|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΪΒΑΛΙΩΤΗ
Ιστορικός της Τέχνης
«Και κάθομαι με συνείδηση αρχαγγέλου»:(1) Η αγγελική παρουσία στο έργο του Νικόλαου Γύζη
Τελειώνοντας μια από τις συνθέσείς του, ο Νικόλαος Γύζης την υπογράφει με την παραπάνω φράση, σημειώνοντας την ικανοποίησή του για την αρτιότητα αυτής, υποδηλώνοντας παράλληλα την πλήρη ταύτιση της ύπαρξής του με την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία καθώς και το πάθος του γι' αυτήν. Γεννημένος το 1842 στην Τήνο, ένα νησί γνωστό κι ως θρησκευτικό κέντρο, o Γύζης εγκαθίσταται οριστικά το 1865 στο Μόναχο της Γερμανίας χωρίς ποτέ να διακόψει τους δεσμούς του με την γενέθλια γη. Η ανάμνηση κι η νοσταλγία για την πατρίδα διαφαίνεται στην αλληλογραφία του αλλά και στο έργο του. Η θεματογραφία του, βασισμένη στην ελληνική ηθογραφία, κι η χρωματική του παλέτα, με την κυριαρχία του μπλε και του κόκκινου, μαρτυρούν την ψυχοσύνθεση και την άρνηση του καλλιτέχνη ν' απαρνηθεί την ταυτότητά του(2).
Στο έργο του Γύζη τα θρησκευτικά θέματα εντοπίζονται στην αρχή και το τέλος της πορείας του(3). Ο διαχωρισμός των δύο περιόδων δεν είναι μόνο χρονολογικός, αλλά έγκειται κυρίως στην επιλογή των θεμάτων. Τα πρώτα έργα θρησκευτικού περιεχομένου εντοπίζονται σε περιορισμένο αριθμό, από τα οποία σε αρκετά γνωρίζουμε μόνο τον τίτλο(4), κατά την περίοδο 1856-1883 κι αποτελούν σπουδές ή παραγγελίες, εμφανώς επηρεασμένες από την τεχνοτροπία του δασκάλου του, Karl von Piloty(5). Προς το τέλος της ζωής του, ο ζωγράφος επανέρχεται στη θρησκευτική θεματολογία, απαλλαγμένη σε ένα μεγάλο βαθμό από τις εικονογραφικές νόρμες, η οποία αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις του και τις απόκρυφες αναζητήσείς του.«Εγώ αισθάνομαι την θρησκεία μας μόνον με αγάπην. Η Αγάπη είναι το έμβλημά της»(6), εξομολογείται ο ίδιος. Μέσα από το θρησκευτικό του έργο, στο οποίο κυριαρχεί το παιχνίδι του φωτός με το σκοτάδι(7), διαφαίνονται τα ιδεώδη του όχι μόνο για την τέχνη αλλά για την ανθρωπότητα και κυρίως για την ατομική του πορεία. Η μορφή του αγγέλου εμφανίζεται στην όψιμη αυτή περίοδο, υπερκερώντας το απλό θρησκευτικό συναίσθημα που διακατέχει τον καλλιτέχνη, διαισθανόμενος ίσως το τέλος του βίου του. Στη θεματογραφία του Γύζη, ο άγγελος εξελίσσεται και μεταμορφώνεται σε ένα μοτίβο με άκρως προσωπική ερμηνεία. Μέσα από την απεικόνισή του διαφαίνεται η αέναη μάχη του Καλού με το Κακό κι η τελική επικράτησή του, που σε προσωπικό επίπεδο μεταφράζεται ως ανησυχία για τη μεταθανάτια ζωή.
