συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΘΩΜΑΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Πρωτοπρεσβύτερος

Ιάκωβος ιερομόναχος ο Αμοργέος
Aπό το «Ο ζωγράφος Ιάκωβος ιερομόναχος ο Αμοργέος και το έργο του».
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμά Συνοδινού, Πρωτοσυγγέλου
στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών


Εἰσαγωγικὰ - τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο

Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη σελίδα

Ἡ Ἀμοργὸς εἶναι τὸ ἀνατολικότερο νησὶ τοῦ κυκλαδικοῦ συμπλέγματος καὶ ἡ γέφυρα μὲ τὰ νησιὰ τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, τῶν μικρασιατικῶν ἀκτῶν, τῶν Δωδεκανήσων, τῆς Κύπρου καὶ τῆς Κρήτης. Ἡ γειτνίαση μὲ τὰ μέρη αὐτὰ ἔδινε στοὺς κατοίκους της τὴ δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας μαζί τους, τὴν ἀνάπτυξη σχέσεων καὶ ἐμπορικῶν δραστηριοτήτων, καὶ παρεῖχε τὴν ἔμμεση ἢ καὶ ἄμεση ἐνημέρωση στὶς κρατοῦσες ἰδέες τῶν καιρῶν καὶ στὶς καλλιτεχνικὲς κατευθύνσεις. Γνωστὴ ἀπὸ τὴν πρώιμη ἀρχαιότητα γιὰ τὸν πολιτισμό της, συνεχίζει τὴν πολιτισμική της παράδοση καὶ μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ νησί. Λείψανα παλαιοχριστιανικῶν βασιλικῶν στὰ παράλια καὶ στὰ ἐνδότερα, ἀλλὰ καὶ ναοὶ τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἀπὸ τὴν εἰκονομαχικὴ περίοδο μέχρι καὶ τὴ μεσοβυζαντινὴ ἐποχή, μὲ κορυφαῖο μνημεῖο τὴν Αὐτοκρατορικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας, εἶναι μάρτυρες αὐτῆς τῆς παραδόσεως.

Ἡ Ἀμοργός, τμῆμα τοῦ βυζαντινοῦ Θέματος τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση ἀποτελεῖ κατ' ἀρχὴν τμῆμα τῆς ἐπισκοπῆς Παρίων-Σιφνίων καὶ Ἀμουλγίων, προάγεται κατὰ τὸν 7ο αἰώνα σὲ ἐπισκοπὴ ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη τῆς Ρόδου καὶ τὸ 1083 προσαρτᾶται, πάλι ὡς ἐπισκοπή, ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Παροναξίας. Πολυάριθμοι ναοὶ ἔχουν οἰκοδομηθεῖ καὶ κατὰ τὴν ὕστερη βυζαντινὴ περίοδο μέχρι καὶ τὴ λήξη τῆς Ἑνετοκρατίας (1207-1537), σὲ ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ὁποίους σώζονται ζωγραφικὲς παραστάσεις ἢ τοιχογραφικὰ σύνολα.

