ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΘΩΜΑΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Πρωτοπρεσβύτερος
Ιάκωβος ιερομόναχος ο Αμοργέος
Aπό το «Ο ζωγράφος Ιάκωβος ιερομόναχος ο Αμοργέος και το έργο του».
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμά Συνοδινού, Πρωτοσυγγέλου στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
Οἱ ἐνυπόγραφες εἰκόνες τοῦ ἱερομονάχου Ἰακώβου
Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη σελίδα
1. Η ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ
Διαστ. 90,5 x 66,5 ἐκ.
Αὐγοτέμπερα σὲ ἐπίπεδο ξύλο χωρὶς ὕφασμα.
Ἡ εἰκόνα εἶναι καλὰ διατηρημένη. Ἔχει καθαρισθεῖ καὶ συντηρηθεῖ ἀπὸ τὸν συντηρητὴ Δ. Καμπούρη της 4ης Ε.Β.Α. Δωδεκανήσου τὸ 1997. Στὸ ἄνω μέρος τῆς εἰκόνας, στὸ κέντρο τοῦ χρυσοῦ κάμπου μὲ κόκκινα γράμματα, ἡ ἐπιγραφή: Η ΒΑΪΟΦΟΡΟC. Δεξιὰ κάτω, στὸ ἔδαφος, μὲ χρυσὰ γράμματα ἡ ὑπογραφή: ΧΕΙΡ ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (Εἰκ. 6).
Ὁ Χριστὸς εἰκονίζεται σὲ πρῶτο ἐπίπεδο καθήμενος ἐπάνω σὲ λευκὴ πῶλον ὄνου μὲ κίνηση πρὸς τὰ δεξιὰ (Εἰκ. 7). Ἔχει τὸ σῶμα γυρισμένο σὲ ἀντίθετη φορά, πρὸς ἀριστερά, καὶ τὴν κεφαλὴ σὲ ἀντικίνηση πρὸς τὰ δεξιά. Κρατεῖ στὸ ἀριστερό του χέρι κλειστὸ εἰλητάριο, ἐνῶ μὲ τὸ δεξιὸ εὐλογεῖ τὸ πλῆθος τῶν Ἑβραίων ποὺ ἔχουν βγεῖ καὶ συνωθοῦνται ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλήμ(11) γιὰ νὰ Τὸν προϋπαντήσουν. Ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν μαθητῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πέτρο, τὸν ὁποῖο ἀκολουθοῦν ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Μάρκος. Διακρίνονται ἀκόμη ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης. Δύο ἄνδρες ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν Ἑβραίων σείουν τὰ βαΐα τῶν φοινίκων. Δύο παιδιὰ στρώνουν τὰ ἱμάτιά τους γιὰ νὰ περάσει ἡ πομπή, ἕνα τρίτο ταΐζει τὴν ὄνο μὲ ἕνα βαϊόκλαδο, ἐνῶ τρία ἄλλα ἑβραιόπουλα, σκαρφαλωμένα στὸ δένδρο ποὺ ὑψώνεται στὸ μέσον της παραστάσεως, κόβουν κλαδιὰ (Εἰκ. 8).
Ἡ Βαϊοφόρος τῆς Ἀμοργοῦ ἐπαναλαμβάνει μὲ πιστότητα τὰ εἰκονογραφικὰ χαρακτηριστικά τοῦ τύπου ποὺ καθιερώθηκε τὸν 15ο αἰώνα στὴ δίζωνη εἰκόνα τῆς Πάτμου(12) (Εἰκ. 28), ἡ ὁποία ἀποδίδεται στὸν Ἀνδρέα Ρίτζο καὶ θὰ ἀποτελέσει τὸ πρότυπο στὴ μεταγενέστερη κρητικὴ ζωγραφική(13). Ὁ ζωγράφος φαίνεται νὰ ἀντιγράφει τὴν εἰκόνα ἢ ἔστω νὰ τὴ γνωρίζει.