Η Προσκύνηση των Αγγέλων (εικ.1), έργο του 1898, αποτελεί ένα από τα ενδεικτικά δείγματα της «εσχατολογικής» θεματικής των τελευταίων ετών του καλλιτέχνη. Μέσα σε μια αυστηρή σύνθεση όσον αφορά τις γραμμές και τις τονικές εναλλαγές των χρωμάτων(8), οι δυο αγγελικές φιγούρες με τα αχνά χαρακτηριστικά και τα, ως αναγνωριστικό έμβλημα της φύσης τους, επιβλητικά λευκά φτερά τους, εμπνεόμενα από τα αντίστοιχα των αρχαίων αγαλμάτων, προσκυνούν τη βρεφοκρατούσα Παναγιά. Η παρουσία του βρέφους-Χριστού ως το θείο Φως, η πηγή της αλήθειας και ζωής, καθώς κι ο ηττημένος όφις στο κάτω μέρος της σύνθεσης υπερτονίζουν την μυστικιστική ατμόσφαιρα, ενω παράλληλα υπογραμμίζουν την επιθυμία του Γύζη να αποτυπώσει τον θρίαμβο της θρησκείας, σαν μια άλλη Δευτέρα Παρουσία(9), και την λύτρωση των πιστών, αναπαριστάμενοι ως άγγελοι, καταδεικνύοντας με την συγκεκριμένη απεικόνιση την οπτική του γύρω από τη διττή ανθρώπινη φύση.
Στην τελευταία του σύνθεση Ιδού ο Νυμφίος (εικ. 2), που χρονολογείται το 1899-1900, ο ζωγράφος επαναπροσεγγίζει το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας, δημιουργώντας ένα μεγαλεπρεπές θρησκευτικό όραμα στην προσπάθειά του να κατευνάσει τις μεταφυσικές του ανησυχίες. «Ηρχισα να ζωγραφίζω την εκ του Ουρανού φωνήν, έχω και την Κόλασιν εις τον νουν μου... γιατί να φοβούμεθα αφού έχουμεν γεμάτους τους λύχνους μας, ως αι πέντε φρόνιμοι παρθένοι. Γιατί να φοβούμεθα το 'Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός'»(10) σημειώνει σε μια επιστολή του προς την Ουρανία Νάζου, ενώ σε γράμμα του προς την Anna May αναφέρει :«..Και ο Παράδεισος («Ιδού ο Νυμφίος έρχεται») ήλθε πλησιέστερα και εύχομαι να έχω τας δυνάμεις αυτά τα δύο έργα να τα εκτελέσω»(11). Οι στρατιές των άυλων αγγέλων, που λειτουργούν ως πηγή φωτός, επιφέρουν μια δυναμική στην υπερβατική αυτή σύνθεση ενώ παράλληλα τονίζουν την ανάγκη του καλλιτέχνη για ψυχική ανάταση.
Το προγενέστερο όμως έργο Η Θεμελίωση της Πίστεως ή Θρίαμβος της Θρησκείας, φιλοτεχνημένο το 1894-1895, για το οποίο ο Καλλιγάς υπογραμμίζει ότι πλουτίζει «τη χριστιανική εικονογραφία με μια καινούργια μορφή, μια μορφή που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε καθαρά ορθόδοξη ούτε καθαρά δυτική. Είναι ουσιαστικά χριστιανική»(12), προβάλλει μια μεγαλοπρεπή κι επιβλητική αγγελική μορφή. Στις διάφορες σπουδές, που αποτελούν όμως ολοκληρωμένες παραλλαγές του θέματος, ο αρχάγγελος Γαβριήλ(13) παρουσιάζεται άλλοτε γυμνός, ως πολεμιστής, χωρίς να διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του, κρατώντας σπαθί κι ασπίδα (εικ.3) ή σαν οπτασία με κλειστά μάτια και κόκκινα μαλλιά, μα πάντα θριαμβευτής, μπροστά στον σταυρό, κατανικώντας το φίδι. Οι συνθέσεις αυτές μαρτυρούν τους δεσμούς, σε τεχνοτροπικό επίπεδο, του καλλιτέχνη με τους Ευρωπαίους συμβολιστές. Το γυμνό, ρωμαλέο και νευρώδες σώμα του αγγέλου καταδεικνύει την επιρροή του Franz von Stuck και συγκεκριμένα της αντίστοιχης μορφής των έργων του Ο φύλακας του Παραδείσου(1889) και Εξωση απο τον Παράδεισο(1891), ενώ τα κλειστά μάτια, κοινός τόπος στους συμβολιστές, παραπέμπουν σε φιγούρες του Odilon Redon και του Edward Burne-Jones.