Μὲ τὴν κατάληψή της τὸ 1537 ἀπὸ τὸν στόλο τοῦ Χαϊρεντὶν Μπαρμπαρόσσα(1), ἡ Ἀμοργὸς εἰσέρχεται σὲ μία νέα ἐκκλησιαστικὴ περίοδο. Ὁ Πατριάρχης Ματθαῖος, ὁ ἀπὸ Ἰωαννίνων (1599-1602), τὴν καθιστᾶ Πατριαρχικὴ Ἐξαρχία μαζὶ μὲ τὴν Κάλυμνο καὶ τὴ Σέριφο(2) καὶ τὴν παραχωρεῖ στὸν Πρωτοκανόναρχο(3) τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Μιχαήλ. Τὴν πράξη τῆς δωρεᾶς ἐπικυρώνει τὸ 1602 καὶ ὁ διάδοχός του Νεόφυτος Β' ὁ ἀπὸ Ἀθηνῶν. Τὸ 1613 ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται τὸ ἐξαρχικὸ καθεστὼς στὴν Ἀμοργό. Ὁ Πατριάρχης Τιμόθεος ὁ Β' στὸ σιγιλλιῶδες γράμμα του ποὺ ἐκδίδει ὑπὲρ τῆς Μονῆς τῆς Χοζοβιώτισσας μνημονεύει ὅτι τὸ μοναστήρι βρίσκεται «ἐν τῇ πατριαρχικῇ ἐξαρχίᾳ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ»(4). Στὸ Βραβεῖον τῆς Χοζοβιώτισσας μὲ χρονολογία 4 Ἀπριλίου 1620 ἀναφέρεται «κὺρ Λεόντιον τὸν Ἔξαρχον», ὁ ὁποῖος ὑπογράφει καὶ ἄλλη πράξη στὶς 25 Ἰουλίου 1621 ὡς «Λεόντιος ἱερομόναχος καὶ ἔξαρχος Ἀμοργοῦ καὶ Ἀστυπαλαίας», ἐνῶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1634 ὑπογράφει ὡς μάρτυρας ὁ «Κυριακὸς ἱερεὺς εἰκονογράφος καὶ ἔξαρχος πατριαρχικός».

Ἡ Ἀμοργὸς συνεχίζει νὰ ἀποτελεῖ Πατριαρχικὴ Ἐξαρχία μαζὶ μὲ τὴν Ἀστυπάλαια(5) μέχρι τὸ 1646, ὁπότε ἐντάσσεται στὴ νεοσυσταθεῖσα Ἀρχιεπισκοπὴ Σίφνου(6), μὲ πρῶτον Ἀρχιεπίσκοπο τὸν Ἀθανάσιο Μαρμαρᾶ, Θηραῖο, ἀδελφό τῆς Μονῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας(7).

Ἡ περίοδος μέχρι καὶ τὸ τέλος τοῦ 17ου αἰώνα, παρὰ τὴν ἔνδεια τῶν κατοίκων, τὶς πειρατικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τὸν πολυχρόνιο βενετοτουρκικὸ πόλεμο, ἀποτελεῖ σημαντικὸ σταθμὸ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τοῦ νησιοῦ. Ἡ Μονὴ Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας, τὸ ἀξιολογότερο βυζαντινὸ μνημεῖο τῆς Ἀμοργοῦ, προικοδοτημένη κατὰ τὴν ἀνακαίνισή της ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ τὸν Κομνηνὸ μὲ χρυσόβουλλον ὁρισμό, ὁ ὁποῖος κατοχύρωνε «τὸ ἀδούλωτον, ἀδέσποτον καὶ αὐτόνομόν» της καὶ τὴν ὁποία οἱ Ἑνετοὶ τοπάρχες ὄχι μόνον ἐσεβάσθησαν καὶ ἐπροστάτευσαν ἀλλὰ καὶ ἐπλούτισαν καὶ ἐπεξέτειναν τὰ κτίριά της, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἐγνώρισε, παρὰ τὶς ποικίλες δυσχέρειες, τὶς καλύτερες ἡμέρες της. Oἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες ἀνανέωσαν τὰ προνόμιά της καὶ οἱ Τοῦρκοι περιορίσθηκαν μόνον στὸ χαράτσι, τὸ ὁποῖο ἡ Μονὴ κατέβαλλε κατ' ἔτος στὸν τοπικὸ φοροεισπράκτορα. Τὴν ἴδια περίοδο ἔγιναν μεγάλες κτιριακὲς ἀνακαινίσεις στὴ Μονὴ καὶ προσαρτήθηκαν σὲ αὐτὴ πλούσια μετόχια κατεσπαρμένα στὸν μεγαλύτερο χῶρο τοῦ Αἰγαίου Πελάγους(8).

Οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι τῶν νησιῶν αὔξησαν τὴν κτηματική της περιουσία μὲ νέες ἀφιερώσεις γαιῶν καὶ οἱ πολυπληθεῖς προσκυνητὲς τὴν πλούτισαν μὲ πολύτιμα λειτουργικὰ σκεύη, ἀργυρά, ξυλόγλυπτα, βαρύτιμα ἐπισκοπικὰ καὶ ἱερατικὰ ἄμφια, κανδῆλες καὶ σκεύη τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἄριστα δείγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴ Ρωσία, τὴ Βενετία, τὴν Ἱσπανία, τὴ Μάλτα, τὶς παραδουνάβιες περιοχὲς καὶ τὴν Κρήτη. Ἄλλα καὶ ἡ Διοίκησή της, γιὰ τὶς κτιριακὲς ἀνακαινίσεις τῆς Μονῆς καὶ τῶν μετοχίων της καὶ τὸν ἐμπλουτισμό τους μὲ εἰκόνες, ἔργα μαρμαρογλυπτικῆς καὶ ξυλόγλυπτα, ἐκαλοῦσε μαΐστορες ἀπὸ τὴ Χίο, τὴν Πάτμο, τὰ παρακείμενα νησιὰ καὶ τὴν Κρήτη.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ μαρτυροῦνται ἀνακαινίσεις πολλῶν ναῶν στὴ Χώρα (Κάστρο) καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχή. Ἐκτὸς τῆς Μονῆς τῆς Χοζοβιώτισσας καὶ τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων, στὴν περιοχὴ τῆς Χώρας Ἀμοργοῦ σώζονται ἀνακαινιστικὲς ἐπιγραφὲς ποὺ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴ τὴ δραστηριότητα. Στὸν ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου-Μητρόπολη σώζεται στὸ περιθύρωμα τῆς εἰσόδου: ,ΑΧΠΘ' ΜΑΡ(ΤΙΟ Υ) ΚΑ' ΓΕΓΟΝΕΝ Η ΠΑΡΟ YCA ΗΚΟΔΟΜΗ ΥΠΟ ΕΞΟΔΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ IEPEΩC ΠΟΘΗΤΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟ XEIPOC ΓΕΩΡΓΙΟΥ KAICAPIOTOY. Στὴ Ζωοδόχο Πηγή, σὲ ἐπιτύμβια πλάκα, στὸ δάπεδο: ΕΝ ΕΤΕΙ 1683 ΜΗΝΙ ΜΑΡΤΙΩ 12 ΕΓΕΓΟΝΗ Ο TYMBOC OYTOC CYN ΤΩ ΕΔΑΦΕΙ ΑΝΑΛΩΜΑCΙ ΤΟΥ Π(Α)Π(Α) ΚΥΡ ΛΟΥΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ. Στὴν Ἁγία Παρασκευὴ στὸ περιθύρωμα τῆς εἰσόδου τῆς αὐλῆς: 1695 ΕΝ ΜΗΝΙ ΜΑΪΟΥ 10. Στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: 1689 ΝΩΕΜΒΡΙΟΥ 24, ΑΝΑΚΕΝΙCΘΙ Ο NA(OC) OYTΩC ΥΠΟ ΕΞΟΔΟΥ ΔΙΜΙΤΡΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩCΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΗΤΙ. Τὴν ἴδια ἐποχὴ πολλοὶ ναοὶ κοσμοῦνται μὲ ξυλόγλυπτα τέμπλα καὶ φορητὲς εἰκόνες ἀξιόλογων Κρητικῶν, Πατμίων, Παρίων καὶ ἄλλων ζωγράφων(9).

