημάτων απορρέει από γνώση πραγματική των αισθητικών νόμων».
Η κριτική επιτροπή όχι μονάχα εγκρίνει ομόφωνα τα σχέδια του, μα εκφράζει τον πιο θερμό της ενθουσιασμό, ελπίζοντας πως όταν το έργο τούτο θα 'χει εκτελεσθεί, θ' αποτελέσει σταθμό για την τέχνη του τόπου μας και την αναβίωση των παραδόσεων μας.
Μα ας σταθούμε στο σημείο αυτό της πορείας του, που ο καλλιτέχνης υψωμένος μεσουρανεί σ' όλη τη δόξα των τριανταπέντε του χρόνων.
|
|
|