ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΘΩΜΑΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Πρωτοπρεσβύτερος
Ιάκωβος ιερομόναχος ο Αμοργέος
Aπό το «Ο ζωγράφος Ιάκωβος ιερομόναχος ο Αμοργέος και το έργο του».
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμά Συνοδινού, Πρωτοσυγγέλου στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
Τεχνοτροπικὲς παρατηρήσεις - Συμπεράσματα
Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη σελίδα
Στὶς ἀνυπόγραφες εἰκόνες ποὺ ἐξετάσαμε, ἀπαντῶνται τὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν στὶς ἐνυπόγραφες εὶκόνες τοῦ Ἰακώβου Ἱερομονάχου, ὥστε ἡ ταύτιση νὰ εἶναι βέβαιη. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὰ στοιχεῖα αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἑξῆς:
Τὰ μάτια ζωγραφίζονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Εἶναι μεγάλα, στρογγυλὰ καὶ πολὺ ἐκφραστικά. Ἔχουν τὰ ἄνω βλέφαρα κοκκινωπά, ζωγραφισμένα μὲ δύο πινελιὲς ἀπὸ κιννάβαρι. Τὰ φρύδια εἶναι τοξωτά, στὴν ἐξωτερικὴ πλευρὰ φθάνουν χαμηλὰ καὶ σχηματίζουν μαζὶ μὲ τὴ σκιὰ τοῦ προπλασμοῦ χαρακτηριστικὴ ὀξεία γωνία. Τὸ κάτω βλέφαρο φωτίζεται μὲ δύο ἀνοικτόχρωμες πινελιὲς (Εἰκ. 10 καὶ 27).
Τὸ κατ' ἐξοχὴν χαρακτηριστικό, ἡ μύτη, ἔχει σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες τὴν ἴδια τριγωνικὴ βάση ψηλὰ καὶ τὸν ἴδιο φωτισμὸ μὲ δύο παράλληλες ψιμμυθιὲς κατὰ μῆκος της. Τὸ στρογγυλὸ πηγούνι εἶναι παρόμοιο καὶ χαρακτηριστικὸ σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες. Τὰ ψιμμύθια στὶς παρειὲς εἶναι ἐκτεταμένα, παράλληλα, καὶ ἐναλλὰξ λεπτὸ καὶ παχύ.Ὁ εἰκαστικὸς αὐτὸς χειρισμὸς ἐναλλαγῆς λεπτῶν καὶ παχειῶν ψιμμυθιῶν ἀπαντᾶται κυρίως στὸν Ἀνδρέα Ρίτζο, ὅπως γιὰ παράδειγμα σὲ εἰκόνες του στὴν Πάτμο καὶ σὲ ἔργα μαθητῶν του. Ἡ διαπίστωση αὐτή μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Ἰακώβου Ἀμοργέου χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀπηχήσεις τῆς τέχνης τοῦ μεγάλου αὐτοῦ δασκάλου, ὑπῆρξε δὲ πιθανότατα μαθητὴς κάποιου μαθητοῦ του.
Τὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν εἶναι λεπτά, χωρὶς ἀρθρώσεις καὶ κάποτε ἀγκιστροειδῆ. Γενικὰ τὸ σχέδιό του εἶναι λεπτὸ καὶ ἔχει τὴν τάση νὰ ἀποδίδει ἀνατομικὰ στοιχεῖα μὲ τρόπο περισσότερο διακοσμητικὸ παρὰ φυσιοκρατικό.
Στὰ ἐνδύματα ἀπαντῶνται πολλὲς φορὲς τριγωνικοὶ φωτισμοί, πρὸ πάντων στοὺς ὤμους τῶν ἐνδυμάτων, καὶ ἰδιαίτερα στὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας.
Ὁ Ἰάκωβος σὲ πολλὲς εἰκονιζόμενες μορφὲς διατάσσει τὴν κόμη κατὰ τρόπον ὥστε νὰ σχηματίζεται μία χαρακτηριστικὴ ὁριζόντια χωρίστρα, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὸν Χριστό, στὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Ἅγιο ἐπάνω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παῦλο, στὴν εἰκόνα τῆς Κεχαριτωμένης (Εἰκ. 22 καὶ 31).
