συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΛΙΛΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
Καθηγήτρια της κλασικής αρχαιολογίας
στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων


"Ο Χαλεπάς στην νεοελληνική γλυπτική"

Από το Ο Γιαννούλης Χαλεπάς στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού,
Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, Αθήνα 2005.

Ο Χαλεπάς κατέχει μια εντελώς μοναδική θέση στην νεοελληνική γλυπτική. Με το νεανικό του έργο ανήκει στον 19ο αιώνα, με την δεύτερη και τρίτη δημιουργική του φάση ανήκει στον 20ό αιώνα ως μια μοναχική φωνή χωρίς προηγούμενο ή επόμενο.

Η καταγωγή του από οικογένεια με παράδοση στην μαρμαρογλυπτική τον συνδέει αμεσότερα με την εξέλιξη της νεοελληνικής γλυπτικής στον 19ο αιώνα, που αναπτύσσεται στην νεοϊδρυμενη πρωτεύουσα του κράτους και συνδέεται με την ανοικοδόμησή της. Τα πρώτα μεγάλα κτίρια στην Αθήνα, τα Ανάκτορα (σημερινή Βουλή), το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο, η Μητρόπολη, καθώς και πλήθος από νεοκλασικά αστικά σπίτια έδωσαν δουλειά και συγκέντρωσαν στην πρωτεύουσα τους Τηνιακούς μαρμαράδες που δούλεψαν τα θυρώματα, τα φουρούσια, τα αρχιτεκτονικά γλυπτά και ύλες τις διακοσμητικές εργασίες των κτιρίων αυτής της εποχής. Από αυτούς προέκυψαν οι πρώτοι γλύπτες που δημιούργησαν έργα σε δημόσιους χώρους, στο Α' Νεκροταφείο, αλλά και εκτός Αθηνών σε ολόκληρη την Ελλάδα. Πολλοί από τους προικισμένους αυτούς τεχνίτες του μαρμάρου διδάχθηκαν γλυπτική απύ τον κλασικιστή Christian Siegel, τον πρώτο δάσκαλο στο «Σχολείο των Τεχνών» και πέρασαν ταχύτατα από την λαϊκότροπη παράδοση με έντονα μπαρόκ στοιχεία στον νέο χώρο του κλασικισμού.

Ο κλασικισμός επιβλήθηκε στην γλυπτική του 19ου αιώνα ως ιδεολογία του νέου ελληνικού κράτους καθώς επιβεβαίωνε την άμεση σύνδεση με την «αρχαία κληρονομιά». Μετά τον Siegel, οι δάσκαλοι στο «Σχολείο των Τεχνών», ο Λεωνίδας Δρόσης και ο Γεώργιος Βρούτος, αλλά και οι Κόσσοι, οι Μαλακατέδες, οι Φυτάληδες, ο Γεώργιος Βιτάλης, ο Βιτσάρης, έμειναν προσανατολισμένοι στον ιταλικό και τον γερμανικό κλασικισμό, στον ακαδημαϊσμό του Μονάχου, ενώ ο Φιλιππότης εισήγαγε τον ρεαλισμό και μια κάποια αλλαγή στην θεματολογία με έργα που απέδιδαν δραστηριότητες από την καθημερινή ζωή (Θεριστής, μικρός Ψαράς, Ξυλοθραύστης κ.ά.). Στο σημείο αυτό το νεανικό έργο του Χαλεπά, ιδιαίτερα η Κοιμωμένη του, φθάνει στα όρια των δυνατοτήτων του ακαδημαϊσμού, αποκαλύπτοντας συγχρόνως την ιδιαιτερότητα του δημιουργού της, την εμμονή του στο θέμα της σύνθεσης.

Ακολουθούν σαράντα χρόνια απουσίας του Χαλεπά από την καλλιτεχνική παραγωγή (1878-1918), όπου οι νεοέλληνες γλύπτες σταδιακά προσανατολίζονται όλο και περισσότερο στο Παρίσι, στον Rodin, στον συμβολισμό, καθώς και στον Bourdelle ή τον Maillol, χωρίς να αποδεσμεύονται από την ανθρωπομορφική κατεύθυνση της κλασικής παράδοσης. Ο Λάζαρος Σώχος, ο Μπονάνος, ο Θωμόπουλος, ο Κ. Δημητριάδης, ο Στεργίου, ο Δούκας, μένουν ανάμεσα στα διδάγματα της κλασικής παράδοσης και του ροντενικού ύφους με έργο συχνά άνισο και προβληματικό.