Μικρὲς παραλλαγὲς ἀπὸ τὸ πρότυπο ἐπισημαίνονται στὴ στάση τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, τὸ ὁποῖο προσφέρει στὸ ὑποζύγιο τὸ κλαδὶ ποὺ κρατεῖ, οἱ ἀποχρώσεις τῶν βουνῶν καὶ τὸ σχῆμα τῶν κλαδιῶν τοῦ δένδρου. Ἐντυπωσιακὴ ὅμως εἶναι ἡ πιστότητα στὴ διάταξη, τὴ στάση τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν καὶ τοῦ πλήθους τῶν Ἑβραίων, ἀλλὰ καὶ στὴ διάταξη τῶν κτιρίων καὶ τοῦ τείχους τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἐπαναλαμβάνονται τὰ κτίρια μὲ τὶς δίριχτες στέγες καὶ τὸν τυπικὸ στρογγυλὸ φεγγίτη στὴν πρόσοψη, μὲ δεσπόζοντα τὸν θόλο τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καὶ τὸ διπλανὸ κτίριο μὲ τὴν ψηλὴ κωνικὴ στέγη (Πανάγιος Τάφος;)(14). Ἡ ἴδια προσπάθεια πιστότητας ὡς πρὸς τὸ πρότυπο παρατηρεῖται στὴ λαμπρὴ χρωματολογία, στὴν κομψὴ μὲ ἐντόνους φωτισμοὺς πτυχολογία καὶ στὴ σχεδίαση τῶν μορφῶν.
2. Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΥ Η ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ
Διαστ. 67 Χ 53,5 ἑκ. Αὐγοτέμπερα σὲ ξύλο ἐπίπεδο μὲ προετοιμασία, χωρὶς ὕφασμα
Ἡ εἰκόνα διατηρεῖται σὲ σχετικῶς καλὴ κατάσταση. Ἔχει συντηρηθεῖ καὶ καθαρισθεῖ γύρω στὸ 1982. Ὑπάρχουν φθορὲς καὶ ἀπολεπίσεις σὲ μικρὴ ἔκταση. Στὰ ἄνω ἄκρα, ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ στὸ χρυσὸ κάμπο, ἐρυθροὶ δίσκοι κοσμημένοι μὲ χρυσὰ ἀνθύλλια καὶ τὸ συμπίλημα: ΜΗ(ΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΥ. Πιὸ κάτω, ἀριστερά, μὲ ἐρυθρὰ γράμματα: Η ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ(15) καὶ στὴ βάση τῆς εἰκόνας, ἀριστερά, μὲ χρυσὰ γράμματα ἡ ὑπογραφὴ τοῦ ζωγράφου: ΧΕΙΡ ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΕΡΟ/ΜΟΝΑΧΟΥ.
Ἡ Παναγία εἰκονίζεται σὲ προτομὴ στὸν τύπο τῆς Γλυκοφιλούσας (Εἰκ. 9). Κρατεῖ τὸ παιδὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι ποὺ τὴν ἀγκαλιάζει καὶ ἐκείνη σκύβει τὸ κεφάλι μὲ τρυφερότητα πρὸς αὐτό. Περνᾶ τὸ δεξὶ χέρι της κάτω ἀπὸ τὸ ἀριστερό του πόδι γιὰ νὰ τὸ συγκρατήσει, καθὼς φαίνεται νὰ κινεῖται ἀνήσυχα. Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀποδίδεται λεπτὸ καὶ ψηλό. Κάθεται μὲ ὄρθιο τὸν κορμὸ καὶ ἀκουμπᾶ μὲ τὸ δεξί του μάγουλο τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας του. Τὸ βλέμμα του εἶναι στραμμένο πρὸς ἐκείνη, τὸ δεξί του χέρι τυλίγεται γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό της καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ ἔχει γαντζωθεῖ στὴν ἄκρη τοῦ μαφορίου της προσπαθώντας νὰ τὴ φιλήσει. Τὸ ἀριστερό του πόδι στηρίζεται σταθερὰ στὸ δεξὶ χέρι τῆς Παναγίας, ἐνῶ τὸ δεξιὸ κρέμεται μὲ τὸ πέλμα ἀνάστροφο(16), πρὸς τὸν θεατὴ καὶ τὸ σανδάλι λυμένο καὶ κρεμασμένο, εἰκονογραφικὴ λεπτομέρεια ποὺ ἀπαντᾶται στὶς εἰκόνες τῆς Γλυκοφιλούσας ὡς Παναγίας τοῦ Πάθους. Φορεῖ λευκό-ἀνοιχτὸ τεφρὸ χειριδωτὸ χιτώνα κοσμημένο μὲ ἀνθύλλια καὶ πλούσιο ἱμάτιο μὲ χρυσὰ λαματίσματα, ποὺ καλύπτει τὸν δεξιό του ὦμο καὶ κυλάει χαμηλὰ κάτω ἀπὸ τὴ μέση. Γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται τὰ ἴχνη τοῦ ἔνσταυρου φωτοστεφάνου καὶ λίγο πιὸ ψηλὰ τὸ συμπίλημα: I(HCOY)C Χ(PICTO)C.