Τέλος, τὰ ὄρη (Εἰκ. 7) εἶναι ζωγραφισμένα μὲ τρόπο ποὺ παραπέμπει στὸν Ἀνδρέα Ρίτζο (πρβλ. τὴ Βαϊοφόρο στὴ διπλὴ εἰκόνα τῆς Πάτμου, Εἰκ. 28). Ἡ φωτισμένη πλευρά τους ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ σκιασμένη, ὥστε νὰ δημιουργεῖται φυσικὰ τὸ αἴσθημα τοῦ κυβιστικοῦ χώρου. Τὰ διατάσσει κατὰ κύβους, πρισματικὰ καὶ βαθμιδωτά, ὅπου τοποθετεῖ ἐπάνω στὴν ὤχρα χαρακτηριστικὲς μικρὲς κοκκινωπὲς πινελιὲς ἀπὸ κιννάβαρι, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὴ μία βαθμίδα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἡ ἴδια τεχνοτροπία καὶ ἡ ἔντονη ἀντίθεση σκιασμένης καὶ φωτισμένης πλευρᾶς παρατηρεῖται καὶ στὰ οἰκοδομήματα συνθέσεων, ὅπως στὴν εἰκόνα τῆς Βαϊοφόρου (Εἰκ. 8).
Ἀπὸ ὅσα ἐξετέθησαν παραπάνω συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰάκωβος Ἀμοργέος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους καὶ πιὸ χαρισματικοὺς ἁγιογράφους τῆς ἐποχῆς του. Φαίνεται ὅτι εἶναι ἄνθρωπος μὲ εὐρεία καλλιέργεια γιὰ τὸ περιβάλλον του καὶ εἶναι ἐνήμερος τῶν καλλιτεχνικῶν τάσεων τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου. Στὶς εἰκόνες του ἀφομοιώνει διδάγματα τῶν μεγάλων Κρητῶν δασκάλων τοῦ 16ου καὶ τοῦ 17ου αἰώνα, τὰ ὁποῖα προσαρμόζει ἐπιτυχῶς καὶ μὲ αὐθεντικὸ τρόπο στὸ δικό του εἰκαστικὸ ἰδίωμα. Οἱ πινελιὲς του εἶναι δοσμένες μὲ σιγουριὰ καὶ ἁπλότητα. Τὰ πρόσωπα τῶν εἰκόνων του εἶναι πρόσωπα σοβαρῶν ἡρώων, ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ πειστικὴ σκηνικὴ παρουσία μέσα στὴν ὅλη σύνθεση (Εἰκ. 29, 31). Μπορεῖ νὰ ὑστερεῖ σχετικὰ σὲ ἐπὶ μέρους σχεδιαστικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα συνήθως ἔχουν σχέση μὲ ἀνατομικὲς λεπτομέρειες, ὅμως ἐκπλήσσει ἡ πειστικότητα τῆς ἀναπτύξεως τῶν μορφῶν μέσα στὸν εἰκαστικὸ χῶρο. Ὁ Ἰάκωβος εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ πραγματικὰ χαρισματικός. Ἡ σκηνογραφία τῶν κτιρίων ἢ τῶν δένδρων ποὺ περιβάλλουν τὴ σύνθεση, ἡ ἀπόδοση τῶν σωμάτων καὶ τῶν ἐνδυμάτων καὶ ἡ σχέση ποὺ συνδέει τὰ πρόσωπα μεταξύ τους, οἱ κινήσεις, οἱ στάσεις, οἱ ἐκφράσεις χαρακτηρίζονται ἀπὸ μοναδικὴ πειθὼ καὶ σιγουριά.
Τὸ κατ' ἐξοχὴν χαρακτηριστικό τῆς τέχνης του εἶναι τὸ χρῶμα. Εἶναι ζωντανό, πηγαῖο καὶ δυνατό. Χρησιμοποιεῖ καθαρὰ χρώματα ποὺ τὰ δαμάζει καὶ τὰ διατάσσει σὲ ἁρμονικοὺς συνδυασμούς. Ἡ καθαρότητα καὶ ἡ δύναμη τοῦ χρώματος δίδουν στὴν εἰκόνα μίαν ἀτμόσφαιρα πανηγυρικὴ καὶ δοξολογική. Ὁ πανηγυρικὸς αὐτὸς τόνος τῆς ζωγραφικῆς του πιστεύω ὅτι ἀναδεικνύει τὸν Ἰάκωβο σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀξιολογότερους ζωγράφους τῆς περιοχῆς τῶν Κυκλάδων κατὰ τὸν 17ο αἰώνα.
