ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΝΕΛΛΗ ΚΥΡΙΑΖΗ
Διευθύντρια Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων
"Το τοπίο ως μαρτυρία, το τοπίο ως κατάσταση ψυχής"*
Ούτε είναι ντροπή να συνομιλούμε απερίφραστα,
να χαϊδεύουμε το χνούδι των πραγμάτων,
να ρεμβάζουμε το δειλινό.
Τούτη τη λαχταριστή μερίδα δεν την αλλάζω με τίποτα.
Ακόμα και αν είναι να μου τάξουν χάρισμα
την ταπετσαρία όλη της Γης.
Σπύρος Βασιλείου
Στις φράσεις αυτές, διατυπωμένες το 1961 υπό μορφήν υστερόγραφου στον Ανδρέα Καραντώνη, σε πρόγραμμα έκθεσης έργων του στην Γκαλερί Ζυγός, συμπυκνώνει ο ζωγράφος - χαράκτης και σκηνογράφος Σπύρος Βασιλείου σταθερές αρχές και αξίες μιας διαμορφωμένης, από καιρό, θεώρησης του κόσμου, άρα και του ρόλου που πρέπει να διαδραματίζουν οι εικαστικές τέχνες για τον φυσικό τους αποδέκτη, τον άνθρωπο. "Ένας ζωγραφικός πίνακας πρέπει, πριν από όλα, να είναι μια γιορτή της όρασης" επεσήμανε αφοριστικά ο Delacroix, δόγμα που λειτούργησε ως ευαγγέλιο της ζωγραφικής, κατά τον Hauser, έως και τον ιμπρεσσιονισμό. Ο αφορισμός αυτός του Delacroix βρίσκει την πλήρη του πραγμάτωση στα έργα του Σπύρου Βασιλείου, γεγονός που ερμηνεύει ικανοποιητικά και την αναγνώριση του τόσο από τους ειδικούς, όσο και από τους απλούς φιλότεχνους, ένθερμους θιασώτες της ζωγραφικής του.
Γεννημένος στο Γαλαξείδι, μαθητής του Νικόλαου Λύτρα στη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Βασιλείου, κατά τις περιπλανήσεις του στους πολυδαίδαλους δρόμους της τέχνης, εντόπισε γρήγορα και με ακρίβεια τον μίτο επαφής του με το κοινό, μέσω μιας γλώσσας εύληπτης, χυμώδους, με ποιητική δύναμη, επιστρατεύοντας ως σύνεργα άρθρωσής της, την αναμφισβήτητη τεχνική συγκρότηση, τη σοφή γνώση και χρήση του χρώματος, την πειθαρχημένη αξιοποίηση του ζωγραφικού χώρου.
Αυτοδίδακτος στη χαρακτική, φιλοτέχνησε τα δύσκολα χρόνια 1940-1947 -όταν με τον πόλεμο έλειψαν τα χρώματα- ξυλογραφίες, οι οποίες εικονογράφησαν λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα, με εκπληκτική άνεση που παραπέμπει σε, δόκιμης θητείας στο είδος, χαράκτη.
Σκηνογράφος μιας πλειάδας θεατρικών παραστάσεων, από την αρχή κιόλας της καλλιτεχνικής πορείας του, αγιογράφος της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου στην Αθήνα (1936 -1939), έστρεψε το ενδιαφέρον του παράλληλα και στην έκδοση σημαντικών βιβλίων - Γαλαξειδιώτικα καράβια, Τα ελληνικά εμπορικά πλοία, Παιδικά σχέδια.
Ο Βασιλείου βίωσε το κοσμογονικό κλίμα του μεσοπολέμου, μετέχοντας ενεργά στις προσπάθειες των ομότεχνών του για τον επαναπροσδιορισμό της ελληνικής τέχνης και τον γόνιμο συγκερασμό της παράδοσης με τα ξένα καλλιτεχνικά κινήματα. Συνεπής εκπρόσωπος της γενιάς του '30, διατήρησε από την ελληνικότητα, έως το τέλος, ζωντανό τον έρωτα για τον τόπο, και είναι εντελώς φυσικό που μορφοποίησε αυτήν του την προσήλωση σε μια ογκώδη καταγραφή τοπίων από περιοχές που ενέπνευσαν την όραση και τον χρωστήρα του.
Η τοπιογραφία της Αθήνας, ειδικότερα, στην οποία έστρεψε την καλλιτεχνική του ικμάδα ο Βασιλείου, πέραν των αναμφισβήτητων αισθητικών αξιών που εντοπίζονται ούτως ή άλλως σε όλα του τα έργα, ανεξαρτήτως θέματος και τεχνικής, αποτελεί μια ιδιαίτερης βαρύτητας μαρτυρία για την οικιστική μετάλλαξη της πρωτεύουσας - κέντρου της χώρας μας και για την επίφαση της "αξιοποίησης" που καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια να συνδεθεί με την αβασάνιστη εισβολή του μπετόν και την εμφάνιση της πολυκατοικίας. Από αυτή την άποψη
ειδωμένη η συγκεκριμένη ζωγραφική αποτελεί παράλληλα και την έντεχνη διαμαρτυρία του εικαστικού για τη μορφολογική αλλοίωση της πόλης, όπου έζησε και δημιούργησε.
