ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΘΩΜΑΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Πρωτοπρεσβύτερος
Ιάκωβος ιερομόναχος ο Αμοργέος
Aπό το «Ο ζωγράφος Ιάκωβος ιερομόναχος ο Αμοργέος και το έργο του».
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμά Συνοδινού, Πρωτοσυγγέλου στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
Ἀνυπόγραφες εἰκόνες ἀποδιδόμενες στον ἱερομόναχο Ἰάκωβο
Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη σελίδα
1. Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΥ Η ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ
Διαστ. 53x41 εκ. Αὐγοτέμπερα σὲ ξύλο.
Ἡ εἰκόνα (Εἰκ. 13) βρίσκεται στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Μεγαλοχωρίου Θήρας, ποὺ εἶναι μετόχι τῆς Μονῆς Χοζοβιώτισσας(33). Κατέχει τὴ θέση δεσποτικῆς εἰκόνας. Διατηρεῖται σὲ ἀρκετὰ καλὴ κατάσταση μὲ μικρὲς φθορές. Δὲν ἔχει συντηρηθεῖ. Ἡ Παναγία καὶ ὁ Χριστὸς φέρουν ἀσημένιο φωτοστέφανο μὲ ἔκτυπη κληματίδα. Ἐπιπλέον, ἡ Παναγία φέρει ἀσημένιο στέμμα. Ἀσημωμένο εἶναι καὶ τὸ ἀριστερό, ὁρατὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ δύο χέρια τῆς Παναγίας.
Στὰ ἄνω ἄκρα, στὸν χρυσὸ κάμπο ἐρυθροὶ δίσκοι μὲ ἀνθύλλια καὶ μὲ τὸ συμπίλημα: Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΥ. Πιὸ κάτω, ἀριστερά, ἡ ἐπιγραφή: Η ΠΑΝΤΩΝ/ ΧΑΡΑ καὶ δεξιά, ἐπάνω ἀπὸ τὸν Χριστό: I(HCOY)C X(PICTO)C.
Ἡ Παναγία εἰκονίζεται καὶ ἐδῶ (Εἰκ. 14) σὲ προτομὴ ὡς Γλυκοφιλούσα καὶ ὑποβαστάζει τὸ παιδὶ μὲ τὸ ἀριστερό της χέρι. Οἱ ὁμοιότητες ὡς πρὸς τὴ στάση τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ, τοὺς χρωματισμούς, τὶς φωτοσκιάσεις, τὴν πτυχολογία τῶν ἐνδυμάτων, τὶς ψιμμυθιὲς καὶ τὰ λαματίσματα εἶναι ἐντυπωσιακὲς. Ἐπιπλέον, οἱ λεπτομέρειες στὸν τρόπο ἀποδόσεως τῶν ματιῶν, τῶν φρυδιῶν, τοῦ στόματος, ἡ φωτοσκίαση στὸ πηγούνι καὶ ἡ χαρακτηριστικὴ ἀπόδοση τῶν μαλλιῶν τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὁριζόντια χωρίστρα πείθουν ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ μετόχι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴ Σαντορίνη ἔχει ζωγραφισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο τὸν ἱερομόναχο ἀπὸ τὴν Ἀμοργό.
2. Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΥ Η ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Διαστ. 63 x 48 ἐκ. Αὐγοτέμπερα σὲ ξύλο.
Βρίσκεται στὸ τέμπλο τοῦ βόρειου παρεκκλησίου στὸ Καθολικό της Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ἡμεροβιγλίου στὴ Θήρα(34). Ἡ κατάσταση διατηρήσεως τῆς εἰκόνας εἶναι ἀρκετὰ καλή. Στὸ ἄνω μέρος ὑπάρχουν ἐκτεταμένες φθορές, στὶς ὁποῖες ἔχει γίνει πρόχειρη στερέωση ἀπὸ κερί.
Ἡ Παναγία εἰκονίζεται σὲ προτομὴ στὸν τύπο τῆς Γλυκοφιλούσας (Εἰκ. 16), ὅπως καὶ στὶς εἰκόνες τῆς Ἀμοργοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Μεγαλοχωρίου στὴ Σαντορίνη (βλ. Εἰκ. 9 καὶ 13). Ἄνω, ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ στὶς γωνίες, σεβίζουν οἱ Ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, στηθαῖοι, σὲ μικρογραφικὴ κλίμακα, μὲ τὰ χέρια καλυμμένα ἀπὸ τὸ ἱμάτιο, στραμμένοι πρὸς τὴν Παναγία. Ὁ Μιχαὴλ φορεῖ πράσινο λαδὶ ἱμάτιο καὶ ὁ Γαβριὴλ βαθυκόκκινο. Τὰ μαλλιὰ καὶ τῶν δύο συγκρατεῖ λευκὴ ταινία. Περίτεχνες χρυσοκονδυλιὲς στὶς φτεροῦγες.