Πρόσθετες μαρτυρίες στὴν ἔρευνά μας γιὰ τὸν ἱερομόναχο Ἰάκωβο ἀποτελοῦν οἱ ἀφιερωτικὲς ἐπιγραφὲς τῶν εἰκόνων, ὡς καὶ ἡ ἀνακαινιστικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων - Ἁγίου Χριστοδούλου.
Ὁ ναὸς ἀνακαινίσθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ τὸ ἔτος 1644 καὶ οἱ ἐργασίες ὁλοκληρώθηκαν κατὰ τὴν 1η τοῦ μηνὸς Μαρτίου (βλ. Εἰκ. 5). Πρωτομάστορας τοῦ ἔργου ἦταν ὁ Μιχαὴλ Κανάκης καὶ τὰ ἔξοδα πληρώθηκαν ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἀντώνιο Νομικὸ καὶ τὴ Σοφία, πρεσβυτέρα ἢ ἀδελφὴ τοῦ ἱερέως, οἱ ὁποῖοι πιθανότατα ἦταν καὶ οἱ ἰδιοκτῆτες τοῦ ναοῦ.
Ὁ Μιχαὴλ Κανάκης ἐνδεχομένως νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν τεχνίτη ποὺ ἔχει κατασκευάσει τὸ «περιτείχισμα τῆς Ἁγίας Ἀποκαλύψεως» στὴν Πάτμο, σὺμφωνα μὲ τὴ διασωθείσα ἐπιγραφή: ΕΤΕΛΕΙΩΘΗΝ ΤΟ ΠΑΡΟΝ/ ΠΕΡΙΤΥXEICMA THC AΓΙAC/ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩC ΔΙΑ XEIPOC/ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΝΑΚΙ ΔΙΑ CHNΔPOMEIC/ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤ[Α]Τ[ΟΥ] ΜΗΤ(ΡΟΠ)ΟΛΙΤΟΥ KAI/CAPH[AC] ΚΥΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Κ[ΑΙ] ΤΙΜΙΩΤ(Α)Τ(ΟΥ) ΚΑΡΑΒΟΚΥ/ΡΟΥ ΑΔΑΜΟΥ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΩΝΤΕ[Ι]ΟΥ ΕΠΙ ΕΤΕΙ ΖΡΛΕ' X(PICTO)Y ᾳχκζ'(61).
Ὅσον ἀφορᾶ στὸν ἄλλον συντελεστή, τὸν ἱερέα Ἀντώνιο Νομικό, ἀνακαινιστὴ τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων, ἐξ ὅσων οἱ πηγὲς μαρτυροῦν, εἶναι γόνος ἐπιφανοῦς ἱερατικῆς οἰκογενείας τῆς Ἀμοργοῦ, ἡ ὁποία πρωταγωνιστεῖ στὴ ζωὴ τοῦ νησιοῦ ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα(62).Ἔχει στενὲς σχέσεις μὲ τὴ Μονὴ τῆς Χοζοβιώτισσας(63), μέλη τῆς οἰκογενείας του ἀφιερώνονται ὡς μοναχοί(64), προσφέρουν περιουσία(65), ἐνῶ ἄλλοι διακρίνονται στὸ ἀξίωμα τοῦ Πρωτοπαπᾶ(66), τοῦ Καγκελαρίου(67) τοῦ Κοινοῦ τῆς Ἀμοργοῦ καὶ τοῦ Πνευματικοῦ(68).
