|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΙΑΝ ΤΖΕΦΡΥ
Κριτικός Τέχνης
"συνομιλία με τον Χάρη Κακαρούχα"
I.J.: Τι είδους εικόνες θεωρείτε ότι είναι αυτές σε σχέση με τις συνήθεις κατηγορίες;
Χ.Κ.: Καθώς εισερχόμαστε στον 21 αιώνα γινόμαστε μάρτυρες της απόλυτης κατάρρευσης της εικόνας. Ζώντας και δουλεύοντας σε μια εποχή κατακλυσμού από καλλιτεχνικά παράγωγα που παράγονται και καταναλώνονται μαζικά, ψάχνουμε αυτό το έργο το οποίο θα μπορέσει να δραπετεύσει από τους αντικατοπτρισμούς των εικόνων που μας περιβάλουν και να σταθεί ως αυτόνομη οντότητα απέναντι στον θεατή. Προφανές είναι ακόμη το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να σταθεί απέναντι σε μια εικόνα σιωπηλός. Ο αριθμός των ανθρώπων που συνδέονται με την εικόνα μέσω του αισθήματος τείνει να εκλείψει, η πλειοψηφία την προσεγγίζει μέσα από την λογική. Προσπαθεί να την εξηγήσει, να βρει κάποιο νόημα η την κυρίαρχη ιδέα, η ένα σχόλιο της πραγματικότητας στην οποία ζει. Ακόμη κάποιοι προσπαθούν να την κατατάξουν ανάλογα με την φόρμα της. Το ζήτημα είναι ότι κανείς δεν κοιτάζει την εικόνα, όλοι χρησιμοποιούν το βλέμμα τους για να δώσουν τροφή στο ανήσυχο μυαλό τους. Έτσι λοιπόν σήμερα οι λεγόμενες καλλιτεχνικές εικόνες στην μεγάλη τους πλειοψηφία δεν υπάρχουν αυτές καθαυτές. Υπάρχουν εικόνες που έχουν να κάνουν με έννοιες, με πολιτική η την αισθητική, σε μια συνεχή αγωνία για πρωτοτυπία. Η καλλιτεχνική κοινότητα στη συντριπτική της πλειοψηφία δείχνει να δικαιώνει τον Jean Baudrillard όταν μιλά για την πραγματικότητα της προσομοίωσης στην εποχή μας. Η αρχή της αναπαράστασης, - αναπαράσταση εννοιών αφού ‘αντικείμενα δεν υπάρχουν πια’ – σαν μια μακρινή ηχώ της Ιταλικής Αναγέννησης, διαποτίζει ξανά την τέχνη του 21 αιώνα. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι συνήθως τα μοντέλα της προσομοίωσης δεν είναι παρά δημιουργίες του μυαλού – της λογικής της αιτίας και του αποτελέσματος – και συνεπώς απέχουν μακράν της πραγματικότητας. Καθώς επίσης στο γεγονός ότι τα παράγωγα τέτοιων μοντέλων απλά προορίζονται για αυτοεξυπηρέτηση του ίδιου του μοντέλου. Και κάπως έτσι δείχνουν τα προϊόντα της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής. Ενάντια σ’αυτή την κατάσταση, ο ρόλος μου σαν καλλιτέχνη προσανατολίζεται στον επαναπροσδιορισμό της εικόνας σαν ακέραιας παρουσίας, σαν αυτόνομης οντότητας, και φυσικά να βρω τον χώρο και τον τρόπο για να δημιουργήσω μια τέτοια εικόνα. Η εργασία μου βασίζεται σε μια περισσότερο πνευματική αντίληψη της ανθρωπότητας από ότι η σύγχρονη. Καθώς και σε ένα αίσθημα ‘υποχρέωσης’ να εκφράσω αυτή την διαφορετική αντίληψη.
Είναι προφανές λοιπόν ότι με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η ίδια η εικόνα παρά οι κατηγορίες στις οποίες μπορεί να ενταχθεί. Παρά ταύτα, θα μπορούσα να πω ότι για μένα αυτές οι εικόνες συνθέτουν το προσωπικό ημερολόγιο των συναντήσεων μου με πράγματα και πρόσωπα κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης μου στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αν και διαφέρουν πολύ από το είδος των εικόνων που συνήθως αποκαλούμε προσωπικό ημερολόγιο.
