|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΟΜΠΡΟΣ
Γλύπτης και ακαδημαϊκός
"ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ 1851-1938 Ὁ γλύπτης τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ τὸ ἔργο του στὸν 20ό"
Ἀπό τό Μελετήματα γιὰ τὸν Χαλεπᾶ καὶ τὴν ἐποχή του, ἐπιμ. Στρατῆ Φιλιππότη, ἐκδ. ΕΡΙΝΝΗ, Αθήνα 1999.
Στὶς 16 Σεπτεμβρίου πρὸς τὸ μεσημέρι, διάβαζα τὸν θάνατο τοῦ Γιαννούλη Χαλεπᾶ. Ἔτσι δὲν ἀκολούθησα τὸ νεκρό του ὅταν ἔγινεν ἡ ἐκφορά του, τὸ ἴδιο πρωϊνό. Νὰ χαράξω ὅμως ἐπιγραμματικὰ ἐκεῖνο ποὺ πιστεύω γιὰ τὸ ἔργο του τὸ θεωρῶ πολλαπλῶς καθῆκον μου καὶ εὐχαρίστως δέχθηκα τὴν τιμὴ πού μοῦ ἔκανε γι' αὐτὸ τὸ πράγμα ὁ κ. Συναδινός, ἐκλέγοντάς με, γιὰ τὰ «Παρασκήνια».
Ὁ νέος Χαλεπᾶς τῆς νεοελληνικῆς γλυπτικῆς στὸν 19ο αἰώνα, ἄφησε ἔργο ὁλοκληρωμένο στὴ μορφὴ καὶ τεχνικὴ τοῦ μαρμάρου καὶ μαζὶ μὲ τὴ σφραγίδα τοῦ αὐθεντικοῦ χαρακτήρα τῶν ἱκανοτήτων αὐτῶν, σὲ καθαρότητα καὶ ἀρχιτεκτονικὴ συγκρότησι τοῦ ὄγκου τῶν γνωστῶν του ἀγαλμάτων -ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ τὰ πλεονεκτήματα αὐτὰ ὑπῆρξε, πὼς ὁ ρόλος του ἔτυχε τῆς λαϊκῆς ἀναγνωρίσεως- ἑπομένως μπῆκε στὴν ἱστορία τοῦ λαοῦ μας ἔκτοτε.
Ὁ Γιαννούλης Χαλεπᾶς εἶναι γνωστὸ πὼς σπούδασε στὸ Μόναχο καὶ ἔχουμε τὴν ἀπόδειξη πὼς δὲν ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τῶν σπουδῶν του, γιατί στὰ λίγα του ἔργα -ἔπειτα ἀπὸ αὐτές- φαίνεται καθαρὰ κι' ἀποτελεσματικὰ ἡ θέλησί του -νὰ περικλείσῃ στὴ μορφὴ καὶ στὸ θέμα τῶν ἔργων αὐτῶν- ἐκεῖνο ποὺ ἀποκαλοῦμε ποιότητα στὶς εἰκαστικὲς τέχνες δηλαδὴ ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια γνωρίσματα τῶν ἔργων τῆς εὐρωπαϊκῆς τέχνης τοῦ 19ου αἰῶνος. Δύο σημαντικὰ τῆς νεοελληνικῆς γλυπτικῆς ἔργα τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, χαρακτηριστικά τῆς τέχνης καὶ τεχνικῆς τοῦ Χαλεπᾶ εἶναι ἡ «Κοιμωμένη» τοῦ Α' Νεκροταφείου Ἀθηνῶν καὶ ὁ «Σάτυρος» τῆς ἐπαύλεως Κανελλοπούλου, στὴ Γλυφάδα σήμερα ποὺ ἀνῆκεν ἄλλοτε στοὺς Ἀθηναίους τῆς οἰκογενείας Καραπάνου, τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Τὰ ἔργα αὐτά, ἀντιπροσωπευτικὰ στὸ εἶδος τους, φέρουν τὴ σφραγίδα κάποιου πολιτισμοῦ, ἐνημερωμένου τεχνίτη, στὴν αὐστηρὴ αἰσθητικὴ καὶ τεχνικὴ τους συγκρότησι καὶ στὴν ἐξαίρετη ἐπιμέλεια. Φαίνεται δὲ περίεργο τοῦτο: Πῶς, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὁ Γιαννούλης Χαλεπᾶς, νέος πολὺ ἀκόμα, εἶχε τόση μάθησι κλεισμένη μέσα του καὶ τόση ἐμπειρία ἐκτελεστική.