Ὁ καθηγούμενος Γεννάδιος, ὁ ἀφιερωτής τῆς εἰκόνας τῶν Ἁγίων Πάντων, ἀφιερωτὴς καὶ ἄλλων σημαντικῶν εἰκόνων στὴν Ἀμοργὸ καὶ τὴ Σαντορίνη(69), εἰκάζεται ὅτι ἔχει συγγενικὴ σχέση μὲ τὴν οἰκογένεια τῶν Νομικῶν. Εἶναι ὁ εὐλαβὴς Ἡγούμενος τῆς Χοζοβιώτισσας, ὁ ὁποῖος «γλύτωσε» μεταξὺ τῶν νησιῶν Κύναρος καὶ Λέβεθα(70) μὲ θαῦμα τῶν προστατῶν ἁγίων τοῦ νησιοῦ τὸ 1619 ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Πάτμο μὲ τὸ πλοῖο τῆς Μονῆς. Ὁ Γεννάδιος ἐναλλάσσεται στὴν ἡγουμενία περίπου τέσσερις δεκαετίες μὲ τὸν Θεοδόσιο(71) καὶ τὸν σπουδαῖο Ἡγούμενο Λεόντιο(72), ὁ ὁποῖος διετέλεσε καὶ Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος(73).
Οἱ ἀφιερωτές τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Χριστοδούλου, Μιχαὴλ καὶ ἡ συμβία αὐτοῦ Εἰρήνη, ἀποδεικνύεται ἀπὸ «προσηλωτικό» ἔγγραφό του 1654 ὅτι εἶναι συγγενεῖς (γαμβρὸς καὶ ἀδελφή) τοῦ Καθηγουμένου Γενναδίου: εἰς ᾳχ54 (1654) Μαΐου 7 - Ἦλθεν ὁ κὺρ Γεννάδιος μὲ τὴν ἀδελφὴν του τὴν Κεραρήνην καὶ μὲ τὸν γαμβρὸν του τὸν κὺρ Μιχάλη μέσα εἰς τὸ μοναστήρι. Καὶ θέλουν καὶ προσηλώνουν μὲ τὸ ἥδιόν τους θέλημα, τὴν ἐκκλησίαν ὅπου ἔχουν τοὺς ἁγίους Πάντες εἰς τὸ μηνόρη τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων... καὶ νὰ μᾶς γράφουν νὰ μνημονευόμεσθεν ὡς ἀδελφοὶ εἰς τὸ ἅγιον μοναστήριον(74).
Ἡ οἰκογένεια, λοιπόν, τῶν Νομικῶν, ἰδιοκτήτρια τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων - Ἁγίου Χριστοδούλου, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ διατηρεῖ σχέση εὐλαβείας καὶ μὲ τὴ Μονὴ τῆς Πάτμου (ἴσως γι' αὐτὸ τὸν λόγο ἔχει ἀφιερωθεῖ τὸ βόρειο κλίτος τῆς ἐκκλησίας στὸν Ἅγιο Χριστόδουλο τὸν Λατρηνό, πάτρωνα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου), καλεῖ τὸν Πάτμιο ἀρχιτεχνίτη Μιχαὴλ Κανάκη γιὰ νὰ ἐπιμεληθεῖ τῆς ἐπισκευῆς. Ἄλλωστε, οἱ σχέσεις τῆς Ἀμοργοῦ καὶ ἰδιαιτέρως τῆς Μονῆς τῆς Χοζοβιώτισσας μὲ τὴ Μονὴ καὶ τὸ νησὶ τῆς Πάτμου εἶναι πολλαπλῶς μαρτυρημένες(75).
Συγχρόνως καλεῖται καὶ ὁ Ἀμοργιανὸς ζωγράφος καὶ ἱερομόναχος Ἰάκωβος νὰ ζωγραφίσει τὶς δεσποτικὲς εἰκόνες τοῦ ἀνακαινισθέντος ναοῦ. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰάκωβος εἶναι ἀπὸ τὴν Ἀμοργὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ΧΕΙΡ ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΜΟΡΓΕΟΥ(76) στὴν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου ποὺ βρίσκεται στὸ Μουσεῖο Κανελλοπούλου (Εἰκ. 11). Δὲν θὰ ἦταν παράτολμο νὰ διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη πὼς ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος εἶναι ἀδελφὸς τῆς Μονῆς τῆς Χοζοβιώτισσας καί, μετὰ τὸν Γεννάδιο, τὸν Λεόντιο καὶ τὸν Δανιήλ, ὁ Καθηγούμενός της τὸ 1658• ἐξάλλου, τὸ 1652 ἀναφέρεται στὸ Βραβεῖον ὡς Ἐκκλησιάρχης τῆς Μονῆς, ἐνῶ τὸ 1663 ὡς Προηγούμενός της. Θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ἔχει ὑπηρετήσει καὶ ὡς Οἰκονόμος τῆς Μονῆς στὴ Σαντορίνη(77), ὅπου καὶ ἔχει ζωγραφίσει τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς Πάντων Χαρᾶς, στὸ κεντρικὸ μετόχι τῆς Χοζοβιώτισσας στὸ Μεγαλοχώρι (Εἰκ. 13-14), καθὼς καὶ τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων, ἡ ὁποία σήμερα βρίσκεται στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Ἡμεροβίγλι (Εἰκ. 15-16,27)(78).