Κάτω ἀπὸ τοὺς δύο ἀγγέλους, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς κεφαλῆς τῆς Παναγίας, μὲ κόκκινα γράμματα τὸ συμπίλημα: Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΥκαί ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ αὐτό, στὸν χρυσὸ κάμπο καὶ μὲ μικρότερα στοιχεῖα: Η ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ. Κατὰ τὰ λοιπὰ ὁ ζωγράφος δὲν ἀκολουθεῖ τὸν τύπο τῆς ἔνθρονης Παναγίας ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ ἀπὸ τοὺς Κρητικοὺς ζωγράφους, στὴν Πάτμο(35) καὶ ἀλλοῦ(36), καὶ παρουσιάζεται ὡς «Κυρία τῶν Ἀγγέλων», ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνει μὲ πιστότητα τὸν τύπο τῆς Γλυκοφιλούσας (βλ. καὶ Εἰκ. 15) τῶν δύο προηγούμενων εἰκόνων, τῆς Ἀμοργοῦ καὶ τῆς Σαντορίνης, ἀκολουθώντας κατὰ κάποιον τρόπο τὸ παράδειγμα τοῦ ζωγράφου τῆς εἰκόνας τοῦ Σινᾶ(37) πού, ἐνῶ ἀπεικονίζει τὴν Παναγία τοῦ Πάθους, φέρει τὴν ἐπιγραφή: ΜΑΡΙΑ Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΥ Η ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ.
3. Ο ΑΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ
Διαστ. 86,5 x 57 ἐκ. Διαστ. εἰκονιδίου τῆς Θεοτόκου 18 x 14,8 ἐκ.
Αὐγοτέμπερα σὲ ἐπίπεδο ξύλο μὲ προετοιμασία, χωρὶς ὕφασμα.
Ἡ εἰκόνα διατηρεῖται καλά. Ἔχει καθαρισθεῖ καὶ συντηρηθεῖ ἀπὸ τὸν Δ. Καμπούρη, συντηρητὴ τῆς 4ης Ε.Β.Α. Δωδεκανήσου τὸ 1997(38). Ὑπῆρχε ἀσημένιος φωτοστέφανος καὶ ἀργυρὴ ἐπικάλυψη τῆς ἡγουμενικῆς ράβδου ποὺ ἔχουν ἀφαιρεθεῖ. Στὸ ἄνω μέρος τῆς εἰκόνας, στὸν χρυσὸ κάμπο, μὲ ἔντονα ἐρυθρὴ γραφή: Ο AΓIOC XPICTOΔOYΛOC. Κάτω ἀριστερά, στὸ ἔδαφος, μὲ μαῦρα γράμματα ἡ ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφή: ΔEHCIC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ / THC CYMBIOY ΑΥΤΟΥ EIPHNHC. Δεξιά, χαμηλά, ἔχει ζωγραφηθεῖ εἰκονίδιο τῆς Παναγίας στὸν τύπο τῆς Ὁδηγήτριας, προφανῶς γιὰ νὰ ἀναπληρωθεῖ ἡ ἀπουσία τῆς δεσποτικῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας, στῆς ὁποίας τὴ θέση ἔχει τοποθετηθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου(39).
Ὁ Ὅσιος παριστάνεται ὁλόσωμος, μετωπικός, ντυμένος τὸ καστανὸ μοναχικὸ καββάδι, κουκούλιο σὲ χρῶμα βαθυκύανο καὶ μανδύα καστανέρυθρο (Εἰκ. 17). Στὸ στῆθος κρέμεται ἁπλὸς ἡγουμενικὸς σταυρός. Μὲ τὸ δεξὶ χέρι κρατεῖ τὸ ὁμοίωμα τοῦ Καθολικοῦ της Ἱ. Μονῆς τῆς Πάτμου καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ ἀνοικτὸ εἰλητάριο μὲ τὴν ἐπιγραφή: ΟΙΚΟΝ ΠPOCE/ΛΘΩΝ ΤΟΥ Θ/ΕΟΥ ΚΑΙ ΔEC/ΠΟΤΟΥ ΕΥΞΑΙ/ΠPEΠONTOC/ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ/ΕΥΡΕΙΝ ΛY/CIN. Στὸ ἴδιο χέρι στηρίζεται καὶ ἡ ἡγουμενικὴ ράβδος. Ὁ κάμπος εἶναι χρυσὸς καὶ τὸ ἔδαφος πράσινο. Ἡ κορμοστασιὰ τοῦ Ὁσίου, ψηλὴ καὶ λυγερή, ἀρχοντική, ὑποδηλώνει τὴν εὐγενῆ του καταγωγή.
Ὁ ζωγράφος εἶναι ἐμφανὲς ὅτι χρησιμοποιεῖ ὡς πρότυπά του τὶς εἰκόνες τοῦ Ὁσίου, ποὺ βρίσκονται στὴν Πάτμο, στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου(40) στὴ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς(41), τὴ φυλασσόμενη σήμερα(42) εἰκόνα στὸ σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς, καθὼς καὶ τὸ τρίπτυχο ποὺ φυλάσσεται στὸν ἴδιο χῶρο(43).
