συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Μανώλης Μπαμπούσης

Μια σύντομη κουβέντα με το Μανώλη Μπαμπούση…
Γράφει η Έφη Μπίρμπα

Τον συνάντησα στο εργαστήρι της φωτογραφίας, στην Καλών Τεχνών, λίγο πριν το μάθημά του. Στα πέντε χρόνια της δραστηριότητάς του εδώ, έχει εγκαταστήσει ένα πλήρως εξοπλισμένο τεχνολογικά Laboratory υψηλών προδιαγραφών, ακόμη και για τις απαιτήσεις μιας ανωτάτης σχολής. Ο ίδιος, όπως τον κοιτάζω, φαίνεται να έχει την ίδια εσωτερική ανησυχία της πρώτης μέρας, όταν ήρθε στη Σχολή να διδάξει. Από τότε κιόλας κατάφερε να κερδίσει το ενδιαφέρον των φοιτητών του και να τους κάνει να πιάσουν μια Leica ή μια μυθική Hasselblad, αποθανατίζοντας εικόνες της καθημερινότητας, εικόνες του κόσμου των Αθηνών!

eikastikon: Τι μπορεί όμως να προσφέρει το Αθηναϊκό αστικό τοπίο σ΄ έναν καλλιτέχνη;

Μανώλης Μπαμπούσης: Το Αθηναϊκό τοπίο το συναντάμε σε όλη την Ελλάδα. Ένα τοπίο συνεχών εκπλήξεων χωρίς μέτρο και αποτυπωμένη διαχρονικά την ιστορία του. Ένας χώρος ονείρου όπου όλα είναι δυνατά. Μια παράθεση από ίχνη αλλεπάλληλων στρώσεων ανευθυνότητας και αδιαφορίας, αλλά και ο προνομιακός χώρος της ζωής μας και των φίλων μας. Προσφέρει την όψη του μπαλωμένου, του πρόχειρου και της εγκατάλειψης ακόμα και στα καινούργια, τα ετοιμοπαράδοτα. Η έλλειψη αγάπης για όλα. Το περιβάλλον, το πράσινο, τον άλλον, το άλλο, το ξένο, αλλά προσφέρει το τοπίο των εμμονών μας, του έρωτα, του απρόσμενου και του αναμενόμενου.

Βλέπουμε την απόσυρση κάθε ατομικής ευθύνης και τη μετατόπιση σε εύκολα κοινότοπα ευχολόγια αλλά και τις καθοριστικές έτσι κι αλλιώς πολιτικές ευθύνες. Νομίζω πως βλέπουμε ό,τι είμαστε έτοιμοι να δούμε. Αυτό που δείχνουμε είναι η ματιά μας που καλό είναι αν μπορούμε να τη διατηρήσουμε ενάντια στο σουπερμάρκετ των εικόνων και τον προκατασκευασμένο οπτικό τουρισμό.

Η διάθεση μου αιωρείται ανάμεσα στην ανάγκη ενατένισης χωρίς μπαλώματα, δηλαδή στη προσπάθεια που απαιτείται να δείχνεις και να προσδιορίζεις κάτι με ακρίβεια για να νιώσεις την ποιότητα και την γοητεία που κατοικεί στα μπαλώματα.

Είναι σαν να βαδίζεις σ’ ένα τεντωμένο σχοινί. Προτιμώ για παράδειγμα τις σκέψεις και τις αισθήσεις που μπορεί να προκαλέσει ακόμη ο Κεραμεικός και το Μεταξουργείο με τη φθορά και την άναρχη και εφήμερη συνύπαρξη της πρόσφατης και παλαιότερης ιστορίας τους, από την ομογενοποιημένη Ντίσνεϊ-Λαντ του Ψυρρή, αυτό το απέραντο ισόγειο των δήθεν παραδοσιακών καφενείων, ή από το απαστράπτον κιτς των βορείων προαστίων και όχι μόνο. Με έλκει το πολιτισμικό ανακάτωμα έστω μπαλωμένο στην κυριολεξία, ανθρώπων, κτιρίων, αντικειμένων, η γοητεία του αδιαμόρφωτου, από την θέα ενός καλογυαλισμένου 4Χ4 με οδηγό το ξανθό πρότυπο της αποστειρωμένης κυρίας και τα αμόλυντα παιδιά στο πίσω κάθισμα, που ανακαλύπτουν την down town. Θα ήθελαν για να την κατοικήσουν να την ομογενοποιήσουν με τα άλλα, να εξαλείψουν τις διαφορές. Δηλαδή να μετατρέψουν την ταυτότητα σε στερεότυπα.