Ὁ Ἰάκωβος, μαθητὴς πιθανῶς τοῦ ζωγράφου Γεωργίου Γιαννακοπούλου καὶ ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς Χοζοβιώτισσας ἢ τοῦ Ἐξάρχου-Κυριακοῦ, μὲ πηγαῖο ζωγραφικὸ ταλέντο, ἔχει τὴ δυνατότητα, ὡς ἀδελφὸς μιᾶς πλούσιας μονῆς τοῦ νοτιοανατολικοῦ Αἰγαίου, νὰ ταξιδέψει στὴν Πάτμο, μὲ τὴν ὁποία ἡ ἐπικοινωνία τῆς Μονῆς εἶναι τακτική• ἔτσι τοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ μελετήσει, νὰ προβληματισθεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Κρητικῶν μαϊστόρων Ἀγγέλου, Ρίτζου καὶ Δαμασκηνοῦ, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἀνδρέα Ρίτζου(79), ποὺ ἀνήκει στὴν ἡγετικὴ ὁμάδα τῶν μεταβυζαντινῶν καλλιτεχνῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ὑψηλὴ ποιότητα τοῦ ἔργου τους δημιουργοῦν νέα ὑποδείγματα καὶ ἀνανεώνουν τὴν εἰκονογραφικὴ καὶ τεχνοτροπικὴ παράδοση. Ἐπίσης, δὲν εἶναι ἀπίθανο ὁ Ἰάκωβος νὰ ἔχει ταξιδέψει καὶ στὴν Κρήτη, μὲ τὴν ὁποία ἡ Μονὴ ἔχει ἰδιαίτερες σχέσεις, ἀφοῦ διατηρεῖ μετόχι μὲ δύο ναοὺς καὶ ἔχει μεγάλη κτηματικὴ περιουσία στὴν περιοχὴ Μεραμπέλλου, ἐνῶ πολλοὶ Κρητικοὶ ἔχουν γίνει ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς. Εἶναι ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία πολλοὶ Κρητικοὶ ζωγράφοι ἔχουν ἐγκατασταθεῖ στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ φιλοτεχνοῦν εἰκόνες γιὰ τὶς μεγάλες μονὲς καὶ γιὰ ἰδιῶτες, παραγγέλλονται εἰκόνες στὰ παραγωγικὰ ἐργαστήρια τῆς Κρήτης, ἐνῶ τὰ ἀνθιβολα τῶν κρητικῶν ἐργαστηρίων κυκλοφοροῦν μεταξὺ τῶν τοπικῶν ἁγιογράφων, ποὺ ἐπαναλαμβάνουν τὶς νέες συνθέσεις τῶν Κρητικῶν ζωγράφων.
Μὲ βάση τὴν ἀνακαινιστικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων (1η
Μαρτίου 1644), ἀλλὰ καὶ τὴν ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφὴ τῆς εἰκόνας τῆς Κεχαριτωμένης στὸν ἴδιο ναὸ μὲ ἀφιερωτὴ τὸν Καθηγούμενο Γεννάδιο (Εἰκ. 20), τοῦ ὁποίου ἡ ἡγουμενία ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸ Βραβεῖον τῆς Μονῆς μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1640-1650, θὰ μπορούσαμε νὰ χρονολογήσουμε τὶς ἐνυπόγραφες εἰκόνες ποὺ βρίσκονται στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων στὸ 1643-1644. Στὸ τρίτο τέταρτο τοῦ 17ου αἰώνα καὶ ὁπωσδήποτε πρὸ τοῦ 1678, πιστεύω ὅτι ἀνάγονται χρονικὰ οἱ δύο εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ βρίσκονται στὴ Σαντορίνη (Εἰκ. 13 καὶ 16), περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰάκωβος εἶναι Οἰκονόμος τῆς Μονῆς ἐκεῖ. Στὴν ἴδια ἐποχὴ θὰ ἀπέδιδα καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου, ποὺ σήμερα βρίσκεται στὸ Μουσεῖο Κανελλοπούλου (Εἰκ. 11).
