|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΪΒΑΛΙΩΤΗ
Ιστορικός της Τέχνης
Δημήτρης Μπισκίνης: Ανάμεσα στο όνειρο και τον θάνατο
Ο Δημήτρης Μπισκίνης, ενας καλλιτέχνης που κινείται ανάμεσα «στον γαλλικό συμβολισμό και τον γερμανικό ιδεαλισμό»(1), χαρακτηρίζεται σαν μια εξαιρετική περίπτωση συμβολιστή ζωγράφου, ο οποίος «εμποτίζοντας μ'εναν παρωχημένο αισθητισμό μια εποχή που την σκλήρυνε απότομα η ιστορική πραγματικότητα»(2), τοποθετείται ως προς το έργο του ανάμεσα στον Νικόλαο Γύζη και τον Κωνσταντίνο Παρθένη(3).
Γεννημένος στην Πάτρα το 1891, ο Μπισκίνης προερχόταν από οικογένεια αγιογράφων(4). Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1900, μαζί με την μητέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του, όπου και εγγράφεται τον επόμενο χρόνο στο τμήμα ζωγραφικής του Πολυτεχνείου, έχοντας ως δασκάλους τον Βολανάκη και τον Ροϊλό. Μετά απο μια σύντομη διακοπή, το 1906 επιστρεφεί στις σπουδές του μαθητεύοντας ως και το 1911 δίπλα στον Ιακωβίδη, τον Ροϊλό και τον Γερανιώτη. Το 1914 λαμβάνει μέρος στον Αβερώφειο διαγωνισμό όπου και κερδίζει υποτροφία για ανώτερες σπούδες στο Παρίσι. Ο Ά Παγκόσμιος πόλεμος καθυστερεί την μετάβαση του καλλιτέχνη στη γαλλική πρωτεύουσα(5). Την περίοδο 1919-1923 εγκαθίσταται στο Παρίσι, φοιτώντας στις Ακαδημίες Julian και Grande Chaumiere(6), ενώ παράλληλα εκθέτει στο Salon des artistes francais(7). Με την επιστροφή του στην Αθήνα το 1923 εγκαθίσταται στο δήμο Ζωγράφου, όπου και δημιουργεί το ατελιέ του, ενώ το 1928 διορίζεται καθηγητής της Προοπτικής και της Κοσμηματογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών και το 1930 λαμβάνει την έδρα του καθηγητή της Σκιαγραφίας στο προπαρασκευαστικό τμήμα, θέση που θα κρατήσει ως και τον πρώιμο θάνατό του το 1947.
Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από μια ρεαλιστική απόδοση κι ένα δυναμισμό, σαφώς επηρεασμένες από την παραμονή του στο Παρίσι αλλά κι από τα διδάγματα των Γερμανών συμβολιστών, ως προς την θεματογραφία αλλά και την απόδοση των μορφών. Ο Καλλονάς στην πραγματεία του για τους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους σκιαγραφεί την προσωπικότητα του καλλιτέχνη μέσα από την οποία διαφαίνεται κι η ιδιαιτερότητα των συνθέσεών του : «Αυτό είναι το φαινόμενο Μπισκίνη. Βλέπει κανένας έναν άνθρωπο με τα χαρακτηριστικά ενός ειρηνιστή, ενός ανθρώπου που θα μπορούσε ν’ αρκείται μόνο σ’ αυτό που έχει. Και ξαφνικά του παρουσιάζεται ένας άλλος άνθρωπος που ανησυχεί, που αναζητεί, που φαντάζεται, που ριψοκινδυνεύει. Έχει ένα κεφάλι φούρναρη και μιλάει με το ύφος ενός ιεραπόστολου. Στην αρχή μιλάει σιγά, βαρετά, κουραστικά. Έπειτα σιγά-σιγά θερμαίνεται από τα ίδια του τα λόγια και ξεσπάει σε φράσεις έντονες. Έξηγεί τις συμβολιστικές συνθέσεις του με το πάθος ενός λειτουργού του Βούδα»(8). Ενω, ο Χρ. Χρήστου χαρακτηριστικά αναφέρει : «Τυπικά στοιχεία της ακαδημαϊκης παράδοσης τα οποία συνδυάζονται με περισσότερο ή λιγότερο διαφανή συμβολικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική δημιουργία του Μπισκίνη...σχετικά πρώιμα έργα του...δεν απομακρύνονται ουσιαστικά από το κλίμα των δασκάλων του, αλλά γρήγορα φαίνεται ότι ενδιαφέρεται για άλλα με περισσότερο ιδεαλιστικό και συμβολιστικό περιεχόμενο. Μετά το 1920...ένα μορφοπλαστικό λεξιλόγιο, στο οποίο την πρώτη θέση έχουν τα εκλεκτικιστικά στοιχεία. Δίνει δάνεια από αρχαίες παραστάσεις αλλά σε ένα καθαρά ακαδημαϊκό κλίμα, χωρίς ιδιαίτερα στυλιστικά χαρακτηριστικά. Σε θρησκευτικά του θέματα όσο και σε παγανιστικά σημειώνει κανείς μια ιδιότυπη ατμόσφαιρα που δύσκολα μπορεί να πείσει τον θεατή για τους προσανατολισμούς και το εκφραστκό τους περιεχόμενο»(9).
Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ομολογεί για το υπόβαθρο του έργου του :« Το σπουδαίο κατά τη γνώμη μου εις την τέχνη είναι να δημιουργήσης από τα στοιχεία που υπάρχουν κάτι που να μήν υπάρχη, που να ήθελε όμως κανείς να είναι πραγματικόν»(10). Δεν είναι λοιπόν συγκυριακό που πρωτεύοντα ρόλο στην καλλιτεχνική του παραγωγή διαδραματίζουν οι ονειρικές καταστάσεις(11), οι οποίες σκιαγραφούν όνειρα, εφιάλτες και προφητείες, προβάλλοντας τον ρόλο του υποσυνείδητου, που η ψυχανάλυση έφερε στην επιφάνεια εκείνη την περίοδο, κι αποκαλύπτοντας το πρόσωπο του θανάτου που εμφανίζεται μεγαλειώδης όσο και λυτρωτικός, σαν «αρχάγγελος με μαύρο φτερό» όπως τον παρομοίασε ο Stephane Mallarme(12).
Η ώρα του εσπερινού, έργο του 1917, (ελαιογραφία, 65x85 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, εικ.1) υποδηλώνει την αγωνία του Μπισκίνη για τη ζωή την οποία κι είχε εκλάβει σαν ένα ατέρμονο αγώνα εναντία στον αναπόφευκτο ερχομό του θανάτου: «Όλο το νόημα της ζωής είναι ένας συνεχής αγώνας του ανθρώπου ενάντια στο θάνατο. Και κυριαρχεί σ'αυτον τον αγώνα ο άνθρωπος μόνο με το πνεύμα. Κάθε πνευματική νίκη είναι μια νίκη του ανθρώπου απάνω στη δύναμη της φθοράς»(13). Στο έργο αυτο, η νεαρή γυναίκα βρισκόμενη σε μια ονειρική-εκσταστική κατάσταση οδεύει προς την εκκλησία, καθώς ένας μικρός άγγελος την ειδοποιεί για την ώρα της εσπερινής λειτουργίας, όπως ο τίτλος υποδεικνύει. Δεδομένων των συμβολισμών των επιμέρους στοιχείων, των κυπαρισσίων, του τριγώνου, του κεριόυ ή και της επιλογής του τίτλου ακόμα, ο Μπισκίνης αποδίδει το όνειρο-προμήνυμα της γυναίκας για το τέλος του βίου της, αναγάγοντας τον άγγελο σε φύλακα και ψυχοπομπό, επιθυμώντας έτσι να κατευνάσει τους φόβους του, τους ίδιους εκείνους φόβους που ο Νικόλαος Γύζης ξόρκιζε στα έργα του των τελευταίων χρόνων και ιδίως μέσα απο τις μορφές των αγγέλων. Το έργο αναδεικνύει τις γαλλικές επιρροές του καλλιτέχνη, όπως του έργου του Millet L’angelus (1857-1859, Παρίσι, Musee d’Orsay) και των απεικονίσεων του Paul Gauguin, Le reve (1892, ιδιωτική συλλογή), Bretonne en priere (1894, Μασσαχουσέτη, Sterling and Francine Clark Art Institute,Williamstown,) ενώ παραλληλίζεται με τα έργα του Φρίξου Αριστέα, Όρθρος και Οι ουρανοί αγάλλονται, φιλοτεχνημένα το 1923 (συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης) καθώς και με το Λιβάνισμα του Νικηφόρου Λύτρα(14).
Κατά τη διαμονή του στο Παρίσι, ο Μπισκίνης έρχεται σ’επαφή με τις αποκρυφιστικές δοξασίες που κυριαρχούσαν στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Η Αναγελάστρα του θανάτου (1922, σχέδιο-κιμωλία, ιδιωτική συλλογή, εικ.2) αποτελεί προϊόν της έλξης που του ασκούσαν οι τάσεις αυτές και μια αδιαμφισβήτη μαρτυρία για την γοητεία που του ασκούσε η αγωνία του αναπόφευκτου. Ένα έργο, που σοκάρει τον θεατή ως προς την σύνθεση, αλλά που στοχεύει στην ανάταση του πνεύματος.