I.J.: Γιατί επιλέξατε την Κούβα;
Χ.Κ.: Θα μπορούσα να επικαλεσθώ λόγους όπως την ανάμνηση ενός από τους ήρωες της εφηβείας μου -αναφέρομαι φυσικά στον Τσε- ή την ιδιαιτερότητα του πολιτικού συστήματος, ή το γεγονός ότι είχα ήδη μια μικρή, αλλά ωραία, γεύση του τόπου, όταν πριν μερικά χρόνια, με αφορμή μια φωτογραφική έκθεση στη Fototeca de Cuba, στην οποία συμμετείχα, είχα επισκεφτεί την Αβάνα για λίγες μέρες. Αλλά εξακολουθώ να μην είμαι απόλυτος για τους λόγους, αφού θα μπορούσα εξίσου να είχα επισκεφτεί τη Μπαΐα, την Αϊτή, ή τον Άγιο Δομίνικο. Αυτό που κυρίως αναζητούσα ήταν ένας τόπος που να ζει στο μύθο. Και μπορούμε να πούμε ότι η Κούβα ζει σε δυο μύθους, τον κοινωνικό – αυτόν της σοσιαλιστικής ουτοπίας – και το μύθο ως έκφραση πνευματικής αλήθειας, η οποία βρίσκεται στο πάντρεμα της αφρικάνικης μαγείας και του καθολικισμού. Όλο αυτό συνδέεται μ’ έναν τύπο ανθρώπου αρκετά διαφορετικό από αυτόν του δυτικοευρωπαίου, ο οποίος ζει βασιζόμενος κατ’ εξοχήν στην αναλυτική και επιστημονική σκέψη, δηλαδή στην εκλογίκευση της ίδιας της ζωής. Αντιθέτως οι Κουβανοί δε ζουν εγκεφαλικά, αλλά εγκάρδια, εξ’ ου και οι ποιότητες που τους χαρακτηρίζουν, το άμεσο βίωμα, η έκφραση του συναισθήματος, η σχέση με το σώμα τους, η αβίαστη και φυσική έκφραση της σεξουαλικότητας, η σύνδεση με τη γη και ό,τι αυτό συνεπάγεται, η ζωή στο παρόν με άλλα λόγια. Το ταξίδι είναι πάνω απ' όλα μια μύηση σ' αυτά τα στοιχεία του εαυτού μας – καμιά φορά υποτονισμένα – τα οποία έτσι μοιάζουν να συνηχούν με αυτές τις ποιότητες που χαρακτηρίζουν τον τόπο που επισκεπτόμαστε.
I.J.: Έχετε κάνει έγχρωμες αλλά και ασπρόμαυρες εικόνες. Τι είναι αυτό που το χρώμα προσθέτει ή αφαιρεί τελικά;
Χ.Κ.: Με τη χρήση του ασπρόμαυρου φιλμ η εικόνα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα και βέβαια η επιλογή του κάνει τα πράγματα ευκολότερα, καθώς η απουσία του χρώματος ήδη δημιουργεί ένα πρώτο στάδιο αφαίρεσης, άρα μεταμόρφωσης του πραγματικού. Το χρώμα προσθέτει προβλήματα. Πρώτον ερμηνεύει τα πράγματα˙ μια προσωπογραφία με κόκκινο πουκάμισο είναι τελείως διαφορετική από μία με λευκό. Αλλά και ως στοιχείο του κάδρου είναι πολύ δυνατό, πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να μη φαίνεται, να γίνει «αόρατο». Και αυτό όχι με τεχνητά μέσα, όπως μονοχρωματικές φωτογραφίες ή χαμηλό φωτισμό, οπότε ελαχιστοποιείται η αντιληπτικότητα του χρώματος. Αν το καταφέρεις αυτό, τότε το χρώμα γίνεται το άρωμα που τυλίγει τα πράγματα, συνδέει περισσότερο την εικόνα με την ζωή, άρα την αποδίδει ποιητικότερα.