Ἔχει δουλέψει τὴν εἰκόνα μὲ μαστοριά, μὲ χρώματα στέρεα, μὲ ἁρμονικὴ ἐναλλαγὴ τῶν θερμῶν καὶ τῶν ψυχρῶν τόνων καὶ μὲ τρόπους ποὺ συνηθίζουν οἱ Κρητικοὶ ζωγράφοι (Εἰκ. 18). Τὸ κείμενο τοῦ εἰληταρίου δὲν ὁμοιάζει μὲ κανένα τῶν εἰκόνων τῆς Πάτμου. Τὸ ὁμοίωμα τοῦ ναοῦ δὲν ἀντιγράφεται μὲ ἀκρίβεια καὶ στὴν πρόσοψη ὑπάρχουν τέσσερα τοξωτὰ ἀνοίγματα, ἀντὶ τῶν τριῶν ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ζωγράφοι τῶν εἰκόνων τῆς Πάτμου.
Στὸ εἰκονίδιο κάτω δεξιὰ ἡ Παναγία παριστάνεται σὲ προτομὴ καὶ βρέφοκρατούσα, στὸν γνωστὸ βυζαντινὸ τύπο τῆς Ὁδηγήτριας (Εἰκ. 19) καὶ μὲ τὴ μορφὴ ποὺ παίρνει στὶς κρητικὲς εἰκόνες τοῦ δεύτερου μισοῦ) τοῦ 15ου αἰώνα, μὲ ἱκανὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴ ζωγραφική του Ἀνδρέα Ρίτζου(44).
4. Η ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ
Διαστ. 88 x 66,8 ἐκ.
Αὐγοτέμπερα σὲ ἐπίπεδο ξύλο μὲ προετοιμασία, χωρὶς ὕφασμα.
Ἡ εἰκόνα διατηρεῖται σὲ πολὺ καλὴ κατάσταση. Ἔχει καθαρισθεῖ καὶ συντηρηθεῖ ἀπὸ συντηρητὴ τῆς 4ης Ε.Β.Α. Δωδεκανήσου.
Πρόκειται γιὰ ἀπεικόνιση τοῦ ὕμνου Ἐπὶ σοὶ χαίρει κεχαριτωμένη..., τὸν ὁποῖο ἔχει συνθέσει ὁ ὑμνογράφος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ ψάλλεται κατὰ τὴ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ἡ σύνθεση ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μέρη (Εἰκ. 20). Στὸ ἐπάνω, ἐμπρὸς ἀπὸ πολύτρουλλο οἰκοδόμημα-ναὸ προβάλλεται μέσα σὲ φωτεινὴ κυκλικὴ δόξα ἡ Θεοτόκος ἔνθρονη καὶ βρεφοκρατούσα. Ἡ δόξα, ποὺ ἔχει τὸ χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ, ἀποδίδεται σὲ τέσσερις ἀποχρώσεις, ἀπὸ τὸ βαθὺ κυανὸ ἕως τὸ ἀνοιχτὸ γαλάζιο, καὶ εἶναι κοσμημένη μὲ χρυσὰ ἀστέρια, ἐξαίρει τὴ Θεοτόκο ὡς κεντρικὴ μορφὴ τῆς ὅλης συνθέσεως. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς κεφαλῆς τῆς Θεομήτορος σημειώνεται μὲ κόκκινα γράμματα τὸ συμπίλημα: Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(Ε)ΟΎ, ἐνῶ στὸ μαφόρι της διακρίνεται καθαρὰ καὶ μὲ χρυσὰ γράμματα τὸ συμπίλημα: I(HCOY)C X(PICTO)C. Τὴ δόξα πλαισιώνει Ἀγγέλων τὸ σύστημα, ἐνῶ τὸν ναὸ τὰ πυκνὰ δένδρα τοῦ παραδείσου, προφανῶς ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν χαρακτηρισμῶν τῆς Παρθένου στὸν ὕμνο ὡς ἡγιασμένου ναοῦ καὶ λογικοῦ παραδείσου. Ἐπάνω καὶ πίσω ἀπὸ τὸ κτίριο καὶ τὰ δένδρα διαγράφεται ἡμικύκλιο οὐρανοῦ μὲ μορφὴ τόξου ἴριδας. Στὸν χρυσὸ κάμπο, ψηλὰ στὶς γωνίες, μὲ ἐρυθρὰ γράμματα ἡ ἐπιγραφή: Η ΚΕΧΑΡΙ-ΤΩΜΕΝΗ. Ὅλη ἡ σύνθεση προβάλλει ἐπάνω σὲ ψηλό, ἀπότομο καὶ μὲ σχηματοποιημένους βράχους ὄρος, τὸ ὁποῖο χωρίζει τὴν εἰκόνα σὲ δύο ζῶνες.