Μὲ βάση τὰ τεχνοτροπικὰ στοιχεῖα τῆς ζωγραφικῆς τοῦ Ἰακώβου, θὰ ἀπέδιδα ἀκόμη στὸν ἴδιο τὴ μικρὴ φορητὴ εἰκόνα τῶν Ἁγίων Νικολάου καὶ Σπυρίδωνος ποὺ βρίσκεται στὴ Μονὴ τῆς Χοζοβιώτισσας (Εἰκ. 33), καθὼς καὶ τὴ δεσποτικὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ στὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴ Χώρα τῆς Ἀμοργοῦ (Εἰκ. 34). Φαίνεται ὅτι ὁ Οἰκονόμος παπᾶ κυρ-Λουκᾶς, ἰδιοκτήτης τῆς ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος τὸ 1683 τὴν πλακοστρώνει, ὅπως δηλώνεται στὴν ἐπιγραφὴ ποὺ εἶναι χαραγμένη σὲ «τύμβο» τοῦ ναοῦ: ΕΝ ΕΤΕΙ 1683 ΜΗΝΙ ΜΑΡΤΙΩ 12 ΕΓΕΓΟΝΗ Ο TYMBOC OYTOC CYN ΤΩ ΕΔΑΦΕΙ ANAΛΩMACI ΤΟΥ Π(Α)Π(Α) ΚΥΡ ΛΟΥΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ἔχει τοποθετήσει ἰδίοις ἐξόδοις στὸ τέμπλο καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ πάτρωνά του Ἁγίου Λουκᾶ.
Στὸν ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴν Ἐμπηὴ (Ἐν πηγῇ), δυτικά τῆς εἰσόδου στὴ Χώρα τῆς Ἀμοργοῦ, σώζεται ἡ τοιχογραφία τῆς Παναγίας βρεφοκρατούσας στὸν τύπο τῆς Ὁδηγήτριας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου (Εἰκ. 35). Δεξιά τοῦ Χριστοῦ, στὸ βαθυγάλανο βάθος, σώζεται ἡ ἐπιγραφή: ΔΕHCIC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ COY ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑC ΠPECBYTEPAC, ΑΨΑ (= 1701) (Εἰκ. 36). Παρὰ τὴν κακὴ κατάσταση διατηρήσεως τῆς τοιχογραφίας λόγω τῶν ἁλάτων καὶ τῶν ρύπων, θὰ μπορούσαμε, ἐξ ὅσων στοιχείων διακρίναμε, νὰ ἀποδώσομε καὶ τὶς τοιχογραφίες αὐτὲς στὸν ἴδιο ζωγράφο, τὸν ἱερομόναχο Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος σὲ βαθὺ πλέον γῆρας ζωγραφίζει ὄχι μόνο φορητὲς εἰκόνες, ἀλλὰ καὶ τοιχογραφίες, τὶς ὁποῖες ἀφιερώνει μαζὶ μὲ τὴν πρεσβυτέρα Μαρία στὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, ἀφοῦ καὶ τῶν δύο τὰ ὀνόματα εἶναι γραμμένα στὴν «Βίβλο Ζωῆς» (Εἰκ. 37) στὴν πρόθεση τοῦ ἴδιου ναΐσκου.
Σημειώσεις
61. Διάκονος Χ. Γ. Φλωρεντῆς, Βραβεῖον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου (Ἑταιρεία Βυζαντινῶν καὶ Μεταβυζαντινῶν Μελετῶν - Διπτύχων παράφυλλα 1), Ἀθῆναι 1980, σ. 23. Ζερλέντης 1922, σ. 193.
