συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σπύρος Παπαλουκάς

Έργα του Παπαλουκά

Μάρκος Καμπάνης
Ζωγράφος - Επιμελητής Αγιορείτικης Πινακοθήκης

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ

Εισαγωγικό σημείωμα για τον τόμο Σπύρος Παπαλουκάς – Θητεία στον Άθω, Άγιον Όρος 2003


[…] Το τοπιογραφικό έργο του Παπαλουκά, έκτος από την καλλιτεχνική του αξία, ενδιαφέρει ιδιαιτέρως και τους μελετητές του Όρους όσον άφορα την αποτύπωση κτισμάτων και τοποθεσιών. Κάποια από αυτά δεν υπάρχουν σήμερα η έχει αλλοιωθεί ελαφρώς η μορφή τους, κι έτσι τα έργα του αποτελούν ένα επιπλέον ντοκουμέντο. Ο Παπαλουκάς, παρ' όλη τη χρωματική και συνθετική του δημιουργικότητα, έμενε πιστός στην όψη των πραγμάτων και συνήθως δεν αλλοίωνε όψη κτίσματος ή προσέθετε από τη φαντασία του κάτι — εξάλλου πάντα δούλευε με βάση μελέτες που είχε κάνει εκ του φυσικού. Ας αποτελέσει και αυτό ένα από τα κριτήρια πιστοποίησης της αυθεντικότητας κάποιων « αγιορείτικων » έργων του.

Τί ώθησε άραγε τον Παπαλουκά να πάει στο Όρος; Οπωσδήποτε ήξερε ότι ο πλούτος του τοπίου θα τον εξυπηρετούσε στη διερεύνηση και εξέλιξη της ζωγραφικής του γλώσσας. Το βυζαντινό παρελθόν θα τον ωθούσε σε μελέτη δημιουργική και καρποφόρα. Ο θρύλος για τον Άθω που 'φερε μαζί του ο Στρατής Δούκας από την πρώτη του επίσκεψη εκεί το 1914, καθώς και το ταξίδι του Φώτη Κόντογλου, οπωσδήποτε θα τον κέντρισαν. Τέλος, οι απογοητεύσεις από την καταστροφή των έργων του της Μικρασιατικής εκστρατείας και από τη σκανδαλώδη απόρριψή του για να συνεχίσει τις σπουδές του, πρέπει να συνέβαλαν στην απόφαση γι' αυτή τη « φυγή ». Δεν θα πρέπει, επίσης, να αποκλείσουμε την πιθανότητα να είχε δει, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, το τεύχος του περιοδικού L’ Illustration, που τον Δεκέμβριο του 1920 είχε κυκλοφορήσει με αφιέρωμα στο Άγιον Όρος, εικονογραφημένο με έργα Γάλλων ζωγράφων από τον Άθω. Έξαλλου σε συνέντευξη που ο ίδιος έδωσε το 1924 (1), έλεγε πως το Άγιον Όρος «μου παρέσχε αληθινές αποκαλύψεις απάνου σε χίλιες δυο απορίες μου και τεχνικές εκζητήσεις».

Στο αγιορείτικο έργο του βρίσκουμε αφενός την αρχή του νήματος για μια διαφορετική θεώρηση της εκκλησιαστικής τέχνης (που κατέληξε στην αγιογράφηση του μητροπολιτικού ναού στην Άμφισσα) και αφετέρου μιαν όραση του (μοναστικού) τοπίου με βαθιά μεν πνευματικότητα αλλά που όχι μόνο ξεφεύγει εντελώς από την εύκολη λύση της βυζαντινίζουσας τεχνοτροπίας (σκόπελο στον οποίο πολλοί σκοντάφτουν όταν πραγματεύονται έναν «ιερό» τόπο ή όταν προστρέχουν στην παράδοση), αλλά και συνδέει τους δύο δρόμους, το βυζαντινό και τα ρεύματα της σύγχρονης ζωγραφικής, με τρόπο δημιουργικό και κυρίως απολύτως φυσικό. Για παράδειγμα, η προσήλωση στις δύο διαστάσεις του πίνακα, η κατάργηση της ατμοσφαιρικής προοπτικής, η ζωγραφική ισότητα ανάμεσα στο πρώτο πλάνο και το τελευταίο και άλλα, είναι στοιχεία τόσο βυζαντινά όσο και σύγχρονα. Με αυτή την έννοια, το τοπιογραφικό του έργο δεν δείχνει άμεσες επιρροές από τη βυζαντινή παράδοση με τη μορφή εξωτερικών γνωρισμάτων, σχετίζεται όμως με αυτήν με τρόπο ουσιαστικό και γόνιμο.

[…] Η σχέση με το Άγιον Όρος ενός ανθρώπου με βαθιά και έμφυτη θρησκευτικότητα, με αγάπη και διάθεση εμβάθυνσης στη βυζαντινή τέχνη, ο οποίος προέρχεται όμως από μια θητεία στο Παρίσι και είναι μπολιασμένος από τα διδάγματα του μοντερνισμού, δεν μπορεί παρά να έχει πολλαπλό ενδιαφέρον, κι όχι μόνο για τους ασχολούμενους με το Όρος. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η διαφορετική ματιά με την οποία αντιμετώπισε το τοπίο, την τέχνη του Όρους και το θέμα της παράδοσης από αυτήν του φίλου του Φώτη Κόντογλου. Ο Στρατής Δούκας, μιλώντας για τη σχέση του με τον Παπαλουκά και τον Κόντογλου, προσάπτει στον δεύτερο έναν ύπερσυντηρητισμό, μη «μπορώντας να ξεχωρίσει τα ζωντανά από τα νεκρά στοιχεία της παράδοσης». « Έμενα », γράφει στα Ενθυμήματα (2), « με τραβούσε το νέο, που το 'βρισκα στον Παπαλουκα παρά σε κείνον ». Είναι χαρακτηριστικό ότι τη βυζαντινή τέχνη δεν τη μελέτησε μόνο για να εδραιώσει τις γνώσεις του ή να εξοικειωθεί με την παράδοση, παράμετρο που τη θεωρούσε όμως απαραίτητη για τη δημιουργία ενός ζωγραφικού μέλλοντος (3), αλλά επειδή έβλεπε πως στο Βυζάντιο υπήρχαν έργα όπου τα συνθετικά και χρωματικά προβλήματα που απασχολούσαν τους σύγχρονους καλλιτέχνες ήταν λυμένα.

Το κοίταγμα του Παπαλουκά προς τη Βυζαντινή Τέχνη με κανέναν τρόπο δεν είναι συντηρητισμός ή επιστροφή στο παρελθόν. Η διδαχή από παλαιότερες ή εξωτικές τέχνες είναι σημαντικό χαρακτηριστικό όλων των Ευρωπαίων πρωτοποριακών ζωγράφων των άρχων του 20ου αιώνα. Ο Ηenri Matisse γράφει το 1947 (4): «... Έτσι η αποκάλυψη ήρθε από την Ανατολή (5)... Πολύ αργότερα, μπροστά στις εικόνες της Μόσχας, συγκινήθηκα από αυτή την τέχνη και κατάλαβα τη βυζαντινή ζωγραφική. Παραδίδεται κανείς τόσο καλύτερα, όταν βλέπει τις προσπάθειες του να επιβεβαιώνονται από μια τέτοια αρχαία παράδοση. Σε βοηθά να διαβείς το χαντάκι. Μπορεί κάποιος να εκφράσει το φως με την ανακάλυψη των επιπέδων όπως με τις αρμονίες στη μουσική. Χρησιμοποίησα το χρώμα ως μέσον έκφρασης των συναισθημάτων και όχι ως μεταγραφή της φύσης. Χρησιμοποιώ τα απλούστερα των χρωμάτων... Τίποτε δεν εμποδίζει τη σύνθεση με λιγοστά χρώματα, όπως στη μουσική που οικοδομείται πάνω σε επτά μόνο νότες...».