Ἡ Παναγία φορεῖ κυανὸ φόρεμα μὲ χρυσὴ ταινία στὸ περιλαίμιο καὶ στὴν ἄκρη τῶν χειρίδων καὶ ὁμοίου χρώματος κεκρύφαλο καὶ πορφυρὸ-μὼβ μαφόρι ποὺ καλύπτει τὴν κεφαλὴ καὶ ζωγραφίζεται μὲ ἔντονες διχαλωτὲς πτυχὲς καὶ γραμμικοὺς φωτισμούς. Στὸ μαφόρι ἐπάνω ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ στὸν δεξιὸ ὦμο σταυρόσχημο γραπτὸ κόσμημα.
Στὰ πρόσωπα καὶ στὰ χέρια ὁ προπλασμὸς εἶναι καστανὸς καὶ ἡ σάρκα ροδίζει μὲ μαλακὸ καὶ καλοδουλεμένο πλάσιμο. Λεπτὲς καὶ ἀκριβεῖς λευκὲς πινελιὲς ὁλοκληρώνουν τὴ διαμόρφωση τῶν λεπτῶν μερῶν. Οἱ ἀνατομικὲς λεπτομέρειες ἀποδίδονται σωστὰ (Εἰκ. 10). Ἐντυπωσιακὰ εἶναι τὰ χέρια τῆς Παναγίας μὲ τὰ μακριὰ κονδυλένια, χωρὶς ἀρθρώσεις δάκτυλα(17), ποὺ ὑποδηλώνουν ἐπίδραση τῆς δυτικῆς τέχνης.
Τὰ παραπάνω στοιχεῖα ὁδηγοῦν σὲ πρακτικὲς καὶ μεθόδους τῶν Κρητικῶν ζωγράφων τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 16ου αἰώνα μὲ κορυφαῖα παραδείγματα τῆς τάσης αὐτῆς τὶς δημιουργίες τοῦ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ(18).
Τὸ εἰκονογραφικὸ σχῆμα ποὺ ἀκολουθεῖται στὴ Γλυκοφιλούσα τῆς Ἀμοργοῦ κατάγεται ἀπὸ παλαιολόγειες παραστάσεις, ὅπως ἡ ἀνάλογη στὴ Μονὴ τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ ἀναπαράγεται μὲ παραλλαγὲς στὴν κρητικὴ ζωγραφική. Τὸ πρότυπο ποὺ ἴσως εἶχε ὑπ' ὄψιν του ὁ Ἱερομόναχος Ἰάκωβος καὶ εἶναι ἐγγύτερο πρὸς τὴν εἰκόνα μας εἶναι ἡ Γλυκοφιλούσα στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ στὴ Χώρα τῆς Νάξου(19) μὲ τὴν προσωνυμία Η ΠΑΝΤΩΝ ΕΛΠΙC(20). Παρόμοια εἰκόνα, ποὺ μαρτυρεῖ ἐξάρτηση ἀπὸ κοινὸ πρότυπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ στὴ Νάξο, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς συλλογῆς Ἀνδρεάδη(21) μὲ τὴν ἴδια προσωνυμία Η ΠΑΝΤΩΝ EΛΠIC. Ἀνάλογο εἰκονογραφικὸ σχῆμα μὲ τὴ Γλυκοφιλούσα τοῦ Ἰακώβου διαπιστώνεται καὶ στὴν Παναγία τῶν Ξένων(22) στὴν Κέρκυρα, τὴν ἐπονομαζομένη Madonna Dell'Orto(23), ποὺ χρονολογεῖται στὸ 1648.
3. Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ(24)
Ἀθήνα, Μουσεῖο Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου (ἀριθ. εὑρ. Ε. 21)(25). Διαστ. 95x59 ἐκ.
Ἡ εἰκόνα διατηρεῖται σὲ καλὴ κατάσταση. Δὲν ἔχει συντηρηθεῖ.
Ὁ Ἀρχάγγελος εἰκονίζεται ὁλόσωμος, ὄρθιος, μετωπικός, μὲ ἀνοικτὲς τὶς φτεροῦγες (Εἰκ. 11). Κρατεῖ μὲ τὸ ἔντονα καμπτόμενο δεξὶ χέρι τὸ γυμνὸ σπαθὶ ὑψωμένο μπροστὰ στὸν δεξιὸ ὦμο καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ χαμηλωμένο τὸ ἄδειο θηκάρι ποὺ τὸ ἀκουμπᾶ στὸ κόκκινο μαξιλάρι, στὸ ὁποῖο πατεῖ. Φορεῖ στρατιωτικὴ στολή, θώρακα φολιδωτὸ μὲ χρυσογραφίες καὶ μανδύα σὲ χρῶμα μελιτζανὶ μὲ γκριζωποὺς φωτισμοὺς καὶ φαρδιὰ χρυσογραφημένη ταινία στὸ μέσον• ὁ μανδύας δένει μὲ κόμπο στὸ ὕψος τοῦ στήθους, κάτω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ ὦμο, καὶ πέφτει πίσω, μὲ πτυχὲς εὐθύγραμμες καὶ ὀξύληκτες ἄκρες. Ὁ χιτώνας εἶναι κοντός, ἐρυθροῦ χρώματος. Στὰ πόδια ἔχουν περιτυλιχθεῖ λευκὲς ταινίες ὑφάσματος ποὺ δένονται σὲ κόμπο γιὰ νὰ συγκρατήσουν τὶς περικνημίδες, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἀποδίδονται. Κόμη καστανή, πυκνὴ καὶ βοστρυχωτή, δεμένη μὲ λευκὴ ταινία (Εἰκ. 12).
Στὸ πράσινο ἔδαφος, ἀριστερά, μὲ μαῦρα γράμματα ἡ ὑπογραφὴ τοῦ ζωγράφου: ΧΕΙΡ ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΜΟΡΓΕΟΥ καὶ δεξιὰ μὲ τὴν ἴδια γραφή: ΔEHCIC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΙΧΑΗΛΟΥ ΔΟΥΜΝΙΝΟΥ.
Ὁ εἰκονογραφικὸς τύπος τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ ἀνάγεται σὲ βυζαντινὰ πρότυπα στρατιωτικῶν ἁγίων-πολεμιστῶν, ὅπως εἶναι ὁ ἅγιος Γεώργιος σὲ τοιχογραφία τοῦ Πρωτάτου, τύπος ὅμως, ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται μὲ δεξιοτεχνία ἀπὸ τοὺς μεγάλους Κρητικοὺς ζωγράφους καὶ ἀποκρυσταλλώνεται στὰ μέσα του 15ου αἰώνα(26).
Ὁ ζωγράφος φαίνεται νὰ γνωρίζει καὶ νὰ ἔχει ὡς πρότυπό του τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ ποὺ βρίσκεται στὴ Μονὴ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο καὶ ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἀνδρέα Ρίτζο(;)(27), παρ' ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος τύπος Ἀρχαγγέλου, στὴν ἴδια στάση καὶ μὲ τὴν ἴδια ἐνδυμασία, ἀπαντᾶται σὲ σειρὰ ἀπὸ ὡραῖες εἰκόνες ποὺ βρίσκονται στὴ Ρώμη(28), στὴ Ζάκυνθο(29), στὸ Σινᾶ(30) καὶ στὴν Κρήτη(31). Προσπαθεῖ νὰ ἀκολουθήσει μὲ πιστότητα τὸ πρότυπό του, ἐκτελεῖ μὲ δεξιοτεχνία τὶς χρυσογραφίες, ἀποδίδει σωστὰ τὶς ἀναλογίες τοῦ σώματος καὶ ἀκολουθεῖ τὸν δικό του τρόπο στὸν φωτισμὸ καὶ τὸ πλάσιμο τῶν σαρκωμάτων, ὅπως καὶ στὶς εἰκόνες του στὴν Ἀμοργό. Κατὰ τὴν ἔρευνά μας στὰ μετόχια τῆς Μονῆς Χοζοβιώτισσας στὴ Σαντορίνη τὸν Μάρτιο τοῦ 2003(32), ἐντοπίσαμε δύο εἰκόνες τῆς Παναγίας, τὶς ὁποῖες θὰ μπορούσαμε μὲ βεβαιότητα νὰ ἀποδώσομε στὸν Ἱερομόναχο Ἰάκωβο μὲ βάση τὴν ἐνυπόγραφη εἰκόνα τῆς Ἀμοργοῦ μὲ τὴν ἐπιγραφή: Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΥ Η ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ (βλ. Εἰκ. 9).