Στὴν κάτω ζώνη, σὲ τρεῖς ἐπάλληλες σειρές, εἰκονίζεται ἀνθρώπων τὸ γένος. Ἀριστερά, ψηλὰ στὸ βάθος ὁ ποιητὴς τοῦ ὕμνου Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μὲ τὸν χαρακτηριστικό του κεφαλόδεσμο, ὁ ὁποῖος δεόμενος προσφέρει τὸν ὕμνο στὴ Θεοτόκο, γραμμένο σὲ ἀνεπτυγμένο εἰλητάριο: ἐπὶ σοὶ χαίρει κεχα/ριτωμένη πᾶσα ἡ κτίσις/ἀγγέλων τὸ σύστημα/καὶ ἀν(θρώπ)ων τὸ γένος. Ἡγιασ/μένε ναὲ καὶ παράδεισε /λογικὲ παρθενι/κὸν καύχημα ἐ/ξ ἧς Θ(ἐό)ς ἐσαρκώθη / καὶ παιδίον γέγονεν ὁ / πρὸ αἰώνων Θ(εό)ς. / Τὴν γὰρ σὴν μήτραν / θρόνον ἐποίη/σεν καὶ τὴν σὴν γαστέ/ρα πλατυτέραν οὐ/ρανῶν ἀπειργάσατο. /ἐπὶ σοὶ χαίρει κεχα/ριτωμένη πᾶσα ἡ κτίσις / δόξα σοι. Δεξιά του ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἡγούμενος τοῦ χοροῦ τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στὶς ἄλλες δύο ἐπάλληλες ζῶνες ἀριστερὰ εἶναι εὐδιάκριτες οἱ μορφὲς τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀαρών, τοῦ Δαυΐδ καὶ τοῦ Σολομῶντος, τοῦ Ἐνὼχ καὶ τοῦ Μελχισεδέκ, τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Νικολάου, Κυρίλλου καί Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου γυμνοῦ, μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ μακριὰ γενειάδα, καὶ ἄλλων ὁσίων ἀνδρῶν (Εἰκ. 21).
Στὸν δεξιὸ χορὸ ἀποδίδονται οἱ Ἀπόστολοι μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πέτρο. Ἀκολουθοῦν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Λουκᾶς καὶ οἱ ἄλλοι, ἀκολουθούμενοι καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ὁμάδα Μαρτύρων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Δημήτριος προηγοῦνται τῶν ἀνδρῶν, ἐνῶ τῶν γυναικῶν οἱ Ἁγίες Αἰκατερίνη καὶ Εἰρήνη. Στὸ ἄκρο δεξιὰ ἡ Ἁγία Ἰουλίττα μὲ τὸν ἀνήλικο γιὸ της μάρτυρα Κήρυκο (Εἰκ. 22). Ἐπάνω ἀπὸ τὶς γυναῖκες Μάρτυρες, ὁμάδα ὁσίων γυναικῶν μὲ κορυφαία τὴν Ἁγία Παρασκευή. Στὸ ἄκρο δεξιὰ ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία.
Στὸ μέσον τῆς παραστάσεως, στὴ βάση τοῦ κτιρίου, δεξιά, σὲ λευκὸ φόντο μὲ μαῦρα γράμματα ἡ ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφή: ΔEHCIC ΤΟΥ ΔΟΥ/ΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΕΝΑ/ΔΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑ/ΧΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘ/ΗΓΟΥΜ/ΕΝΟΥ.
Ὅλες οἱ μορφὲς τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν δείχνουν μὲ τὴ στάση τους ὅτι ἀναπέμπουν, δεόμενες μαζὶ μὲ τὸν ὑμνογράφο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν ὕμνο στὴν Παναγία.
Τὸ μεγαλυνάριο Ἐπὶ σοὶ χαίρει κεχαριτωμένη κατέλαβε καίρια θέση στὴ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περὶ τὰ μέσα τοῦ 14ου αἰώνα(45), ἀσφαλῶς δὲ καὶ στὴν εἰκονογραφία. Ὡς ἐκ τούτου ὁ ζωγράφος εἶχε ὑπ' ὄψιν του πρότυπα τῆς παραστάσεως μετὰ τὴν ἐποχὴ αὐτή. Ἰδιαίτερη ὁμοιότητα παρουσιάζει μὲ τὴ γνωστὴ εἰκόνα τοῦ Σινᾶ ποὺ βρίσκεται στὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Βάτου(46) (Εἰκ. 30). Εἶναι ὅμως σαφῶς ἁπλούστερη ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Γεωργίου Κλόντζα, μὲ τὸ ἴδιο θέμα, στὴν ἴδια μονή(47). Δὲν θεωρῶ ἀπίθανο νὰ γνώριζε ἐπίσης τὶς δύο εἰκόνες ποὺ βρίσκονται στὸν ναὸ τῆς Παναγίας στὸ Καστέλλι τοῦ Πύργου τῆς Σαντορίνης(48) καὶ ἀποδίδονται στὸν Ἐμμανουὴλ Σκορδίλη, Κρητικὸ ζωγράφο ποὺ ἔζησε στὰ μέσα του 17ου αἰώνα.
5. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ
Διαστ. 87,5 x 66,8 ἐκ.
Αὐγοτέμπερα σὲ ξύλο ἐπίπεδο μὲ προετοιμασία, χωρὶς ὕφασμα.