Γιὰ τὸν τελευταῖο αὐτὸ λόγο, ἡ μοιραία προσβολὴ τοῦ λογικοῦ του καὶ ἡ ἀναχαίτισις τῆς δυναμικότητός του στὴν περίοδο ἐκείνη τῆς ἐνεργείας του, δραματοποίησε τὴ φήμη του καὶ δημιούργησε στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος μὲ τὴν ἀφύπνισι ἐκ νέου τοῦ λογικοῦ του, σ' αὐτὸν καὶ σέ μᾶς, ἐρωτήματα• ἀναβίωσις τῶν ἱκανοτήτων τοῦ γλύπτη, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ξέρῃ τί θὰ μποροῦσε νὰ δώσῃ ἂν δὲν ἀτυχοῦσε τὸ λογικό του στὸν 19ον αἰώνα, καὶ τί θὰ μποροῦσε νὰ δώσῃ στὸν 20όν ὁ γέρος πιὰ Γιαννούλης Χαλεπᾶς.
Ἐξηγήσεις ἀναλυτικὲς γιὰ τὴν παράδοσι τῆς μαρμαροτεχνικῆς τῶν Τηνίων μαρμαροκόπων καὶ διακοσμητῶν, ἔδωσε ὁ κ. Ζάχ. Παπαντωνίου στὸ «Ἐλεύθερον Βῆμα» τῆς 18ης τρέχοντος. Οἱ Τήνιοι κράτησαν τὴν παράδοσι βέβαια τῆς μαρμαροτεχνίας, ὅπως καὶ οἱ Ἄνδριοι,γιὰ τούς ἴδιους πάντοτε λόγους τῆς τοπικῆς ὕλης, τοῦ μαρμάρου των καὶ ἐπεκράτησαν καὶ στὴν πρωτεύουσά μας τόσο, ὥστε νὰ γίνουν μὲ τὸν καιρὸ ὁδηγητὲς τῶν Ἀθηναίων μαρμαρογλύφων καὶ αὐτῶν τῶν Σκαρπαθίων λατόμων.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁδηγητὲς αὐτοὺς τοῦ γέρο Φιλιππότη καὶ Μπονάνου ὑπῆρξεν ὁ πατέρας μου.
Ἀλλὰ ἡ μαρμαροτεχνικὴ τῶν ἀγαλμάτων, στὰ ἔργα τοῦ Φιλιππότη, τῶν Φυταλλῶν,τοῦ Βιτσάρη, τοῦ Μπονάνου καὶ τὰ ἔργα τοῦ Γιαννούλη Χαλεπᾶ, ξεπερνᾶ τὶς δυνάμεις καὶ τὴ μάθησι τῶν ἱκανῶν μαρμαρογλύφων τῆς λεπτῆς κοσμήσεως, Τηνίων καὶ Ἀνδρίων. Προάγεται ἐξ ἄλλου καὶ ξεπερνᾶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις ἐκεῖνες, ποὺ στὴ νεώτερη Ἑλλάδα μόλις ἀρχίζουν ἀπὸ τοὺς ἀναφερθέντας γλύπτες, ἔπειτα ἀπὸ τὰ πρῶτα μαθήματα τοῦ Δρόση -δηλαδὴ τοῦ πρώτου ἀγαλματοποιοῦ ποὺ ἀναβιώνει τὴν ἱστορία τῆς Γλυπτικῆς στὴν Ἑλλάδα, τὴν τουρκοκρατηθεῖσαν ἐπὶ πέντε περίπου αἰῶνες. Ἀπὸ τοῦ Δρόση λοιπὸν καὶ ἐδῶ ἀρχίζει νὰ ἐπανέρχεται στὴν ἱστορία μας ὁ ρόλος τοῦ αὐθεντικοῦ ἀγαλματοποιοῦ, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὸν ἐννοοῦσαν. Ἕνας τέτοιος ἀγαλματοποιὸς εἶνε καὶ ἦταν ὁ Γιαννούλης Χαλεπᾶς, στὴν περίοδο τοῦ 19ου αἰῶνα τῆς νεοελληνικῆς γλυπτικῆς. Ἡ «Κοιμωμένη» καὶ ὁ «Σάτυρός» του εἶνε ἔργα σχεδὸν ἄψογα τεχνικῶς, ἀπ' τὴν πλευρὰ τῆς τεχνικῆς τοῦ μαρμάρου, καὶ θὰ παραμείνουν ὑποδειγματικὰ στὸ εἶδος τους καὶ κάρφος γιὰ τὰ σημερινὰ τερτίπια τῆς ξενότροπης ἰμπρεσιονιστικῆς τοῦ μαρμάρου τεχνικῆς -ποὺ τόσο ἀντίξοη στέκεται, κάτω ἀπ'τὸ ἑλληνικὸ φῶς.
Αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ ἔργα, ἀποτελοῦνε σήμερα τὴν προϊστορία τοῦ Χαλεπᾶ, αὐστηρὰ κλεισμένην στὴν περίοδο τοῦ 19ου αἰῶνος. Ἀποτελοῦνε καὶ ἱστοροῦν τὰ πρῶτα βήματα τῶν Ἐλλήνων ἀγαλματοποιῶν ἀπὸ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους, γιατί ἡ παράδοσὶς τους ἐπέζησε καὶ ἐπὶ Ρωμαίων στὰ ἑλληνικὰ χέρια, χέρια, ἁρμοδίων ἱκανοτήτων.
Ἡ λογικὴ ὅμως ἀφύπνισις τοῦ γέρο Χαλεπᾶ ἐκίνησε τὸν ὑπνωτισθέντα νέο τοῦ 19ου αἰῶνος, εὐαίσθητο δημιουργὸ τῆς «Κοιμωμένης» καὶ τοῦ «Σατύρου» καὶ στὰ χέρια του τὸ χῶμα τῆς γῆς τῶν χωραφιῶν τῆς Τήνου ἔπαιρνε μορφὴ πλαστική. Τὰ πρῶτα σχήματα μὲ τὴ δημιουργία τους, πάλι ξαναπέφτουν στὴ γωνιὰ τοῦ πρόχειρου ἐργαστηρίου τοῦ Χαλεπᾶ καὶ ἄφηναν τὸν ἴδιο σὲ μιὰ ἱκανοποίηση χαρᾶς μικροῦ παιδιοῦ. Ἀπὸ τὸ δρᾶμα αὐτῆς τῆς διπλῆς ἀνισόρροπης πάλης, κάποιου θετικοῦ παρελθόντος καὶ κάποιου νέου, ἀλλὰ ἀκαθόριστου, παρόντος γιὰ τὸν Χαλεπᾶ, τῆς ἐποχῆς τῆς ἀφυπνίσεώς του ὁ ὀργανισμὸς του τελικὰ ἐπεκράτησε καὶ στὰ χέρια του στερέωσαν οἱ πρῶτες μορφὲς ἀξιόλογες, ἐδῶ καὶ 15-20 χρόνια.
Μία ἀπ' αὐτές, ἡ ἐπικρατέστερη σὲ πρωτοτυπία σχήματος καὶ σὲ συμβολισμὸ συνθετικό, μονολιθικὴ ἱκανότητα πληρότητος ὄγκου -εἶνε ὁ «Ἅγιος Χαράλαμπος μὲ τὸν ἀγαλματοποιό». Δηλαδὴ ὁ προστάτης τῶν μαρμαροκόπων καὶ μαρμαρογλύφων διακοσμητῶν καὶ ἀγαλματοποιῶν -ὅπως τὸν θέλουν οἱ Τήνιοι.