62. Τὸ 1523 «ὁ Θεόδωρος Νομικὸς ὁ υἱὸς τοῦ πάπα κὺρ Λέων Νομικοῦ ἀγοράζει σπίτι τῆς Μονῆς Χοζοβιωτίσσης στὸν Γουλᾶν», δηλαδὴ στὸ Κάστρο - Χώρα τῆς Ἀμοργοῦ. Βογιατζίδης 1918, σ. 137 καὶ Β.Ι.Μ.Χ., σ. 52.
63. 1561: παπᾶ Λέος Νομικός, ἐπίτροπος τοῦ μοναστηρίου (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 65). 64.1594: μοναχὸς Μακάριος Νομικὸς (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 83).
65. 1527: παπᾶ Ἰωάννης Νομικός, ἀφιερωτής τῆς Μονῆς (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 33).
66. 1561: παπᾶ Ἰωάννης Νομικός, Πρωτοπαπᾶς (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 65). 1632: Ἰωάννης Ἱερεὺς καὶ πρωτοπαπᾶς (ἐγγονὸς τοῦ προηγουμένου) Β.Ι.Μ.Χ., σ. 95). 1658: παρ' ἐμοῦ Ἰωάννου Ἱερέως καὶ Πρωτοπαπᾶ Ἀμοργοῦ Νομικοῦ (Β.Ι.Μ.Χ.,σ. 121). 1661: παρ' ἐμοῦ Ἰωάννου Νομικὸς καὶ πρωτοπαπᾶς (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 115). 1667: καγὼ Ἰωάννης ἱερεὺς Νομικὸς καὶ πρωτοπαπᾶς (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 119).
67. 1555: Παπᾶ Λέος Νομικὸς καὶ Καντζελάριος (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 67).
68. 1574: Ἐγὼ παπᾶ Λέος Νομικὸς καὶ Πνευματικὸς μαρτυρῶ τὰ ἄνωθεν, Βογιατζίδης 1918, σ. 140. 1577: Λέος Ἱερεὺς Νομικὸς καὶ πνευματικὸς (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 74).
69. Βλ. ὑποσημ. 59 καὶ 70. Στὸν ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ - Παλαιοῦ Κοιμητηρίου Οἴας (Ἄνω Μεριᾶς) Θήρας, παλαιοὶ μετοχίου τῆς Μονῆς Χοζοβιώτισσας, ὑπάρχει εἰκόνα ποὺ ἐπιγράφεται «Ἡ Μεταμόρφωσις», διαστ. 81,5 x 57 ἐκ., μὲ τὴν ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφή: ΔEHCIC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ AMOYPΓOC. CHN TOY ΛΟΙΠΟΥ ΛΑΟΥ TOY KACTEΛIOY [ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ] ΝΙΚΟΛΑΟΥ THC ΑΠΑΝΩ ΜΕΡΕΑ. Τὴν εἰκόνα κατέγραψα καὶ ἐφωτογράφησα κατὰ τὴν ἐπίσκεψή μου στὴ Σαντορίνη τὸν Μάρτιο τοῦ 2003.
70. Ὁ Ἡγούμενος Γεννάδιος ἐξιστόρησε τὸ θαῦμα σὲ εἰκόνα ποὺ βρίσκεται στὸ καθολικό τῆς Μονῆς Χοζοβιώτισσας, μὲ τὴν ἐπιγραφή: + ΔΕΗCIC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΕΝΑΔΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΜΟΝΗC ΑΜΟΥΡΓΟΥ ΟΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΙΝΟΝ ΚΑΙ ΠΛAKOCEN ΤΟΝ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ ANAMECA TO KINAPOC ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΕΘΟC ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛICΘΗΝ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΠΑΡΑCΚΕΥΗ ΚΑI ΕΓΛΥΤΟCΕ ,ΑΧΙΘ' ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ Θ' (Εἰκ. 32). Περὶ αὐτῆς βλ. Βογιατζίδης 1918, σ. 29-31 καὶ Μαραγκοῦ, Μονή, σ. 33. Ἐπίσης Ἑλλάδα καὶ Θάλασσα, κατάλογος ἐκθέσεως, Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, Ἀθήνα 1985, σ. 38, πίν. 759.
71. 1619: Ἡγούμενος ὁ Γεννάδιος, ὡς φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀφιερωτικὴ ἐπιγραφὴ τῆς εἰκόνας τοῦ θαύματος τῆς διασώσεως. 1621: Ἡγούμενος ὁ Γεννάδιος (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 360-361). 1622: Θεοδόσιος (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 45). 1624: Θεοδόσιος (B.Ι.M.X., σ. 87-88 καὶ σ. 110-111). 1625: Θεοδόσιος (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 91 καὶ 175-176).