I.J.: Πολλές από τις εικόνες έχουν πλάγιο φωτισμό. Τα εσωτερικά φαίνονται σαν εικόνες θεατρικής σκηνής. Τα πράγματα σ' αυτές προβάλλονται με μειωμένη την αίσθηση του τρισδιάστατου και οι εικόνες δεν αποδίδουν πλήρως το βάθος.
Χ.Κ.: Προσωπικά, δεν προτιμώ τις εικόνες εκείνες που ο θεατής χάνεται μέσα στο βάθος του χώρου που πλαισιώνει το αναπαριστώμενο αντικείμενο. Το ζητούμενό μου είναι ένα είδος αντίστροφης προοπτικής, αν θα μπορούσα να το αποκαλέσω έτσι, μιας προοπτικής κατά την οποία το αναπαριστώμενο αντικείμενο αναδύεται από το βάθος και πλησιάζει τον θεατή, εμβαπτιζόμενο έτσι σε μια καθολική διάρκεια. Σ' αυτό το είδος της εικόνας το κύριο εικαστικό μέγεθος δεν είναι ο χώρος, αλλά ο χρόνος. Ούτως η άλλως, ο χρόνος είναι το μέγεθος εκείνο που επιτρέπει την είσοδο της φωτογραφίας στις καλές τέχνες. Και όταν λέμε χρόνο, δεν εννοούμε βέβαια το χρόνο της «παγωμένης» κίνησης. Θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε ότι η ύπαρξη του συμπαγούς αυτού χρόνου επιτυγχάνει το απόλυτο μιας παρουσίας. Βέβαια, πίσω από τη συγκεκριμένη αισθητική αντίληψη υπάρχει μια ορισμένη αρχή, ότι, δηλαδή, το εγώ του δημιουργού, εκφρασμένο σαν ιδέα, σχόλιο ή συναίσθημα, δεν καταδυναστεύει το θέμα του. Έτσι θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε, μεταξύ άλλων, τις εικόνες των ζωγράφων των Φαγιούμ, του Θεοφάνη του Έλληνα και του μαθητή του Ρουμπλιώφ, ή του Μάλεβιτς, όπως και τον κινηματογράφο των Ντράγιερ, Μπρεσόν και Ταρκόφσκι. Βέβαια, ως και την εποχή του Ρουμπλιώφ, το εγώ των δημιουργών ήταν a priori ενταγμένο στο μύθο της κοινότητας που υπηρετούσαν, ενώ στους μεταγενέστερους αυτό αποτελεί πλέον μια συνειδητή επιλογή.
I.J.: Αναγνωρίζετε κάποιο είδος φόρμουλας στις εικόνες σας;
Χ.Κ.: Πιθανόν να μπορούσαμε να βρούμε ομοιότητες στο περιεχόμενο ή στο κάδρο, αλλά αυτό δεν αποτελεί είδος φόρμουλας. Οι όποιες ομοιότητες, εξάλλου, δεν ήταν το ζητούμενο, αλλά απόρροια του δικού μου τρόπου θέασης της πραγματικότητας, της δικής μου υπαρκτικής στάσης απέναντι στον κόσμο. Κατά τη γνώμη μου, η όποια «φόρμουλα» δεν είναι ζήτημα ύφους, αλλά ήθους.
I.J.: Τί είδους εικόνες κάνατε όταν πρωτοπήγατε στην Κούβα;
Χ.Κ.: Ήταν εικόνες πραγμάτων και προσώπων, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Θα μπορούσα να πω ότι συνδέονταν μεταξύ τους μ’ ένα χαρακτήρα αφήγησης, ενώ συχνά υπήρχε κάποιο στοιχείο ανατροπής που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε σουρεαλιστικό. Για μένα ήταν περισσότερο ένα σχόλιο για τα πράγματα, ποιητικό μεν – θα μπορούσαμε να σκεφτούμε αυτό που στη λογοτεχνία λέγεται Μαγικός Ρεαλισμός – αλλά παρέμενε ένα σχόλιο. Ήμουν ένας παρατηρητής σε κάποια απόσταση από τα πράγματα. Σκεφτόμουν γι’ αυτά κι έτσι οι εικόνες ήταν πιο προσεγγίσιμες με τη νόηση, ενώ σε μερικές κυριαρχούσε η φόρμα. Παρότι έτυχαν θετικής αποδοχής κι έφεραν στοιχεία προσωπικού ύφους, δεν ήμουν χαρούμενος μ' αυτές, ίσως κάπου τις είχα ξαναδεί....Το ίδιο συνέβαινε και με τις προσωπογραφίες: ήταν εικόνες προσώπων μέσα στο περιβάλλον που ζούσαν κι έτσι ήταν εύκολο να γίνουν συγκρίσεις, σχόλια κι αναφορές στο πρόσωπο και τα αντικείμενα που το περιέβαλλαν.