Με παράλληλο σκεπτικό, ο Παπαλουκάς αναφέρει σε συνέντευξη του, το 1924 (6): « Η Βυζαντινή Τέχνη μου έδωσε την πίστη σε κάθε τι που μου ήταν ακόμα μια αναζήτηση... Μόλις σήμερα (η τέχνη) προσπαθεί να συλλάβει μια νέα μορφή βλέποντας με μιαν ανάλογη φαντασία το παρελθόν». Όσο δε αφορά το τοπίο, σε άλλη συνέντευξη του 1956 δηλώνει (7): « Δεν είμαι τοπιογράφος, γιατί με τραβούν τα θέλγητρα του τοπίου. Δεν κάνω ζωγραφική ποίηση. Βγαίνω στο ύπαιθρο, εμπνέομαι απ’ αυτό και πλουτίζω εντός μου όλες τις ζωγραφικές αξίες, τον ρυθμό, τις συνθετικές δυνατότητες...»

Ίσως αυτή να είναι και μία από τις πιο ουσιαστικές συμβολές του Παπαλουκά όχι μόνο στη ζωγραφική μας αλλά και στον τρόπο σκέψης μας, ο προβληματισμός του δηλαδή για τη σχέση του σύγχρονου με την παράδοση, ή, όπως πολύ καλύτερα το θέτει η Ελένη Βακαλό, μιλώντας για την « αντίθεση του προς μια κλειστών συνόρων αντίληψη της Ελληνικότητας και τις θέσεις του για μιαν εννόηση του σύγχρονου μέσα από τα δεδομένα της δικής μας παράδοσης και, αντίστοιχα, την χρήση αυτής της παράδοσης μέσα από την ερμηνεία που επέβαλε το σύγχρονο ...» (8).

Η συμβολή του στον εμπλουτισμό της νεοελληνικής τέχνης με νέες αξίες φαίνεται τόσο στην τοπιογραφία όσο και στις αναζητήσεις και προτάσεις που κάνει στο χώρο της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Ο συνδυασμός και των δύο βρήκε ιδανικό εφαλτήριο το Άγιον Όρος που πρόσφερε τόσο πλούτο τοπίου όσο και πλούτο βυζαντινό. Στις εκπληκτικές παραλλαγές του χρυσοκέντητου επιτραχηλίου της Μονής Σταυρονικήτα με τους οίκους του Ακάθιστου βλέπουμε τη σχέση των χρωματικών και συνθετικών λύσεων που δίνει με αυτές που υιοθετεί στα τοπία του. Ως γνήσιος καλλιτέχνης, διατηρεί μια δημιουργική σχέση με το πρότυπό του (τοπίο ή εικόνα) κι έτσι παρατηρούμε αφενός μιαν ακριβή αναπαράσταση, αφετέρου ένα εντελώς προσωπικό και πρωτότυπο αποτέλεσμα. Η δημιουργική αυτή σχέση μπορεί να αποτελέσει μιαν απάντηση στο ερώτημα « δημιουργία ή αντιγραφή; » που ταλανίζει τόσους και τόσους σύγχρονους εκκλησιαστικούς ζωγράφους.

Η επιστροφή στο ίδιο θέμα, κυρίως στα τοπία, δείχνει την εμμονή του στα ζωγραφικά προβλήματα και όχι στα θεματογραφικά. « Η ζωγραφική πρέπει να συγκινεί με τα υλικά της μέρη κι όχι με το θέμα » έλεγε. Ξαναζωγραφίζοντας το ίδιο τοπίο συναντάμε πάντα την ίδια φρεσκάδα κι όχι μια στείρα αντιγραφή του εαυτού του. Η προσήλωση σε γνωστό του θέμα, σίγουρα τον διευκόλυνε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σε μορφοπλαστικές αναζητήσεις. Ειδικώς όμως τα αγιορείτικα θέματα φαίνεται πως ασκούσαν μια ιδιαίτερη γοητεία πάνω του. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρόνια μετά το ταξίδι του στο Όρος, στην Αθήνα πια, φιλοτεχνεί το πορτρέτο της συζύγου του, με φόντο τις Καρυές του Αγίου Όρους, έργο που ως πρόσφατα αποδιδόταν ως τοπίο της Άμφισσας. Μπορούμε τώρα να αναγνωρίσουμε το τοπίο στο βάθος ως άποψη των Καρυών και μάλιστα σχεδόν όμοια με αυτήν του έργου «Καρυές».