72. 1624: Λεόντιος (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 96-98)• ἐδῶ ἀναφέρεται, ὡς Προηγούμενος ὁ Θεοδόσιος. 1634: Λεόντιος (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 46). Ὁ Γεννάδιος ἐπανέρχεται: 1640: Ὀκτ. ιβ' (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 103-104). 1642: Φεβρ. ιη' (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 398). 1649: Σεπτ. ιδ' (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 104-105). 1650: Ἰανουαρ. ιθ' καὶ Σεπτ. κβ' (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 100 καὶ 47-48).
73. Βλ. ὑποσημ. 4.
74. Βογιατζίδης 1918, σ. 139 καὶ Β.Ι.Μ.Χ., σ. 101 -102. Ἐπισκέφθηκα τὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πάντων στὶς 29 Ἰουλίου 2005, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν π. Παρασκευᾶ Δεσποτίδη, τὸν ὅποιο καὶ εὐχαριστῶ. Πρόκειται περὶ μονόχωρου, καμαροσκεποῦς-πλακοσκεποῦς ναΐσκου στὴ ρεματιὰ τῶν Ἁγίων Σαράντα. Φαίνεται ὅτι ἔχει πρόσφατα ἐπισκευασθεῖ. Ὑπάρχουν ἐντοιχισμένα προχριστιανικὰ καὶ παλαιοχριστιανικὰ στοιχεῖα σὲ δεύτερη χρήση. Στὸ τέμπλο καὶ στὴ θέση τῆς δεσποτικῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ σώζεται ὡραία εἰκόνα τῶν Ἁγίων Πάντων (τῶν ἀρχῶν του 17ου αἰώνα) μὲ τὴν ἐπιγραφή: ΔEHCIC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ KAI THC [CYMΒΙΟΥ] ΑΥΤΟΥ EPINHC, στοιχεῖο ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν παρουσία τους ὡς πρώην ἰδιοκτητῶν καὶ ἀφιερωτῶν τοῦ ναοῦ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Χοζοβιώτισσας.
75. Μαραγκοῦ, Μονή, σ. 34-36. Στ. Α. Μουζάκης, Ὁ Μοναχισμὸς στὸ Ν.Α. Αἰγαῖο κατὰ τὸ 16ο-18ο αἰώνα, Βιβλιοπωλεῖο τῶν Βιβλιοφίλων, Ἀθήνα 1997, σ. 30-52.
76. Περὶ τοῦ ἐπιθέτου Ἀμόργειος καὶ τοῦ παρεφθαρμένου Ἀμόργεος, βλ. Μαραγκοῦ 2002, σ. 28.
77. Τὸ 1678 προσηλώνει στὴ Μονή, τῆς ὁποίας δηλώνει ὅτι εἶναι ἀδελφός, τὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸ Καστέλλι τοῦ Ἀκρωτηρίου μαζὶ μὲ κτήματα καὶ ὑπογράφει τὴν πράξιν ὡς Ἰάκωβος Ἱερομόναχος καὶ πρώην Οἰκονόμος Σαντορίνης (Β.Ι.Μ.Χ., σ. 184).
78. Δύο δεσποτικὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως καὶ τῆς Παναγίας Φανερωμένης, προερχόμενες ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Φανερωμένης στὰ νότια τοῦ οἰκισμοῦ τοῦ Πύργου τῆς Σαντορίνης, βρίσκονται σήμερα στὴ Συλλογὴ Εἰκόνων καὶ Κειμηλίων στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸν Πύργο. Στὴν εἰκόνα τῆς Φανερωμένης σώζεται ἡ ὑπογραφή: ΧΕΙΡ ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ καὶ ἡ χρονολογία 1676. Τὸ ἔτος αὐτὸ ταυτίζεται μὲ τὴν περίοδο ποὺ ὁ Ἰάκωβος εἶναι Οἰκονόμος τῆς Μονῆς Χοζοβιώτισσας στὴ Σαντορίνη.
79. Χατζηδάκης 1987, σ. 80.
Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη σελίδα
|