Ἡ εἰκόνα ἔχει ἐκτεταμένες φθορὲς στὶς παρυφὲς καὶ στὸ κέντρο. Ἔχει καθαρισθεῖ καὶ συντηρηθεῖ ἀπὸ συντηρητὴ τῆς 4ης Ε.Β.Α. Δωδεκανήσου. Ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠANTEC διασώζεται εὐκρινῶς μόνον ἡ λέξη ΠΑΝTEC, ἐπάνω δεξιά, στὸ χρυσὸ κάμπο.
Τὸ κέντρο τῆς συνθέσεως κατέχει ὁ I(HCOY)C X(PICTO)C ἐν δόξῃ(49) (Εἰκ. 23). Τὸν περιβάλλει τριπλὴ -ρομβοειδής, ὀρθογώνια καὶ ἐλλειπτικὴ- δόξα. Κάθεται σὲ τόξο ἴριδας(50), εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξὶ χέρι, ἐνῶ μὲ τὸ ἀριστερὸ κρατεῖ ἀνοικτὸ εὐαγγέλιο μὲ τὴν ἐπιγραφή: ΔΕΥΤΕ /ΠPOC/ ME ΠΑΝ/TEC ΟΙ ΚΟΠΙ/ΩNTEC ΚΑΙ ΠΕΦΟ/PTICMENOI /ΚΑΓΩ ΑΝΑ[ΠΑΥCΩ YMAC](51). Πίσω ἀπὸ τὴ δόξα προβάλλουν τὰ σύμβολα τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν, ἄνω) δεξιὰ τοῦ Ἰωάννη, ἀριστερά τοῦ Ματθαίου καὶ ἀντιστοίχως στὴν κάτω πλευρὰ τοῦ Μάρκου καὶ τοῦ Λουκᾶ, ποὺ κρατοῦν ἀνοικτὰ εὐαγγέλια καὶ τὸν πρῶτο στίχο τοῦ Εὐαγγελίου ἑκάστου• στὸ πλάι τους τὸ συμπίλημα τοῦ ὀνόματος τοῦ κάθε Εὐαγγελιστοῦ: Μ(Α)Τ(ΘΑΙΟ)C, IΩ(ANNHC), Λ(OYKAC) καὶ Μ(Α)Ρ(ΚΟC)(52). Τὴ δόξα πλαισιώνουν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁλόσωμοι καὶ δεόμενοι. Ὁ Πρόδρομος κρατεῖ μὲ τὸ δεξὶ χέρι ἀνοικτὸ εἰλητάριο μὲ τὴν ἐπιγραφή: ΙΔΕ Ο AM/NOC ΤΟΥ/ ΘΕΟΥ Ο ΑΙ/ΡΩΝ ΤΗΝ / AMAPTI/AN TOY K/OCMOY(53) καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ δέεται πρὸς τὸν Χριστό. Ἀριστερὰ ἡ Θεοτόκος, μὲ βαθυκύανο φόρεμα καὶ πορφυρὸ μαφόριο, δέεται ἐπίσης πρὸς τὸν Υἱό της.
Στὸν κάθετο ἄξονα, ἐπάνω ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, εἰκονίζεται ἡ Ἐτοιμασία τοῦ Θρόνου, σύμβολο τῆς μελλούσης Κρίσεως(54). Στὸ κέντρο ὁ θρόνος μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ θρόνου, γονατιστοὶ καὶ δεόμενοι, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ Ἀδὰμ ὁ ἥλιος καὶ τῆς Εὔας ἡ σελήνη. Στὸν κάθετο ἄξονα, κάτω ἀπὸ τὴ δόξα, εἰκονίζονται ὡς ὑποπόδιο τοῦ Χριστοῦ φτερωτοί, ὀφθαλμόμορφοι θρόνοι-τροχοὶ(55) καὶ πιὸ κάτω ἀκριβῶς ἑξαπτέρυγο(56) σεραφεὶμ ἐρυθρόμορφο.