Μὲ ὁδηγὸ τὶς δύο ἐνυπόγραφες εἰκόνες ποὺ βρίσκονται στὴν Ἀμοργὸ μποροῦμε ἐπίσης νὰ ταυτίσομε καὶ τὶς ἀνυπόγραφες εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου, τῆς Παναγίας Κεχαριτωμένης καὶ τῶν Ἁγίων Πάντων. Καὶ οἱ πέντε εἰκόνες βρίσκονται στὸν ἴδιο χῶρο. Ἔχουν ζωγραφισθεῖ σὲ ὅμοιο ξύλο μέσας (εἶδος δρυός), σκληρό, κομμένο κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Κάθε εἰκόνα ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἢ τρία κατακόρυφα ἑνωμένα κομμάτια καὶ τρέσσα ξύλινα, στερεωμένα μὲ γυφτόκαρφα. Οἱ διαστάσεις τους ταυτίζονται σχεδὸν ἀπολύτως.
Σημειώσεις
11. Γιὰ τὴ συνοπτικὴ ἀπόδοση τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴ μεταβυζαντινὴ τέχνη βλ. Α. Σταυροπούλου, Ἀπεικονίσεις τῆς Ἱερουσαλὴμ στὶς μεταβυζαντινὲς εἰκόνες μὲ ἀφορμὴ ἕνα ἔργο τοῦ Ἰωάννη Ἀπακᾶ, στὸ Μίλτος Γαρίδης (1926-1996), Ἀφιέρωμα, Ἰωάννινα 2003, σ. 732 κ.ἑ.
12. Χατζηδάκης, Εἰκόνες, σ. 77-78 καὶ πίν. 23.
13. Ὅ.π., σ. 78 καὶ πίν. 202, ἀρ. 25. Ἐπίσης Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Πρώιμη κρητικὴ εἰκόνα τῆς Βαΐοφόρου στὴ Λευκάδα, ΔΧΑΕ Θ’(1977-1979), σ. 309-321 καὶ Π. Λ. Βοκοτόπουλος. Ἡ Βαϊοφόρος, στὸ Μυστήριον Μέγα καὶ Παράδοξον, Ἔκθεσις εἰκόνων καὶ κειμηλίων (Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), κατάλογος ἐκθέσεως, Ἀθήνα 2002, σ. 288-289. Μ. Vassilaki, An Icon of the Entry into Jerusalem and a Question of Archetypes, Prototypes and Copies in Late- and Post-Byzantine Icon Painting, ΔΧΑΕ IZ' (1993-1994), σ. 271-284. Ν. Χατζηδάκη, Εἰκόνες τῆς Συλλογῆς Βελιμέζη, Ἀθήνα 1997, σ. 102-111. Μ. Μπορμπουδάκης (ἐπιμ.), Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης. Ἀπὸ τὸ Χάνδακα ὥς τὴ Μόσχα καὶ τὴν Ἁγία Πετρούπολη, κατάλογος ἐκθέσεως, Ἡράκλειον 1993, πίν. 160 καὶ σ. 515. Κ.-Φ. Καλαφάτη, Ἡ Βαϊοφόρος, στὸ Μυστήριον Μέγα καὶ Παράδοξον, σ. 294-295.
14. Χατζηδάκης, Εἰκόνες, σ. 78.