Σ' αὐτὸ τὸ δημιούργημά του ὁ Χαλεπᾶς βρίσκω, πὼς βρέθηκε σε μιὰ φόρμα Δωρικῆς ἀντιλήψεως, ἀντίθετη πρὸς ἐκεῖνο ποὺ ἐξάγεται ἀπὸ τὴν «Κοιμωμένη» καὶ τὸν «Σάτυρο» -ἔργων ἀκαδημαϊκῆς μορφῆς -μὲ ἄξονες ἐσωτερικῆς συνοχῆς, καλοντυμένους στὶς τρεῖς διαστάσεις, ἔντιμα καὶ προσεκτικά, ἀλλὰ ὄχι Δωρικά. Τὸ ἔργο αὐτὸ ὅπως ἔχει, πρέπει νὰ γίνη στὸ χαλκὸ καὶ νὰ τοποθετηθῇ στὴν Ἐθνικὴ Πινακοθήκη. Τὸ εἶχε κάποτε ὁ γλύπτης Ἀντώνιος Σῶχος καὶ θὰ μποροῦσε νὰ παραχωρηθῇ ἕνα ἀντίγραφο γύψινο στὸ κράτος, ὥστε μὲ λίγα ἔξοδα, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ αὐτὴ πληρότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, βγαλμένη ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χαλεπᾶ, νὰ μεταφερθῇ αὐτούσια ἀπὸ κάποιο χυτήριο χαλκίνων ἔργων.
Εἶνε σὲ μέγεθος εὐχάριστο, 70 ἢ 80 ἑκατοστόμετρα σὲ ὕψος καὶ ἀπὸ τὰ μεταγενέστερα ἔργα ὅλης τῆς δευτέρας περιόδου τοῦ Χαλεπᾶ, τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον σὲ πρωτοτυπία καὶ ἑλληνικότητα στὸ θέμα. Ἔχει σχέσι, ἄλλως τε, μὲ τὶς ἑρμαϊκὲς διπλὲς κεφαλὲς τοῦ Παναθηναϊκοῦ Σταδίου. Τὸ ἔργο αὐτό, ἔχει πολὺ σχέσι ἀκόμα μὲ ὡρισμένα ἐλεύθερα σχέδια τῆς ἴδιας περιόδου τοῦ Χαλεπᾶ, στὸ αὐθόρμητο καὶ θεληματικὸ ὕφος τῆς γραμμῆς καὶ ἡ σχέσις αὐτὴ μὲ πείθει, πὼς οἱ στιγμὲς τοῦ λογικοῦ του, τὴν περίοδο ἐκείνη τῆς κατασκευῆς των, εἶνε οἱ πιὸ χαρακτηριστικὲς σὲ ἔκφρασι τόλμης καὶ σὲ συγκρότησι μαζῶν. Οἱ ψυχίατροι, σ' αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς ἀνθρωπίνης νίκης τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ Χαλεπᾶ, πολλὰ μποροῦν γνωρίσματα ρώμης ἐγκεφαλικῆς νὰ διαπιστώσουν, γύρω ἀπὸ τὴ γνωστὴ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Ἔφθασε, μὲ πίστι ἐργαζόμενος, σιωπῶντας ἀνάμεσα σὲ θορύβους, τὰ 85 χρόνια καὶ πέθανε ἤρεμα, ἀφήνοντας ἔργα ὁλοκληρωμένης ἀποστολῆς στὸ περασμένον αἰῶνα καὶ ἔργα προσπαθειῶν ἀνησύχου ἐσωτερικῆς πάλης μὲ τὸν ἑαυτό του, ὀλιγώτερον ἐκτελεσμένα καὶ μὲ ἀμφίβολους ἐσωτερικοὺς ἄξονες.
Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο αὐτὸν ὁ Γιαννούλης Χαλεπᾶς καὶ ἄφησε τὸ ὄνομά του στὴν Ἀθανασία.
|
|
|