Γύρω ἀπὸ τὰ κεντρικὰ πρόσωπα τῆς σκηνῆς τοποθετοῦνται οἱ μορφὲς ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Διατάσσονται σὲ τρεῖς σειρὲς καὶ ἕξι ὁμάδες. Στὸ ἄνω μέρος τῆς συνθέσεως ἀρχάγγελοι καὶ ἄγγελοι (Εἰκ. 24), στὸ μέσον δεξιὰ ὁ χορὸς τῶν Ὁσίων καὶ ἀριστερὰ τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐπικεφαλῆς τοῦ χοροῦ τῶν Ὁσίων ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, στοῦ ὁποίου τὰ χέρια εἰκονίζεται ἀνοικτὸ εἰλητάριο μὲ τὴν ἐπιγραφή: XOPOC OCIΩN. Ἐπικεφαλῆς τοῦ χοροῦ τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ προφήτης Μελχισεδέκ, ὅπως ἀναφέρεται στὸ ἀνοικτὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ στὰ χέρια του. Στὴν κάτω σειρὰ οἱ χοροὶ τῶν Ἱεραρχῶν, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ὅπως ἀναφέρεται στὰ εἰλητάρια ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια οἱ ἐπικεφαλῆς τῶν χορῶν. Μεταξὺ τοῦ χοροῦ τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τοῦ χοροῦ τῶν Ἱεραρχῶν διακρίνεται ὁ ὑμνογράφος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ κεφαλόδεσμο. Σὲ στάση δεήσεως ἀναπέμπει τὸν ὕμνο Σοῦ ἡ τροπαιοῦχος Δεξιὰ θεοπρεπῶς..., ὅπως γράφεται στὸ ἀνοικτὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι. Μεταξὺ τῶν μορφῶν στὸν χορὸ τῶν Ἱεραρχῶν διακρίνονται οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, Μέγας Βασίλειος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Σπυρίδων μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ πλεκτὸ σκοῦφο (τὴν σπυρίδα), ὁ Ἅγιος Νικόλαος (Εἰκ. 25). Στὸν χορὸ τῶν Προφητῶν ἀναγνωρίζονται ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρών, οἱ Προφητάνακτες Δαυΐδ καὶ Σολομών, ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ Ἐνώχ. Κορυφαῖος στὸν χορὸ τῶν Ἀποστόλων ὁ Πέτρος ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸν Παῦλο, τὸν Ἀνδρέα, τὸν Ἰάκωβο, τὸν Μᾶρκο καὶ τὸν Ἰωάννη. Τοῦ χοροῦ τῶν Μαρτύρων ἡγοῦνται οἱ Μεγαλομάρτυρες Γεώργιος καὶ Δημήτριος καὶ τῶν Μαρτύρων γυναικῶν οἱ Ἁγίες Εἰρήνη, Αἰκατερίνη καὶ Παρασκευή.
Ὅλες οἱ μορφὲς προβάλλουν σὲ ἔναστρο οὐρανὸ ποὺ ἀπεικονίζεται σὲ τρεῖς χρωματικὲς ζῶνες, βαθυκύανη, κυανὴ καὶ ὑπόλευκη. Μὲ τὴν ἔνταξή τους στὸν ἔναστρο κύκλο τοῦ οὐρανοῦ, οἱ χοροὶ τῶν Ἁγίων -μέλη τῆς Θριαμβευούσης Ἐκκλησίας- μετέχουν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλοι μαζὶ δέονται γιὰ τὰ μέλη τῆς Στρατευομένης Ἐκκλησίας Του.
Τὸ κατώτερο μέρος τῆς ζωγραφικῆς ἐπιφάνειας κατελάμβανε ἀπεικόνιση τοῦ Παραδείσου. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ καὶ κάτω ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν Ἱεραρχῶν εἰκονίζονταν(57) οἱ Κόλποι τοῦ Ἀβραάμ. Ἐλάχιστο κατάλοιπο σώζεται τῆς εἰκονιζόμενης μορφῆς καὶ ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἐπιγραφή: ...ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ. Κάτω ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν Μαρτύρων γυναικῶν θὰ ἀπεικονιζόταν ὁ μετανοήσας ληστής, ποὺ κρατοῦσε τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου του.
Ὁ ζωγράφος, μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα, εἶχε ὡς πρότυπό του τὴν εἰκόνα μὲ τὸ ἴδιο θέμα(58) ποὺ βρίσκεται στὴ Μονὴ τῆς Χοζοβιώτισσας(59) (Εἰκ. 26). Ἡ ὁμοιότητα εἶναι ἐντυπωσιακὴ ὡς πρὸς τὸν ἀκολουθούμενο τρόπο τῆς συνθέσεως ἀκόμη καὶ στὶς λεπτομέρειες. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι συμπίπτουν καὶ οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας: 87 Χ 68 ἐκ. Εἶναι λοιπὸν πολὺ πιθανὸν νὰ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ τὸ ἴδιο ἀνθίβολο. Ἡ μοναδικὴ διαφορὰ ἔγκειται στὸ ὅτι ὁ Χριστὸς στὴν εἰκόνα τῆς Χοζοβιώτισσας ἀπεικονίζεται ὡς Ἐμμανουήλ, ὡς ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ(60).
Σημειώσεις
33. Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Μεγαλοχωρίου Θήρας, μαζὶ μὲ τὰ παρακείμενα κτίσματα καὶ ἀρκετὰ κτήματα, ἀποτελεῖ τὸ κεντρικὸ μετόχι τῆς Μονῆς Χοζοβιώτισσας στὴ Σαντορίνη. Γιὰ τὸν ναὸ βλ. Κουμανούδης 1960, σ. 70 καὶ εἰκ. 66,67,252,253. Εὐχαριστῶ τὸν ἱερέα π. Ἐμμανουὴλ Λειβαδάρο, ἐφημέριό της Ἔξω Γωνιᾶς Θήρας, ποὺ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ τότε Μητροπολίτη Θήρας κ. Παντελεήμονος μὲ συνόδευσε κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τῶν μνημείων, καθὼς καὶ τὸν παλαιὸ φίλο κ. Νίκο Δαμίγο. Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ὀφείλω στὸν Γέροντα ἐφημέριο τοῦ Μεγαλοχωρίου π. Ἐλευθέριο Λειβαδάρο γιὰ τὴ βοήθεια καὶ τὶς πολύτιμες πληροφορίες του.