Ο αρχάγγελος μετατρέπεται σε ιδέα, πέρα από θρησκευτικές πεποιθήσεις και εικονογραφικές επιταγές. Για τον Γύζη γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μέσο για να μπορέσει να αποτυπώσει και ενδεχομένως να λυτρωθεί από την αγωνία του θανάτου, αγωνία που στοίχειωνε τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα κι ειδικότερα το κίνημα του Συμβολισμού, στηριζόμενος πάντα στα χριστιανικά διδάγματα. Στο έργο Η Μοίρα κι ο άγγελος του θανάτου (1890) καθώς και στην τελευταία του ημιτελής σύνθεση Οι νεκρές λύρες (1896) ο Gustave Moreau αποτυπώνει παρόμοιες πεποιθήσεις, φανερώνοντας έτσι πνευματικούς δεσμούς που ενώνουν τους συμβολιστές καλλιτέχνες. Επιπλέον, η μάχη κι η τελική επικράτηση του αγγέλου απέναντι στον θάνατο, όπως ο Γύζης την αντιλαμβάνεται, παρομοιάζεται με αυτήν του καλλιτέχνη απέναντι στην κοινωνία, ή και με του πνεύματος ενάντια στους υλικούς πειρασμούς, όπως την αποτύπωσε ο Paul Gauguin στο Όραμα του κηρύγματος (1888) και ο Βέλγος Fernand Khnopff στο Με τον Verhaeren. Ενας Αγγελος (1889).
Ο Νικόλαος Γύζης, ο ζωγράφος των ιδεαλιστικών συνθέσεων και των θρησκευτικών οραμάτων, ήταν ο καλλιτέχνης εκείνος που πρώτος δέχτηκε τα ερεθίσματα του Συμβολισμού, όπως έχει ήδη επισημανθεί από τον Κωνσταντίνο Παρθένη σε κείμενό του με αφορμή τον θάνατο του δημιουργού(14). Οι θρησκευτικές του συνθέσεις, που διακρίνονται για το πρωτότυπο της σύνθεσής τους, λειτουργούν ως προσωπικά οράματα. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται κι η μορφή του αγγέλου. Ο άγγελος του Γύζη, σε μεγάλο βαθμό, δεν ακολουθεί τους κανόνες της θρησκευτικής εικονογραφίας αλλά αποτελεί ένα προσωπικό μοτίβο που αποτυπώνει την σπαρακτική αγωνία του ζωγράφου.
email: maria_aivalioti@hotmail.com
Σημειώσεις
1. Γράμμα προς τη γυναίκα του σταλμένο απο το Καϊζερλάουτερν, τέλη 1887-αρχές 1888, Επιστολαί, 1953, αρ. 3, σελ. 156.: «...και μολονότι, είμαι ευτυχής, διότι ετέλειωσα αυτήν την δυσκολωτάτην εργασίαν, έβγαλα αυτήν την μεγάλην πέτραν από το στήθος μου και αναπνέω ως κάθε άνθρωπος, οστις επλήρωσε το χρέος του, και κάθομαι τώρα με συνείδησιν αρχαγγέλου και σου γράφω»
2. Χρήστου, 1981, σελ. 52, Μισσιρλή, 1995, σελ, 108, 2002, σελ. 23.
3. Ο Γύζης στην Τήνο, κατ.εκθ, 2001, σελ. 81.
4. Παπαϊωάννου,1974, σελ. 127. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά από τα πρώιμα έργα : Η οδός προς Εμμαούς, Παναγιά Βρεφοκρατούσα, Άγγελος στα πόδια του Εσταυρωμένου, Λεύκωμα Τηνίων Καλλιτεχνών, 1925, σελ. 44.