Τὸ 1644 ἀνακαινίζεται ὁ δίκλιτος τρουλλαῖος ναὸς τῶν Ἁγίων Πάντων -Ἁγίου Χριστοδούλου (Εἰκ. 1). Ὁ ναός, χτισμένος στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς κωμοπόλεως Ἀμοργοῦ, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ βενετσιάνικο κάστρο καὶ σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπὸ τοὺς μεταβυζαντινοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἀρχιτεκτονικά-ἐκκλησιαστικὰ μνημεῖα τοῦ νησιοῦ. Στὸν δυτικὸ τοῖχο καὶ πλάι στὸ μαρμάρινο περιθύρωμα (Εἰκ. 2) τῆς εἰσόδου τοῦ κλίτους τῶν Ἁγίων Πάντων ὑπάρχει ἐντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα μὲ τὴν ἐπιγραφή: + ΑΝΑΚΕNHCΘEIN O/NAOC ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΠΑΝΤΟΝ / Κ (ΑΙ) TOY OCIOY ΠΑTPOC ΗΜΟΝ / XPICTOΔΟΥΛΟΥ ΗΠΟ Ε/ΞΟΔΟΥ ΑΝΤΟΝΗΟΥ IEPEO/C ΝΟΜΙΚΟΥ Κ(ΑΙ) COΦI/AC KAI ΥΠΟ XIPOC ΜΗ/ΧΑΗΛ ΚΑΝΑΚΕΙ/ ΕΤΕΙ 1644/ ΕΝ ΜΗΝΑ ΜΑΡΤΙΟΥ 1 (Εἰκ. 5). Καὶ τὰ δύο κλίτη ἔχουν ξυλόγλυπτα τέμπλα, τὰ ὁποῖα κοσμοῦνται μὲ πολύτιμες εἰκόνες κρητικῆς τέχνης.

Στὴ θέση τῶν δεσποτικῶν εἰκόνων στὸ τέμπλο τοῦ βόρειου κλίτους, τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου, εἶναι τοποθετημένες οἱ εἰκόνες τοῦ ὁμώνυμου ἁγίου καὶ τῆς Βαϊοφόρου (Εἰκ. 3). Στὴν τελευταία μάλιστα διαβάζεται ἡ ὑπογραφὴ τοῦ ζωγράφου: ΧΕΙΡ ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ. Στὶς ἀντίστοιχες θέσεις στὸ τέμπλο τοῦ νότιου κλίτους, τῶν Ἁγίων Πάντων (Εἰκ. 4), ἔχουν τοποθετηθεῖ οἱ εἰκόνες τῆς Κεχαριτωμένης καὶ τῶν Ἁγίων Πάντων, ἐνῶ στὸν νότιο τοῖχο σὲ κορνίζα ὑπὸ τύπον προσκυνηταρίου ἡ Παναγία Η ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ. Στὴν εἰκόνα αὐτή, ὅπως καὶ στὴ Βαϊοφόρο, σώζεται ἡ ὑπογραφὴ τοῦ ζωγράφου: ΧΕΙΡ ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ. Οἱ ἄλλες εἰκόνες εἶναι ἀνυπόγραφες. Στὴν εἰκόνα ὅμως τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου ὑπάρχει ἡ ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφή: ΔEHCIC ΤΟΥ ΔΟΥ/ΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ / ΤΗΣ CYMBIOY ΑΥΤΟΥ EIPHNHC. Στὴν εἰκόνα τῆς Κεχαριτωμένης διαβάζομε: ΔEHCIC ΤΟΥ ΔΟΥ/ΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΕΝΑ/ΔΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑ/ΧΟ Υ ΚΑΙ ΚΑΘΗ/ΓΟΥΜΕΝΟΥ.

Γιὰ τὸν ζωγράφο Ἰάκωβο τὸν Ἱερομόναχο ὀλίγα μόνον εἶναι μέχρι σήμερα γνωστά(10), γιατὶ τὸ ἔργο του δὲν ἔχει μελετηθεῖ. Ὡστόσο, οἱ ἐνυπόγραφες εἰκόνες καὶ τὰ τεχνοτροπικά τους στοιχεῖα, μαζὶ μὲ τὶς ἀφιερωτικὲς ἐπιγραφὲς καὶ τὴν ἀνακαινιστικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων, ἐπιτρέπουν τὴν προσπάθεια σκιαγραφήσεως τοῦ ἔργου τοῦ Ἰακώβου καὶ θὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἔρευνάς μας γιὰ τὸν ἁγιογράφο καὶ τὸ ἔργο του.





Σημειώσεις

1. Ἑ. Ε. Κούκκου, Οἱ κοινοτικοὶ θεσμοὶ στὶς Κυκλάδες κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, Ἀθήνα 1984, σ. 16 καὶ 17, ὅπου καὶ παλαιότερη βιβλιογραφία.