34. Περὶ τῆς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ἡμεροβιγλίου Θήρας βλ. Κουμανούδης 1960, σ. 58-59 καὶ εἰκ. 219-220. Εὐχαριστίες ὀφείλω στὴν καθηγουμένη τῆς Μονῆς Μάρθα Μοναχὴ γιὰ τὴ φιλοξενία καὶ τὴν προθυμία της νὰ διευκολύνει τὴ μελέτη μας.
35. Χατζηδάκης, Εἰκόνες, 19952, σ. 133 καὶ πιν. 138, σ. 134 καὶ πίν. 142, σ. 139 καὶ πίν. 54, σ. 144 καὶ πιν. 156, σ. 151 καὶ πίν. 164, σ. 139 καὶ πίν. 54.
36. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε εἰκόνες τῆς Παναγίας ἔνθρονης μὲ τὴν ἐπωνυμία αὐτή: στὸ Μουσεῖο Μπενάκη (Ἀ. Ξυγγόπουλος, Μουσεῖον Μπενάκη, Κατάλογος τῶν εἰκόνων, Ἀθήνα 1936, ἀρ. 34, σ. 49, πίν. 25α)• στὸ Μουσεῖο Ἐρμιτάζ της Ἁγίας Πετρουπόλεως (Μπορμπουδάκης, Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης, σ. 330-331 καὶ πίν. 2, Υ. Piatnitsky)• στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο Κερκύρας (Βοκοτόπουλος 1990, σ. 24, πίν. 15).
37. Σινᾶ 1990, σ. 129 καὶ 212, πίν. 87.
38. Τὶς πληροφορίες γιὰ τὴ συντήρηση τῶν εἰκόνων μοῦ ἔδωσε ὁ π. Γεώργιος Θεολογίτης, τὸν ὁποῖο εὐχαριστῶ.
39. Ὅμοια λύση δίδεται ἀπὸ τὸν ζωγράφο καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὴν Πάτμο, στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Προδρόμου. Χατζηδάκης, Εἰκόνες, σ. 69 καὶ πίν. 85.
40. Ὅ.π., σ. 69-70, πίν. 84,86, 87.
41. Ὅ.π., σ. 148, πίν. 161.
42. Ὅ.π., σ. 148, πίν. 159.
43. Ὅ.π., σ. 165, πίν. 184.
44. Μπαλτογιάννη 1994, σ. 230-231 καὶ πίν. 122-123.
45. Βλ. Ἀλιπράντης 2000, σ. 101.
46. Ν. Δρανδάκης, στὸ Σινᾶ 1990, σ. 129 καὶ 218, εἰκ. 93• Ἀλιπράντης 2000, σ. 19-20 καὶ 195, εἰκ. 3.
47. Ν. Δρανδάκης, στὸ Σινᾶ 1990, σ. 130-131 καὶ 223, εἰκ. 98. Ἄλλες εἰκόνες τοῦ Γεωργίου Κλόντζα μὲ τὸ ἴδιο θέμα: στὸ Ἑλληνικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Βενετίας (Ἀλιπράντης 2000, σ. 21, πίν. 4-5)• σὲ ἰδιωτικὴ Συλλογὴ στὶς Η.Π.Α. (ὅ.π., σ. 26-27, πίν. 6)• στὴ Συλλογὴ τῆς κας Μαριάννας Λάτση (ὅ.π., σ. 28-29, πίν. 7).
48. Ἀλιπράντης 2000, σ. 46-61 καὶ πίν. 12,13,14,15 καὶ 16.
49. Θέμα προσφιλὲς στὴν εἰκονογραφία, τὸ ὁποῖο καὶ συνδέεται μὲ τὰ ὁράματα τοῦ Ἠσαΐα στὸ κέφ. ΞΣΤ’καὶ τοῦ Ἰεζεκιὴλ στὸ κέφ. Ι’ οἱ ὁποῖοι συνέθεσαν τὸ θέμα τῆς Δόξας τοῦ Κυρίου.
50. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἠσαΐα, κέφ. ΞΣΤ', στ. 1: Οὕτως λέγει Κύριος ὁ οὐρανός μοι θρόνος ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου ...
51. Ματθ. ια', 28. Τὸ κείμενο αὐτὸ στὸ βιβλίο ποὺ κρατεῖ ὁ Χριστὸς ἐνισχύει τὴν ἄποψη ὅτι ὁ ζωγράφος τῆς εἰκόνας ἔχει ἐμπνευσθεῖ ἀπὸ τὴ μέλλουσα Κρίση.