I.J.: Πώς άλλαξε αυτή η στάση; Στη διάρκεια της εργασίας η αναδρομικά; Προσέξατε ότι κάνατε ένα διαφορετικό είδος εικόνας;
Χ.Κ.: Στο ασπρόμαυρο αυτές οι εικόνες ήρθαν σχεδόν εξαρχής, διότι ήμουν ξεκάθαρος στο τι ήθελα. Στο χρώμα, ελλείψει ουσιαστικής εμπειρίας, καθυστέρησα ώσπου να βρω αυτές τις εικόνες, στις οποίες οδηγήθηκα ουσιαστικά από το ασπρόμαυρο. Ο πιο σημαντικός λόγος, όμως, ήταν ότι από ένα σημείο και ύστερα δεν έκανα κανένα φωτογραφικό έργο στην Κούβα. Απλά κυλούσα μέσα στη ζωή, χωρίς να είναι πια η Κούβα ένας ξένος τόπος, χωρίς να υπάρχει απόσταση ή παρατήρηση και το κλικ της μηχανής ερχόταν τελείως φυσικά, όπως ανέπνεα όλα αυτά που ήταν η καθημερινότητα μου.
I.J.: Πώς αναγνωρίζετε αυτό που θέλετε να φωτογραφίσετε και πώς το προσεγγίζετε;
Χ.Κ.: Το ζήτημα δεν είναι να βρω τι θα φωτογραφίσω, αλλά να ανοίξω τα μάτια μου, να βρω το βλέμμα μου δηλαδή. Γιατί, για μένα, φωτογραφίζω σημαίνει αναγνωρίζω στην έξωθεν πραγματικότητα το εντός μου και δεν εννοώ το εγώ μου, αλλά το κέντρο μου, τον εαυτό μου. Αν μπορέσεις να βάλεις σε τάξη το μέσα σου, τότε μπορείς απλά να αφεθείς στο βλέμμα σου κι εκείνο σε οδηγεί. Εκεί που θα σταματήσει, πατάς το κουμπί της μηχανής. Τα πράγματα έρχονται να σε συναντήσουν, δεν τα κυνηγάς εσύ. Αντιθέτως, αν αφεθείς στο εγώ, τότε θα προκύψουν είτε σχόλια, είτε νοητικές κατασκευές, που συνήθως στερούνται ουσιαστικού ενδιαφέροντος. Θα μπορούσα, λοιπόν, να περιγράψω τη διαδικασία φωτογράφησης σαν ένα είδος διαλογισμού ή προσευχής, αν θέλετε, με την ευχαριστιακή της έννοια φυσικά. Το βλέμμα ακουμπά εκστατικά σ' ένα αντικείμενο, το οποίο ξαφνικά γίνεται το κέντρο του κόσμου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα, που μπορεί να είναι είτε κάποιος που μοιράζεσαι τη ζωή σου μαζί του, είτε κάποιος άγνωστος. Αυτό που έχει σημασία είναι η επαφή, η οποία με μερικούς γίνεται αμέσως, με κάποιους χρειάζεται χρόνο και με κάποιους άλλους δεν συμβαίνει ποτέ. Αυτή η επαφή-επικοινωνία μερικές φορές μπορεί να μην είναι καθόλου λεκτική˙ υπήρξαν φορές που μια προσωπογραφία έγινε χωρίς ούτε μια λέξη. Η φωτογράφηση γίνεται μια τελετή, μια χορογραφία άγραφη και αυτό που επικρατεί είναι ο ρυθμός. Όπως λέει και ο Στέλιος Ράμφος, η λέξη ρυθμός δε σημαίνει τον τύπο της εκφράσεως, αλλά ένα χώρο απορροφημένο εντελώς από τον χρόνο. Έτσι, λοιπόν, και τη στιγμή του κλικ, αυτό που αφήνει το ίχνος του