Η ανησυχία του θανάτου που φανερώνεται κάτω από τις προσταγές του υποσυνείδητου και σε ονειρικές καταστάσεις καθώς κι η λύτρωση που αποζητά o Μπισκίνης διαφαίνεται και στο έργο του 1923, Το όραμα της μοναχής (ελαιογραφία, ιδιωτική συλλογή, εικ.3). Τρείς μικροί άγγελοι, απεσταλμένοι Κυρίου, έρχονται σε όνειρο στην καλόγρια για να της αναγγείλουν τον τέλος της επιγείας ζωής της αλλά και την μετέπειτα πορεία της δίπλα στον Δημιουργό της. Ο διττός ρόλος των τριών αγγέλων, υμνητές της Θείας Παρουσίας και αγγελιοφόροι θανάτου, αποτελεί το κλειδί για την ερμηνεία του έργου και για το προσωπικό μήνυμα που του αποδίδει ο ζωγράφος. Η σύλληψη κι απόδοση της σκηνής, η ονειρική γεμάτη ευλάβεια ατμόσφαιρα αλλά κι η αγγελική παρουσία, που φανερώνει την ύπαρξη της Αγίας Τριάδας, μπορούν να συγκριθούν με το έργο του Νικολαόυ Γύζη, Ιδού ο Νυμφίος, φιλοτεχνημένο σχεδόν τριάντα χρόνια πριν.
Το όνειρο σαν προμήνυμα θανάτου ανιχνεύεται και στο τελευταίο ημιτελές έργο του, Ο Θάνατος του καλλιτέχνη (1947, ελαιογραφία, ιδιωτική συλλογή Κ. Ιωαννίδη, εικ.4) που χαρακτηρίζεται ως «προαίσθηση του μοιραίου»(15). Για το κύκνειο άσμα του, ενα έργο εντυπωσιακό όσο και προφητικό, ο Μάνος Στεφανίδης υπογραμμίζει : « Ο Μπισκίνης καταφέρνει στο τέλος να ταυτίσει την τέχνη με τη ζωή, την ονειρική φυγή με την πεζή πραγματικότητα. Όταν ένας καλλιτέχνης πεθαίνει, δίκαια συμμετέχουν όλα τα φυσικά στοιχεία κι ο χώρος προσωποποιείται για να πενθήσει. Το έργο είναι κρατημένο σε μια αυστηρή χρωματικότητα και τα εξαπτέρυγα χάνουν τον αληθινό τους χαρακτήρα, γίνονται προπομποί του Άδη»(16).
Η ιδέα του θανάτου και της κάθαρσης αντικατοπτρίζονται στις μορφές των δύο αγγέλων που και σ'αυτή τη σύνθεση υιοθετούν τη μορφή μικρών παιδιών αν και το ένα που ενσαρκώνει τον άγγελο θανάτου παρουσιάζεται ως σκελετός, μια καθόλου συνηθισμένη απεικόνιση. Στο τελευταίο αυτό έργο του, ο καλλιτέχνης, ακολουθώντας τα χνάρια των Ευρωπαίων συμβολιστών κι επηρεασμένος από τον θεοσοφισμό, εκλαμβάνει τον εαυτό του ως Μεσσία(17), εκείνον που ανέλαβε μέσω της τέχνης του, ν'αποκαλύψει την ταυτότητα της φύσης και την θεϊκή δυναμή της. Το έργο αυτό μπορεί να παραληλιστεί ως προς τη σύνθεση αλλά και ως προς τους εννοιολογικούς συμβολισμούς με τον πίνακα του Jean Delville, L’Ange des splendeurs (1894, Βέλγιο, ιδιωτική συλλογή). Στο έργο του Βέλγου συμβολιστή, η γυναικεία αγγελική μορφή ανασύρει τον άνδρα-καλλιτέχνη απο το σκοτάδι για να τον επαναφέρει στο φως. Στον πίνακα του Μπισκίνη, η ιδέα της πτώσης και της σωτηρίας, της αναγέννησης μέτα θάνατον καθρεφτίζεται στις αγγελικές φιγούρες που οδήγουν το νεκρό καλλιτέχνη από την πεζή πραγματικότητα σ'εναν ονειρικό κόσμο.