15. Τὴν προσωνυμία «Ἡ Πάντων Χαρά» φέρει ἡ ἐφέστια εἰκόνα τῆς Μονῆς τῶν Στροφάδων, ἀπεικόνιση τῆς ὁποίας βρίσκεται καὶ σὲ τοιχογραφία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τῆς Πάτμου. Βλ. σχετικὰ Χ. Μ. Κουτελάκης, Παναγία ἡ Πάντων Χαρὰ τῶν Στροφάδων, Ἕνα εἰκονογραφικὸ παράλληλο στὴν Πάτμο, Δωδεκανησιακὰ Χρονικὰ ΙΕ' (1994), σ. 67-78, ὅπου ἀναφέρεται ἢ ὕπαρξη τῆς εἰκόνας τῆς Ἀμοργοῦ καὶ παρατίθεται ἡ σχετικὴ φωτογραφία. Γιὰ τὴν περιγραφὴ τῆς εἰκόνας, βλ. καὶ Μπαλτογιάννη 1994, σ. 155-156.
16. Περὶ τοῦ συμβολισμοῦ τοῦ ἀνάστροφου πέλματος τοῦ Χριστοῦ, βλ. Μπαλτογιάννη 1994, σ. 132-134.
17. Δρανδάκη 2002, «Παναγία ἡ Πάντων Ἐλπίς», σ. 96.
18. Δρανδάκη 2002, σ. 96.
19. Μπαλτογιάννη 1994, σ. 141-142 καὶ πιν. 68.
20. Περὶ τῆς εἰκόνας καὶ τῆς προσωνυμίας «Ἡ Πάντων Ἐλπίς», βλ. Μπαλτογιάννη 1994, σ. 111, 117 141,161.
21. Δρανδάκη 2002, σ. 96-99.
22. Βοκοτόπουλος 1990, σ. 144, εἰκ. 266.
23. Ἡ εἰκόνα τῆς Κέρκυρας δὲν ἔχει σχέση μὲ τὶς παραστάσεις τῆς φημισμένης Παναγίας στὸν ἑνετικὸ ναό, ἀλλὰ ἔχει παραγγελθεῖ ἀπὸ Ἰταλὸ καθολικὸ σὲ Ἕλληνα ζωγράφο, ὁ ὁποῖος μὴ ἔχοντας πρόχειρο ὑπόδειγμα τῆς Παναγίας «Madonna dell'Orto» ζωγράφισε μίαν εἰκόνα τῆς Γλυκοφιλούσας ποὺ εἶχε ὑπ' ὄψιν του. Βοκοτόπουλος 1990, σ. 145.
24. Χατζηδάκης 1987, σ. 317-318 καὶ εἰκ. 187.
25. Μ. Σ. Μπρούσκαρη, Τὸ Μουσεῖο Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου, Ἀθήνα 2002, σ. 117.
26. Χατζηδάκης, Εἰκόνες, σ. 102.
27. Ὅ.π.,σ. 101-102, πιν. 114.
28. Ὅ.π.,σ. 102.
29. Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες τῆς Ζακύνθου, Ἀθήνα 1997, σ. 62-63. Π. Λ. Βοκοτόπουλος,Τρεῖς εἰκόνες τοῦ 15ου αἰώνα στὴν Ζάκυνθο, Θυμίαμα στὴν μνήμη τῆς Λασκαρίνας Μπούρα, τ. 1-2, Ἀθήνα 1994, σ. 347-348 καὶ πιν. 199-200.
30. Σινᾶ 1990, σ. 206, εἰκ. 79.
31. Μπορμπουδάκης, Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης (βλ. ὑποσημ.13), σ. 514 καὶ εἰκ. 159.
32. Ἡ ἔρευνα τῶν μετοχίων τῆς Μονῆς Χοζοβιώτισσας στὴ Σαντορίνη ἔγινε προκειμένου νὰ συμπεριληφθοῦν οἱ ὁποιεσδήποτε πληροφορίες προκύψουν στὴν ἐκπονουμένη ἀπὸ τὸν γραφόντα διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα «Ἡ [εν Ἀμοργῷ Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιωτίσσης καὶ τὰ Μετόχια αὺτῆς», ποὺ θὰ ὑποβληθεῖ πρὸς ἔγκρισιν στὸ Ἱστορικὸ-Ἀρχαιολογικὸ Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων.
Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη σελίδα
|