στο αρνητικό είναι κυρίως ο χρόνος. Κι αυτός βέβαια δεν είναι ο ιστορικός χρόνος της φωτογραφικής έκθεσης, που μετριέται σε κλάσματα του δευτερόλεπτου, αλλά ένας άλλος χρόνος, κάθετος θα έλεγα, που με τη βοήθεια του κάδρου συνοδεύει το πρόσωπο στο άπειρο και συνεπώς στα μάτια του θεατή. Δεν είχα, λοιπόν, παρά να περιφέρομαι στα σπίτια γνωστών και φίλων ή να κάνω βόλτα στους δρόμους των προαστίων, όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν ανά πάσα στιγμή˙ εννοώ να επιδιώξεις τη γνωριμία κάποιου αγνώστου και την είσοδο στο σπίτι του ή να σε προσκαλέσει τελικά εκείνος για μια επίσκεψη, η οποία μπορούσε να διαρκέσει από μερικά λεπτά ως το επόμενο πρωί.
I.J.: Πώς αναγνωρίζετε τις καλύτερες εικόνες σας;
Χ.Κ.: Ψάχνω να βρω σε ποιες εικόνες έχει επιτευχθεί το ζητούμενο, δηλαδή η παρουσία του άλλου σε συνθήκες που τον φανερώνουν συνολικά κι έτσι ταυτόχρονα τον ειδοποιούν. Δεν ψάχνω κάποιο συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, ούτε και θέλω μια ψυχολογική προσωπογραφία. Δε θέλω ο εικονιζόμενος να μου αφηγηθεί κάτι, δε θέλω να διεισδύσω μέσα του. Και φυσικά δε θέλω να τον σχολιάσω, τον δέχομαι όπως είναι. Θα ήθελα να τον αγκαλιάσω όπως στέκεται απέναντι μου, ολότελα ανοιχτός, αλλά χωρίς να μου αποκαλύπτει κανένα μυστικό του. Η εικόνα έτσι αποκτά ένα μυστηριακό χαρακτήρα, είναι περισσότερο παρουσία παρά αναπαράσταση. Αυτό ισχύει τόσο για τα πρόσωπα, όσο και για τα αντικείμενα.
I.J.: Υπάρχουν κάποιες εσωτερικές συνδέσεις μεταξύ των εικόνων ή είναι όλες ανεξάρτητες μεταξύ τους και στέκονται μόνες τους;
Χ.Κ.: Η εικόνα αποτελεί ένα γεγονός αυτό καθεαυτό, οφείλει λοιπόν να στέκεται μόνη της και να είναι ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες. Αν κάτι τις συνδέει, δεν είναι ούτε το θέμα, ούτε η φόρμα, αλλά το βλέμμα αυτού που τις δημιούργησε. Μ’ αρέσει να παραλληλίζω τη φωτογραφία με το χαϊκού, λόγω της απλότητας στη μορφή του, αλλά και για το γεγονός ότι επεξεργάζεται τις εικόνες σαν να μη σημαίνουν τίποτε πέρα από τις ίδιες, πράγμα που σημαίνει την άρνηση του διαχωρισμού μορφής και περιεχομένου˙ επίσης, γιατί, όπως προτείνει ο Μπασό, «πήγαινε στο πεύκο, αν θέλεις να μάθεις για το πεύκο και στον ιστό μπαμπού, αν θέλεις να μάθεις για το μπαμπού. Και κάνοντας έτσι, φρόντισε να ξεχάσεις τον εαυτό σου. Αλλιώς θα επιβάλλεις την παρουσία σου στο αντικείμενο και δε θα μάθεις τίποτε».