Ο Δημητρής Μπισκίνης, «ένας πραγματικός δάσκαλος του φανταστικού»(18) κατέφευγε στα όνειρα, στον κόσμο του υποσυνείδητου για να φωτίσει και να καθαγιάσει την αναπόφευκτη πραγματικότητα του θανάτου. Εμπνεόμενος από τα έργα των Ευρωπαίων συμβολιστών αλλά κι απο εκείνα των Ελλήνων, και παραλλήλα στοιχιωμένος απο τις προσωπικές του ανησυχίες, ο Μπισκίνης προφήτευε το αναπόφευκτο της μοίρας.
Βιβλιογραφία
Γεωργιάδου-Κούντουρα Ευθυμία, Θρησκευτικά θέματα στη νεοελληνική ζωγραφική 1900–1940, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1984
Καλλονάς Δημήτριος, Σύγχρονοι Ελληνες ζωγράφοι και γλύπτες, Αθήνα, 1943
Σαραγιώτης Αντώνης, Ελληνικός Συμβολισμός, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1999.
Στεφανίδης Μάνος, Τα 100 χρόνια του Δ.Μπισκίνη και ο Συμβολισμός, Μουσείο Κοτοπούλη, Δήμος Ζωγράφου, 1991
Σχινά Αθηνά, Δημήτρης Μπισκίνης, 1891-1947, κατ.εκθ, 24 οκτωβρίου-30 νοεμβρίου 1991, Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών, Δήμος Πάτρας, 1991
Χρήστου Χρύσανθος, Η ελληνική ζωγραφική στον εικοστό αιώνα. Τόμος Α, 1882-1922, Αθήνα, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων, 2000
email: maria_aivalioti@hotmail.com
Σημειώσεις
1. Στεφανίδης, 1991, σελ. 12.
2. Στεφανίδης, 2009, σελ. 73.
3. ο.π. 1991, σελ. 12, 16.
4. Ορφανός από πολύ μικρή ηλικία, ο Μπισκίνης μεγάλωσε κοντά στον παππού του, Γεώργιο Ζωγράφο, αγιογράφο στο επάγγελμα, στην Κέρτεζη, ένα χωριό κοντά στα Καλάβρυτα. Εγκαταλείποντας το 1903 τις σπουδές του στο τμήμα ζωγραφικής του Πολυτεχνείου, επιστρέφει στην Αχαΐα και δουλεύει κοντά στον αγιογράφο θείο του, Μιλτιάδη Ζωγράφο, Γεωργιάδου-Κούντουρα, 1984, σελ. 112, Χρήστου, 2000, σελ. 109.
5. Το 1945 ο ζωγράφος συντάσσει την αυτοβιογραφία τουμ η οποία και παρατίθεται στον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης που διοργανώθηκε για την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννησή του από το Δήμο Ζωγράφου, Στεφανίδης, 1991, σελ. 69-70.
6. Σχινά, 1991, σελ.16.
7. Καλλονάς, 1943, σελ. 161.
8. ο.π. σελ. 160.
9. Χρήστου,ο.π, σελ. 110-111.
10. Καλλονάς, ο.π, σελ. 162.
11. « πολλά έργα του έχουν σα συμβολικό θέμα την έκστασι μιας καλόγρηάς και τα ονειροπολήματά της ή τις φαντασιοπληξίες της. Επίσης τον θέλγουν τα όνειρα των μικρών παιδιών. Έχει μια σειρά «ονειρικών έργων» που επιθυμεί μα μεγαλώση, που υπεραγαπά. Τα παιδιά ονειρεύονται του κόσμου τις παραστάσεις. Τις παραστάσεις αυτές της φαντασίας και του υποσυνειδήτου προσπαθεί να μας δώση ο Μπισκίνης στη σειρά των ονειρικών έργων του», ο.π. σελ. 162-163.
12. Mallarme, Elegies, 1859.
13. Καλλονάς, «Δ. Μπισκίνης, ο άνθρωπος και ο καλλιτέχνης», Ο Αιώνας μας, 1947, αναδημοσίευση στο Στεφανίδης, ο.π, σελ. 75.
14. Γεωργιάδου-Koύντουρα, ο.π. σελ. 113, Σαραγιώτης, 1999, σελ. 74.
15. Καλλονάς Δ, «Ο ζωγράφος οραματιστής», Βραδυνή, 27.3.1957, αναδημοσίευση στο Στεφανίδης, ο.π. σελ, 82.
16. Στεφανίδης, ο.π. σελ. 21.
17. Ο Charles Baudelaire υπογραμμίζει την ιερότητα του καλλιτέχνη, ενώ ο Josephin Peladan διακήρυττε την θεϊκή αποστολή του υπηρέτη της τέχνης, ανακηρύττοντας τον ιερέα στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης του Rose+Croix στο Παρίσι το 1892.
18. Στεφανίδης, ο.π. σελ. 20
|
|
|