Στην δεκαετία 1920-1930 ο Χαλεπάς απομονωμένος στην Τήνο, χωρίς επαφή με την ελληνική πραγματικότητα της πρωτεύουσας, παλεύει την δική του πρόταση, την εμμονή του στην σύνθεση, γι' αυτό και επιλέγει να δουλεύει τα ίδια θέματα όπως παλιά - το θέμα γι' αυτόν είναι απλώς μια αφορμή για την έρευνα της φόρμας - και τολμάει συμπαγείς όγκους, αντιθέσεις, εξπρεσιονισμούς, τολμηρούς συνδυασμούς όγκων -σχημάτων. Αλλά και στην Αθήνα ως τον θάνατό του ο Χαλεπάς παραμένει ο μεγάλος μοναχικός στην εποχή του, χωρίς προηγούμενο και χωρίς επόμενο, με αναζητήσεις, ωστόσο, που μέσα από την γνησιότητα της έρευνας αντιμετωπίζουν σύγχρονα πλαστικά θέματα, όπως την μελέτη του γυναικείου γυμνού και την μεταφυσική του διάσταση ή την μεταμόρφωση των θεμάτων του παρελθόντος με διαφορετικό χειρισμό της φόρμας και της επεξεργασίας της επιφάνειας, συναντώντας πρωτοποριακές αναζητήσεις των αρχών του αιώνα μας: π.χ. τον κυβισμό (σχηματοποίηση, γεωμετρικά μοτίβα), τον εξπρεσιονισμό (παραμορφώσεις, εκφραστικά δυναμικά γραμμικά στοιχεία) ή ακόμη τον σουρεαλισμό (ονειρικά θέματα, τολμηρές αλλαγές κλίμακας κ.ά.).

Οι σύγχρονοι του τον ανακαλύπτουν, τον αναγνωρίζουν, αλλά δεν τον ακολουθούν. Μετά το 1935 θα προχωρήσει ο Τόμπρος σε μια αφαιρετική γλυπτική, ενώ ο Bourdelle, που παντρεύεται την ελληνίδα Σεβαστού, θα στηρίξει και θα επηρεάσει πολλούς Έλληνες, τον Απάρτη, τον Αντώνη Σώχο (τον μόνο που επηρεάστηκε ως προς τον πριμιτιβισμό από τον Χαλεπά), τον Καστριώτη κ.ά. Ο Ζογγολόπουλος, ο Λουκόπουλος, ο Καπράλος, ο Λαμέρας και ακόμη ο Παππάς, που θα προσπαθήσουν ουσιαστικά για την αποδέσμευση της νεο-ελληνικής γλυπτικής από το κλασικιστικό παρελθόν της, είναι πάντοτε άμεσα εξαρτώμενοι από ρεύματα ευρωπαϊκά, όπως τον εξπρεσιονισμό, τον κυβισμό, τον σουρεαλισμό, την αφαίρεση κτλ.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ το έργο του Χαλεπά μοιάζει να συγκινεί και να εμπνέει καλλιτέχνες, ερευνητές, επιστήμονες, οι οποίοι φαίνεται να έχουν πια την ωριμότητα να το προσεγγίσουν. «Αν η Κοιμωμένη είναι μια ελεγεία για την νέα γυναίκα που χάθηκε, σημειώνει ο Χρόνης Μπότσογλου, η Αναπαυομένη είναι ένα ερωτηματικό για την ύπαρξή της». Το έργο του Χαλεπά, το θαυμαστό πριν την ασθένεια, το συγκλονιστικό μετά συμβολίζει και συμπυκνώνει την περιπέτεια της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Όπως δηλώνει ο Γ. Ψυχοπαίδης, «ο Χαλεπάς αποκαλύπτει ανάγλυφα με την τραγική του μοίρα το κοσμογονικό πέρασμα της καλλιτεχνικής συνείδησης από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Στο πρόσωπο του η ελληνική τέχνη της εποχής του βιώνει με οδυνηρή αυτογνωσία την αργή, τραυματική μετάβαση από τον ευρωπαϊκό ακαδημαϊσμό στη σοφή, δωρική λιτότητα ενός ελληνικού μοντερνισμού». Χωρίς να έχει άμεση επαφή με το εξωτερικό φαίνεται ότι με κάποιον τρόπο (από έντυπα, πληροφορίες, σχόλια ομοτέχνων του) παρακολουθούσε - συνειδητά ή ασυνείδητα δεν είναι εύκολο να πει κανείς - τις σύγχρονες ανησυχίες. Ολοένα και περισσότερο διακρίνουν σήμερα την επαφή που είχε ο Χαλεπάς με την σύγχρονη παραγωγή μέσα από τις σελίδες των Cahiers d 'Art ή άλλων εντύπων που είχε στην διάθεση του στο σπίτι της οδού Δαφνομήλη (Ματθιόπουλος 2000 και ο ίδιος στο Μπόλης/Παυλόπουλος 2004, 32-43) και αναγνωρίζουν την ιδιόμορφη οπτική του μνήμη.

Στο έργο του Χαλεπά, στα γλυπτά και τα σχέδια του, αποκαλύπτεται η απελευθέρωση του δημιουργού από τις δεσμεύσεις του ακαδημαϊσμού και η κατάκτηση μιας προσωπικής έκφρασης κερδισμένης με πολλές δυσκολίες, βασανιστικά, μέσα από μια τραγική μοίρα. Σχεδόν αναπόφευκτα η συγκινησιακή αυτή φόρτιση οδηγεί στην ταύτιση της μοίρας του Χαλεπά με αυτή της πορείας της νεοελληνικής τέχνης στον 19ο-20ό αιώνα: την σταθερή σχέση με την κλασική τέχνη, τον ακαδημαϊσμό και την λαχτάρα των διανοούμενων της εποχής να συνδεθούν με την νεωτερικότητα, που στην περίπτωση του Χαλεπά προκύπτει επιπλέον μέσα από σταθερές αξίες, την εντοπιότητα, την αυθεντικότητα της τραγικής μοίρας, την εκφραστικότητα στην θέση της δεξιοτεχνίας.