Ένα φωτογραφικό λεύκωμα, βέβαια, είναι κάτι διαφορετικό, καθώς έχει μια ροή, κορυφώσεις και σιωπές, οπότε οι εικόνες πρέπει να ιδωθούν και σε σχέση μεταξύ τους.
I.J.: Οι εικόνες είναι όμορφες, αλλά τί ακριβώς σημαίνει αυτό;
Χ.Κ.: Το ορατό κάλλος είναι κάτι που δεν καθορίζεται τόσο από την αισθητική. Για μένα, είναι μια έννοια περισσότερο μεταφυσική, η οποία έχει να κάνει με την καθολικότητα ή την αλήθεια των πραγμάτων. Κι όταν λέμε αλήθεια, εννοούμε τον τόπο όπου η συνείδηση του καλλιτέχνη συναντά το υλικό της τέχνης που υπηρετεί – στην περίπτωση μας το φως. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ο τόπος αυτός είναι απόλυτα μοναδικός, η αλήθεια αυτή είναι απολύτως προσωπική.
I.J.: Σας ανησυχεί το ότι οι εικόνες σας είναι όμορφες;
Χ.Κ.: Αυτές οι εικόνες δεν εξωραΐζουν την πραγματικότητα, γιατί αφορούν μια πραγματικότητα απολύτως υποκειμενική, τον κόσμο το δικό μου με άλλα λόγια. Είναι, δηλαδή, το κομμάτι ή, καλύτερα, η ποιότητα της Κούβας που συνάδει με μένα. Συνεπώς, οι εικόνες αυτές στα μάτια μου δεν μπορούν παρά να είναι όμορφες. Γιατί όπως δεν μπορούμε να μετατρέψουμε τη μίμηση σε αναπαράσταση, χωρίζοντάς τη σε μορφή και περιεχόμενο, έτσι δε μπορούμε να χωρίσουμε την ομορφιά από την αλήθεια και τον κόσμο. Αν ολισθήσουμε σ’ αυτούς τους διαχωρισμούς, έχουμε ήδη θέσει σε διάσταση το πνεύμα από το σώμα, μετατρέποντας την τέχνη από δύναμη μεταμορφωτική σε λογική κατανόηση.
I.J.: Οι εικόνες εκπέμπουν μια αίγλη. Το φως από πίσω φαίνεται να έρχεται από το εσωτερικό των αντικειμένων. Τα αντικείμενα μοιάζουν σαν πράγματα σε μια εκκλησία και το φως δείχνει ιερό.
Χ.Κ.: Ιερό δε σημαίνει κάτι έξωθεν που μας υπερβαίνει, αλλά δηλώνει τη μυστηριακή όψη των πραγμάτων, το μέρος εκείνο, δηλαδή, που δεν προσεγγίζεται με τα αναλυτικά μοντέλα της επιστημονικής σκέψης. Σ’αυτήν την πλευρά θέλω να σταθώ και να την τονίσω. Γι’αυτό και θα ήθελα να δείξω τα αντικείμενα σα να ανασύρονται από το σκοτάδι της λήθης ή το σκοτεινό μυστήριο της ύπαρξης. Τόσο στα μικρά αντικείμενα, όσο και στα πρόσωπα της καθημερινότητας, στέκομαι σ’ εκείνα που αν τα προσπεράσω, προσπερνώ και τη ζωή μου. Και δε θέλω να τα εξηγήσω, να τα αναλύσω, να τα σχολιάσω. Θέλω να τα δω και να τα δεχτώ ολόκληρα, γιατί έτσι ίσως μπορέσω να δω και μένα. Βέβαια, οι εικόνες δεν είναι τόσο ζητούμενα και σκηνοθεσίες του νου, όσο εμπειρία όλου μου του είναι. Εξ’ άλλου, καλλιτέχνης δεν είναι ο άνθρωπος ο στραμμένος εντός του, ο παραμυθάς που κοινωνεί τον μύθο με την προσωπική του εμπειρία, δηλαδή η εξέλιξη του αρχαίου σαμάνου; Μόνο που στην εποχή μας οφείλουμε να βρούμε τρόπο να συγκεράσουμε το μύθο με την επιστήμη, τον αναλυτικό νου με τη διαίσθηση και τη λογική με το άλογο. Νομίζω ότι, κρατώντας τα διδάγματα που μας έδωσαν ο σκεπτικισμός και η ειρωνεία του μεταμοντέρνου, οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μία επαναπροσέγγιση του μύθου, ώστε να συνθέσουμε κάτι καινούργιο και διαφορετικό. Παραμερίζοντας, με άλλα λόγια, την ιδεολογία και την πίστη ή την απόρριψη τους – δυο όψεις του ίδιου νομίσματος έτσι κι αλλιώς –, να αφεθούμε με εμπιστοσύνη και εγρήγορση στο μυστήριο της ζωής. Και αυτό δεν είναι υπόθεση μόνο των αυτοαποκαλούμενων καλλιτεχνών, αλλά όλων μας.