2. Βλ. Μ. Ι. Γεδεών, Μνημεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐν ταῖς Καλύδναις νήσοις, Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, τχ. 31, 12 Μαΐου 1884, ἐν Κωνσταντινουπόλει, σ. 441-450. Ζερλέντης 1922, σ. 47. Παΐζη+Ἀποστολοπούλου, Ὁ θεσμός, σ. 132.

3. Πρωτοκανόναρχος: Ὁ πρῶτος κατὰ τάξιν κανονάρχης τῆς Ἐκκλησίας (Λεξικὸν Πρωΐας, Ἀθῆναι 1933, τ. Β', σ. 2068). Δὲν ἀναφέρεται στοὺς καταλόγους τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀφφικίων.

4. Δ. Α. Ζακυθηνός, Ἀνέκδοτα πατριαρχικὰ ἔγγραφα τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας, Ἑλληνικὰ 3 (1929), σ. 139-143. Ν. Ν. Πράσινος,Τὰ σιγίλλια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χοζοβιωτίσσης Ἀμοργοῦ, Ἀμοργιανά, Α', 2, Νοέμβριος 1995, σ. 26.

5. Βογιατζίδης 1918, σ. 42-43. Παΐζη-Ἀποστολοπούλου, Ὁ θεσμός, σ. 133.

6. Ζερλέντης 1922, σ. 47-48. Πρωτοπρ. Θ. Συνοδινὸς 2005, σ. 191.

7. Πρωτοπρ. Θ. Συνοδινὸς 2005, σ. 191.

8. Ἡ μέχρι τώρα ἔρευνα ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἡ Μονὴ τῆς Χοζοβιώτισσας διέθετε μετόχια, ἐκτὸς τῆς Ἀμοργοῦ,στὰ νησιὰ Κρήτη, Σαντορίνη, Ἀνάφη,Ἴο, Πάρο, Νάξο,Ἀστυπάλαια, Λέρο, Κάλυμνο,Σάμο, ἀκόμη καὶ στὴν Πελοπόννησο. Ἐκτός αὐτῶν, στὴ Μονὴ ἀνῆκαν καὶ οἱ νησίδες Νικουριά, Κέρος ἀλλὰ καὶ οἱ ἀκατοίκητες τότε ἐκ τῶν «Μικρῶν Κυκλάδων» Σχοινούσα καὶ Ἡρακλειά. Μηλιαράκης, σ. 66 καὶ Μαραγκοῦ 2002, ὅπου σχετικὸς χάρτης τῶν μετοχίων.

9. Χατζηδάκης 1987, σ. 95. Πρωτοπρ. Θ. Συνοδινὸς 2005, σ. 193.

10. Ὁ Μ. Χατζηδάκης ἀναφέρεται στὸ ὄνομα τοῦ Ἰακώβου ὡς καταγόμενου ἀπὸ τὴν Ἀμοργό, ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ σὲ εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ποὺ βρίσκεται στὸ Μουσεῖο Π. καὶ Α. Κανελλοπούλου στὴν Ἀθήνα (Εἰκ. 11)• στὸν κατάλογό του ἀναφέρει τέσσερις εἰκόνες: Τῆς Βαϊοφόρου, τῆς Θεοτόκου Γλυκοφιλούσας, τῶν Ἁγίων Πάντων καὶ τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου ἀπὸ πληροφορία τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Λ. Πολίτη καὶ τοῦ Καθηγητῆ Κ. Καλοκύρη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ 1960 τὴν Ἀμοργὸ καὶ εἶχε καταγράψει αὐτὲς τὶς τέσσερις εἰκόνες (Χατζηδάκης 1987, σ. 317, 318). Κ. Καλοκύρης, Ἔρευναι χριστιανικῶν μνημείων εἰς τὰς νήσους Νάξον, Ἀμοργὸν καὶ Λέσβον. Παλαιοχριστιανικαὶ βασιλικαί, βυζαντινοὶ ναοί, ἐπιγραφαί, ξυλόγλυπτα, τοιχογραφίαι, εἰκόνες. Ἀθῆναι 1960, σ. 503-504. Φ. Ί. Πιομπῖνος, Ἕλληνες ἁγιογράφοι μέχρι τὸ 1821, Ἀθήνα 19842, σ. 140.


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη σελίδα