Κάθε φορά που ακούω για αναβάθμιση, λέω «χάθηκε». Εξαίρεση αποτελούν ελάχιστες περιπτώσεις . Γιατί το νέο έχει αξία και θέση όταν συνεχίζει την ιστορία, όταν, όπως έλεγε ο Κουνέλλης, «τα όνειρα διατηρούν τηn ίδια ποιότητα». Και η ποιότητα προϋποθέτει μία κρίση και μία ηθική. Για να δούμε το τοπίο χρειάζονται όλες οι αισθήσεις και οι προηγούμενες εμπειρίες.

eikastikon: Πρόσφατα πραγματεύτηκες ένα ενδιαφέρον ζήτημα, τα Α.Τ.Μ. της πόλης (μηχανήματα αυτόματης ανάληψης τραπεζών), με μια ιδιαίτερη ματιά: έστεκαν ως ναοί – μνημεία ενός άλλου, σύγχρονου πια αιγυπτιακού πολιτισμού. Στη δουλειά σου πραγματικά φαίνεται να παίζει το πραγματικό με το φαντασιακό…

Μανώλης Μπαμπούσης: Σε μία δουλειά το σημείο εκκίνησης είναι αδιάφορο, δεν υπάρχουν σημαντικά κι ασήμαντα. Είναι η ανάπτυξη του θέματος που θα διαβαθμίσει την πράξη μας. Εντοπίζουμε και ενεργοποιούμε μία δύναμη, μία ενέργεια, μία αίσθηση και μια σκέψη. Τα ΑΤΜ, το 97-98, τα είδα σαν σύγχρονα πορτρέτα μιας παγκόσμιας πραγματικότητας για αυτό τα ονόμασα και τα παρουσίασα σαν μπούστα. Είναι τα τοτέμ του σημερινού πολιτισμού που κουβαλούν μια εξουσία, μια ιερότητα, μία πίστη όμοια σχεδόν με εκείνη των θρησκευτικών μνημείων…

[- Καλησπέρα, Δάσκαλε!
- Καλησπέρα! Έρχομαι σε λίγο…

έχει αρχίσει να μπαίνει κόσμος στο εργαστήρι. Τον χαιρετούν και η κουβέντα μας γίνεται αδύναμη με τόσες διακοπές. Προλαβαίνω να κάνω άλλη μια ερώτηση.]

eikastikon: Τελικά, τι νομίζεις ότι συμβαίνει ή δε συμβαίνει στο εικαστικό τοπίο της σημερινής Αθήνας;

Μανώλης Μπαμπούσης: Η Ελλάδα παραμένει μια μικρή χώρα στο διεθνή καλλιτεχνικό χάρτη. Υπάρχει μία δηλωμένη διάθεση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να πέσουν τα σύνορα και η δουλειά τους να γίνει ευρέως γνωστή. Το τοπίο της τέχνης δε διαφέρει όμως από το τοπίο της Αθήνας, ένα σκληρό δύσβατο τοπίο, όπως το ανέφερα πριν. Η γοητεία και το βάσανο του αδιαμόρφωτου. Τα μπαλώματα και τα στερεότυπα, η αναβάθμιση και η απώλεια. Η προχειρότητα και η αδιαφορία. Η εξουσία και ο έλεγχος, όπου όλα όμως επιτρέπονται. Η ιδεολογία της ευκολίας, όλα γρήγορα.

Τι συμβαίνει όμως με τον Υπουργό Πολιτισμού και τους πολιτικούς υπεύθυνους που δε γνωρίζουν, και διερωτώνται γιατί το πορτρέτο δε μοιάζει με το πρωτότυπο, γιατί τα έργα είναι στο πάτωμα, ή εγκαινιάζουν μία εικαστική έκθεση φορώντας μαύρα γυαλιά. Τι συμβαίνει με τους διευθυντές των μουσείων και των άλλων θεσμών που αναλώνονται δυστυχώς κύρια στις μάχες που δίνουν για την θέση τους και όχι για τη γνώση και την αξιοποίηση της παραγωγής, ή την προώθηση της στο εξωτερικό. Από τους γκαλερίστες που πάνε στις διεθνείς εκθέσεις σαν κοινωνικό γεγονός και δεν έχουν γνώσεις για το αντικείμενο τους, από τους επιμελητές που επιλέγουν ό,τι τους μοιάζει με αυτό που ήδη βλέπουν υλοποιημένο έξω της μόδας και αλλάζουν κάθε φορά, ανάλογα με το pret-a-porter της Ν. Υόρκης του Βερολίνου και του Λονδίνου. Με τις παρέες κριτικών–συλλεκτών και την προώθηση των φίλων με την απαραίτητη αποσιώπηση των… «εχθρών-καλλιτεχνών».

Οι καλλιτέχνες, ιδιαίτερα οι νέοι αλλά και οι παλαιότεροι, θα έπρεπε να αναλάβουν πρωτοβουλίες, να βρίσκουν εναλλακτικούς χώρους, οι ίδιοι να γνωρίζουν τα έργα για να μπορούν να τα τοποθετούν ιστορικά. Είναι περίπου όπως το ισοζύγιο εισαγωγών–εξαγωγών. Για να εξάγεις, πρέπει όλη η αλυσίδα παραγωγής να έχει ποιότητα. Πρέπει να βγούμε από αυτή την οικογενειακή κατάσταση στην οποία οι περισσότεροι είμαστε μέρος του προβλήματος, από τις ασυνάρτητες ανιστόρητες κριτικές, από τις προσωπικές εμπάθειες. Είναι προτιμότερο να κάνει ο καθένας ότι μπορεί καλύτερο στον χώρο του. Δεν είμαι όμως απαισιόδοξος, γιατί ευτυχώς υπάρχουν οι εξαιρέσεις και βλέπουμε το αυθεντικό όπου υπάρχει και υπάρχει!