5. Το Δείπνο στους Εμμαούς φιλοτεχνημένο το 1856 ειναι το πρώτο έργο του νεαρού τότε Γύζη. Τρία χρόνια αργότερα δημιουργεί το χαρακτικό Άγιοι Δέκα Μάρτυρες και βοηθά τον Νικηφόρο Λύτρα στην εικονογράφηση του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου στο Χαϊδάρι, Γεωργιάδου-Κούντουρα, 1984, σελ. 67. Στο Μόναχο, γίνεται δεκτός στο ατελιέ του Karl von Piloty με το έργο Ιωσήφ στη φυλακή, Παπαϊωάννου, ο.π., σελ. 127. Το 1869. ο Γύζης κερδίζει το πρώτο βραβείο στον ετήσιο διαγωνισμό της Ακαδημίας με το Ιουδήθ και Ολοφέρνης, θέμα επιλεγμένο από τον Piloty, Λεύκωμα Τηνίων Καλλιτεχνών, ο.π. σελ. 17, 18, Παπαϊωάννου, ο.π., Καλλιγάς, 1981, σελ. 39, 40
6. Καλλιγάς, ο.π. σελ.183, 237, σημ.87.
7. Νικόλαος Γύζης. Ο μεγάλος δημιουργός, κατ.εκθ, 2001, σελ. 102.
8. Υπογραμμίζεται η επιρροή της σχολής του Beuron στην απόδοση της σκηνής. Γεωργιάδου-Κούντουρα, ο.π., σελ. 70.
9. Ο Καλλιγάς προτείνει ως ερμηνεία οτι πρόκειται για εικονογράφηση του «Αξιον Εστιν», Καλλιγάς, ο.π., σελ. 172.
10. Καλλιγάς, σελ. 178.
11. Επιστολαί, ο.π., σελ. 180.
12. Καλλιγάς, ο.π., σελ. 175.
13. Επιστολαι, ο.π. Γράμμα στην Anna May « Ελπίζω οτι τον συνάδελφόν μου (Αγγελον) Γαβριήλ τον επενόησα καλά.»
14. Παναθήναια, Α, 1901, σελ. 434.
Βιβλιογραφία
Γεωργιάδου-Κούντουρα Ευθυμία, Θρησκευτικά θέματα στη νεοελληνική ζωγραφική 1900–1940, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1984
Γύζης Νικόλαος, Επιστολαί του Νικολάου Γύζη, Αθήνα, Εκδόσεις Εκλογή, 1953
Νικόλαος Γύζης, 1842-190. Ο Μεγάλος Δημιουργός, κατ.εκθ. 8 οκτωβρίου-10 δεκεμβρίου 2001, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Αθήνα, 2001
Νικόλαος Γύζης. Ο Τήνιος Εθνικός Ζωγράφος. Πρακτικά Συνεδρίου, Τήνος, 8 Σεπτεμβρίου 2001, Αθήνα, 2002
Καλλιγάς Μαρίνος, Νικόλας Γύζης. Η ζωή και το έργο του, Αθήνα, 1981
Καλογερόπουλος Δ.Ι.- Σώχος Ξ. (επιμ.), Λεύκωμα Τηνίων Καλλιτεχνών. Ν.Γύζης, 1842-1901
Μισιρλή Νέλλη, Γύζης, Αθήνα, Εκδόσεις Αδάμ, 1995
Μισιρλή Νέλλη, «Η προσωπικότητα του Νικολάου Γύζη και το ιδεολογικό υπόβαθρο των έργων του», Νικόλαος Γύζης. Ο Τήνιος Εθνικός Ζωγράφος. Πρακτικά Συνεδρίου, Τήνος, 8 Σεπτεμβρίου 2001, Αθήνα, 2002, σελ. 19-31.
Παναθήναια, Α, Οκτ. 1900-Μαρτ. 1901, σελ. 434.
Παπαiωάννου Γιάννης, Νικόλαος Γύζης, στη σειρά Οι Ελληνες Ζωγράφοι, Αθήνα, 1974
Χρήστου Χρύσανθος, Η ελληνική ζωγραφική, 1832-1922, Αθήνα, 1981
|
|
|