I.J.: Έχετε δείξει αυτές τις εικόνες στους ανθρώπους στην Κούβα;
Χ.Κ.: Στη θέση απαντήσεως θα σας πω με δικά μου λόγια μια μικρή παραβολή ενός Ινδού μύστη. Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό Βασίλειο της Ανατολής, ένας περιπλανώμενος ζωγράφος, γνωρίζοντας τυχαία έναν αξιωματούχο του κράτους, φιλοξενήθηκε στο παλάτι. Ο βασιλιάς, όταν έμαθε την ιδιότητά του, τού πρότεινε να ζωγραφίσει μια αίθουσα με σκηνές από τη ζωή του παλατιού. Ο ζωγράφος δέχτηκε και ξεκίνησε να δουλεύει. Έπειτα από κάποιο διάστημα, ο βασιλιάς ζήτησε να δει την αίθουσα, αλλά ο ζωγράφος του απάντησε ότι ούτε η δουλειά ήταν έτοιμη, ούτε εκείνος ήταν έτοιμος να τη δει. Ο βασιλιάς επανήλθε έπειτα από αρκετό καιρό, αλλά η απάντηση του ζωγράφου παρέμενε σταθερά η ίδια. Είχε περάσει περισσότερο από χρόνος, όταν ο ζωγράφος πλησίασε τον βασιλιά και του είπε ότι είχε έρθει η ώρα να δει την αίθουσα. Πήγε λοιπόν με περιέργεια στην αίθουσα και είδε τις ζωγραφιές. Ο χώρος ήταν καλυμμένος από εικόνες της καθημερινότητας: μικρές λεπτομέρειες, ασήμαντα αντικείμενα και μερικές προσωπογραφίες των υπηρετών του παλατιού. Ο βασιλιάς έμεινε αποσβολωμένος, πήρε να θυμώσει για την απρέπεια του ζωγράφου, αλλά γρήγορα ο θυμός πέρασε και τον συνεπήραν οι εικόνες. Και συγκινήθηκε, γιατί είδε το ίδιο του το σπίτι όπως δεν το είχε ξαναδεί. Εκείνο το πολύβουο και αγχωτικό παλάτι δεν υπήρχε στην αίθουσα. Αντίθετα υπήρχε αρμονία και γαλήνη και μια ανεξήγητη χαρά τον κατέλαβε. Περιδιαβαίνοντας τις εικόνες, αντίκρισε μια ζωγραφιά που έδειχνε ένα μικρό μονοπάτι του κήπου που χανόταν πίσω από μια συστάδα δέντρων. Γύρισε, λοιπόν, στο ζωγράφο και τον ρώτησε που πήγαινε εκείνο το μονοπάτι. Ο ζωγράφος κοίταξε την εικόνα και του απάντησε ότι ούτε ο ίδιος ήξερε που οδηγούσε. «Αλλά ένα λεπτό, πάω να δω» πρόσθεσε, μπήκε μέσα στην εικόνα και χάθηκε.
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή που λέει ότι ο ζωγράφος πήρε από το χέρι τον βασιλιά και χάθηκαν μαζί μέσα στην εικόνα. Μπορείτε να διαλέξετε όποια από τις δυο εκδοχές σας αρέσει, αλλά επιτρέψτε μου να μην σας αποκαλύψω ποια είναι αυτή που διαλέγω για μένα.
|
|
|