Άλλες ομάδες έργων του αυτής της περιόδου είναι τα πορτρέτα, κυρίως του Στρατή Δούκα, και τα λίγα έργα από την εκκλησιαστική ζωή (κυρίως λιτανείες), καθώς και τα σχέδια. Παρόλη τη δεινότητά του και την πίστη του στην αξία των σχεδίων, στο Άγιον Όρος δεν πρέπει να έκανε πολλά ή εν πάση περιπτώσει σώζονται λίγα. Ακόμη και αυτά φαίνεται να ήταν βοηθητικά στη δημιουργία μεγαλύτερων έργων ή για την πιο προσεκτική οργάνωση της σύνθεσης. Εντούτοις σε πολλά λάδια του, παρ' όλη τη γρήγορη και συχνά χειρονομιακή χρήση της πινελιάς, προσεκτική παρατήρηση δείχνει συχνά την ύπαρξη σχεδίου κάτω από το χρώμα.

Υπάρχουν, από την άλλη, κάποια έργα στα οποία η χρήση του σχεδίου δεν είναι υποβοηθητική αλλά, αντιθέτως, πρωταγωνιστική σχεδόν, ίσης σημασίας με το χρώμα. Έργα όπως το « Καυσοκαλύβια, το κυριακό» και το αντίγραφο « 'Άκρα Ταπείνωση», μας οδηγούν κατευθείαν στα μεταγενέστερα έργα του και στη λεγόμενη «στιγμογραφική » του περίοδο, μας παραπέμπουν όμως και σε πιθανές βυζαντινές αναφορές, σε δείγματα βυζαντινών μικρογραφιών, οπού συνυπάρχουν στο ίδιο έργο χρωματικές με καθαρώς γραμμικές εκφράσεις. Για την ιδιαίτερη σχέση του σχεδίου με το χρώμα στον Σπύρο Παπαλουκα, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης σημειώνει: « Απ' όλους τους Έλληνες ζωγράφους της γενιάς του, της γενιάς που αντέδρασε στον εμπρεσσιονισμό, ο Σπύρος Παπαλουκάς μένει ο πιο ζωγραφικός. Η ζωγραφικότης, το φυσικό πάθος του ζωγράφου για το χρώμα και το φως, τον έσωσε από τους σκοπέλους του γραφισμού που πάντα θα συναντήσει ένας ζωγράφος, όταν θέλει ν' αναθέσει στο σχέδιο παραπάνω βάρη απ' αυτά που μπορεί να σηκώσει μόνο του» (9)





Σημειώσεις

1. Εφ. Εθνική Φωνή, 27.12.1924. Βλ. και κεφάλαιο « Γραπτά και συνεντεύξεις του Σπ. Παπαλουκα», σ. 51 στον παρόντα τόμο.

2. Στρ. Δούκα, Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου, έκδ. Κέδρος, 1976.

3. Συνέντευξη στον Δ. Κεραμέα, εφ. Εθνική Φωνή, 27.12.1924. Βλ. στο κεφάλαιο « Γραπτά και συνεντεύξεις του Σπ. Παπαλουκα», σ. 52 στον παρόντα τόμο.

4. « Ο δρόμος του χρώματος», από το Art Present, τ. 2, 1947, δημοσιευμένο στο Jack D. Flam, Matisse On Art, Phaidon Press Ltd, 1973.

5. Αναφέρεται στην ιαπωνική ζωγραφική, αλλά και σε έργα των Primitives στο Λούβρο καθώς και σε έργα ανατολικής τέχνης.

6. Εφ. Εθνική Φωνή, 27.12.1924. Βλ και στο κεφάλαιο « Γραπτά και συνεντεύξεις του Σπ. Παπαλουκά», σ. 52 στον παρόντα τόμο.

7. Εφ. Η Βραδυνή, 14.3.1956. Βλ και στο κεφάλαιο « Γραπτά και συνεντεύξεις του Σπ. Παπαλουκά», σ. 55 στον παρόντα τόμο.

8. Ελένη Βακαλό, « Η ζωγραφική του Παπαλουκά», στο Σπύρος Παπαλουκάς - Ζωγραφική, έκδ. Ιονικής Τράπεζας, 1995

9. Γιάννης Τσαρούχης, «Μικρά Αφιερώματα», περ. Ζυγός, τ. 31, Μάιος-Ιούνιος 1958, σ. 19 και στον τόμο Αγαθόν το εξομολογείσθαι, έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986. Βλ. Επίμετρο, σ. 305 στον παρόντα τόμο.