52. Ὁ συμβολισμὸς τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν μὲ τὰ τέσσερα ἀποκαλυπτικὰ ζῶα πηγάζει ἀφ' ἑνὸς ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (δ', 6-9): ... καὶ κύκλῳ τοῦ θρόνου τέσσαρα ζῶα γέμοντα ὀφθαλμῶν ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν καὶ τὸ ζῶον τὸ πρῶτον ὅμοιον λέοντι, καὶ τὸ δεύτερον ζῷον ὅμοιον μόσχῳ, καὶ τὸ τρίτον ζῶον ἔχον τὸ πρόσωπον ὡς ἀνθρώπου, καὶ τὸ τέταρτον ζῶον ὅμοιον ἀετῷ πετομένῳ καὶ τὰ τέσσαρα ζῶα, ἕν καθ' ἕν αὐτῶν ἔχον ἀνὰ πτέρυγας ἕξ,... καὶ ὅταν δῶσι τὰ ζῷα δόξαν καὶ τιμὴν καὶ εὐχαριστίαν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου, τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων..., καὶ ἀφ' ἑτέρου ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ (κέφ. Α', 5-10). Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμήνευσαν τὰ ζῶα τοῦ ὁράματος ὡς προεικόνιση τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν μὲ πρῶτον τὸν Εἰρηναῖο Λουγδούνου. Στὴν Ἀνατολὴ ἐπικράτησε ἡ ἄποψη τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου (Ματθαῖος-ἄνθρωπος, Ἰωάννης-ἀετός, Λουκᾶς-μόσχος, Μάρκος-λέων), ἡ ὁποία καὶ ἀκολουθήθηκε στὴ μνημειακὴ ζωγραφική. Περὶ αὐτοῦ βλ. Ναυσικᾶ Πανσελήνου, Τὰ σύμβολα τῶν Εὐαγγελιστῶν στὴ βυζαντινὴ μνημειακὴ τέχνη - Μορφὴ καὶ περιεχόμενο, ΔΧΑΕ Ζ' (1993-1994), σ. 79-86.
53. Ἰωάννου, α', 29.
54. Δρανδάκη 2002, σ. 246.
55. Ἰεζεκιήλ, κέφ. Α', 16-21.
56. Ἠσαΐας, κέφ. Α', 23.
57. Τὴν εἰκόνα ἐνθυμοῦμαι, πολὺ καλὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπολέπισή της στὸ σημεῖο αὐτό. Πρὶν ἀπὸ εἴκοσι πέντε περίπου χρόνια ἄρχισε ἡ φθορά της, χωρὶς τότε νὰ ὑπάρξει ἔγκαιρη ἐπέμβαση γιὰ τὴ διάσωσή της.
58. Εἰκόνες ποὺ ἔχουν τὸ ἴδιο θέμα καὶ τύπο μὲ τὴν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Πάντων της Ἀμοργοῦ εἶναι γνωστὲς ἀπὸ τοὺς παλαιολόγειους χρόνους, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Δαλματική τοῦ Βατικανοῦ (βλ. G. Millet, La Dalmatique du Vatican: Les élus, images et croyances, Paris 1945. Δρανδάκη 2002, σ. 246• Byzantium. Faith and Power, 1261 -1557, κατάλογος ἐκθέσεως, The Metropolitan Museum of Art, New York 2004). Ἄλλα καὶ σημαντικὸς ἀριθμὸς μεταβυζαντινῶν εἰκόνων ἀκολουθεῖ ἀνάλογο πρότυπο. Περὶ αὐτῶν βλ. Δρανδάκη 2002, σ. 248 καὶ Βοκοτόπουλος 1990, σ. 155. Βιβλιογραφία γιὰ τὸ θέμα βλ. Ν. Ghioles, Eschatological Representations of Christ, στὸ Ch. A. Maltezou, K. Kalavaris (ἐπιμ.) Cristo nell'arte bizantina e postbizantina, Atti del Convegno, Venezia, 22-23 settembre 2000, Venezia 2002, σ. 47 καὶ ὑποσ. 37.
59. Ἡ εἰκόνα βρίσκεται ἀνηρτημένη στὸν δυτικὸ τοῖχο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς τῆς Χοζοβιώτισσας. Μέχρι τὸ 1960 περίπου βρισκόταν στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στὸν Κρούκελο τῆς Αἰγιάλης Ἀμοργοῦ, σὲ ἕνα ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων μετοχίων τῆς Μονῆς. Μετεφέρθη ὑπὸ τοῦ τότε Καθηγουμένου Ἀρσενίου Τσαταλιοῦ γιὰ ἀσφάλεια στὴ Μονή. Ἀργότερα συντηρήθηκε καὶ καθαρίσθηκε ἀπὸ συντηρητὲς τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ. Σώζει τὴν ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφή: ΥΠΟ ΕΞΟΔΟΥ ΚΑΙ CYNΔΡOMHC ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΓΕΓΟΝΕΝ H ΠAPOYCA ΕΙΚΟΝΑ.Τὰ κείμενα στὰ εὐαγγέλια ποὺ κρατοῦν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Εὐαγγελιστὲς ἀλλὰ καὶ στὸ εἰλητάριο τοῦ Προδρόμου εἶναι ἀκριβῶς τὰ ἴδια, ὅπως στὴν εἰκόνα τοῦ Ἰακώβου.
60. Γ. Γαλάβαρης, Σινᾶ 1990, σ. 93.
Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη σελίδα
|