Ο Βασιλείου άρχισε να ζωγραφίζει την Αθήνα από τα μέσα ήδη της δεκαετίας του '20. Η εικονογράφηση της σταμάτησε το 1985, με τον θάνατο του ζωγράφου. Ο μελετητής αντιμετωπίζει επομένως ένα, εκ των πραγμάτων, ογκώδες υλικό που καλύπτει μια συνεπή καλλιτεχνική πορεία 60 χρόνων, δηλωτικό των μορφοπλαστικών μέσων, των χρωματικών επιλογών, του προσωπικού, εν τέλει, κώδικα επικοινωνίας του καλλιτέχνη. Όμως παράλληλα αντιμετωπίζει μια εξαιρετικά αμήχανη κατάσταση, εφ' όσον με την ιδιότητα του αισθάνεται ότι οφείλει να διεκπεραιώσει ευσυνείδητα το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ του καλλιτέχνη και του κοινού. Στην περίπτωση, ωστόσο, του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου ο ρόλος αυτός συρρικνώνεται ενδεχομένως σε μια απλή περιγραφή, σε μια απόδοση της μιας και μόνης ανάγνωσης των έργων και όχι στη διερμηνεία, στην απόπειρα προσέγγισης μιας καλλιτεχνικής κατάθεσης, δηλαδή, με τρόπο ώστε να γίνει κατανοητή και από ένα ευρύτερο κοινό. Επειδή ο καλλιτέχνης απάλλαξε συνειδητά το έργο του από το δέλεαρ των πολλαπλών αναγνώσεων και επειδή δεν παρεξέκλινε από τον αρχικό του στόχο να απηχεί άμεσα η ζωγραφική του στον συναισθηματικό κόσμο του θεατή της, ούτε όταν ήρθαν οι μεταγενέστερες δύσκολες δεκαετίες, κατά τις οποίες η ανίχνευση των προθέσεων ενός εικαστικού κατέφευγε κυρίως σε μια περισσότερο σύνθετη και εγκεφαλική διεργασία, εναρμονισμένη πλήρως με τα αιτήματα και τα σημεία των καιρών. Οι απόψεις που ακολουθούν, αποπειρώνται μια σύντομη θεώρηση των αθηναϊκής θεματολογίας έργων. Η εξειδίκευση στην έκθεση των έργων του Σπύρου Βασιλείου, με ειδικό έναυσμα την Αθήνα, στις αίθουσες της Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων, πέραν της συνάφειας θεματικού περιεχομένου και χώρου, φιλοδοξεί να παραθέσει αναδρομικά, κατά το δυνατόν, το έργο ζωής ενός καλλιτέχνη πολύτροπου και δημιουργικού, ενός ανθρώπου ευτυχούς που αρνήθηκε να διυλίσει τη ζωγραφική του μέσα από φίλτρα υπαρξιακής αγωνίας και ανάλογων διλημμάτων.
Οι πρώτες του «Αθήνες» φιλοτεχνημένες στη δεκαετία 1930 -1940 αλλά και αρκετά νωρίτερα -Οδός Πατησίων το 1929, Αθήνα 1930, Εξάρχεια, Τουρκοβούνια -διακρίνονται για τη σκούρα χρωματική τους γκάμα και κινούνται σε ένα εμφανώς αντιακαδημαϊκό κλίμα. Ο Βασιλείου υπήρξε μαθητής του Νίκου Λύτρα, ο οποίος συνάρθρωσε το 1919 με την ομάδα «Τέχνη» πολλές θαρραλέες φωνές καλλιτεχνών κορεσμένων από τον ακαδημαϊκό εφησυχασμό και τη σιγουριά των πάγιων λύσεων που παρείχε το Μόναχο σε συνεχώς διογκούμενα καλλιτεχνικά ζητήματα της εποχής. Η «Τέχνη» άλλωστε, δεν θα ήταν υπερβολικό να επισημανθεί, προλειαίνει, με τις αναζητήσεις της, το έδαφος για την επικείμενη γενιά του '30, από την οποία ουσιαστικά εκκινεί και η διαμόρφωση της νεοελληνικής εικαστικής γραφής.
Τα φαιά τοπία της Αθήνας αυτής της περιόδου παρουσιάζουν μια πολίχνη ειδυλλιακή με δενδροστοιχίες και λόφους γυμνούς από κτήρια, σε μια αδιατάρακτη ηρεμία που διακόπτουν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών που γιορτάζουν το Καρναβάλι με γαϊτανάκι ή η σκόνη από ένα παληό μοντέλο αυτοκινήτου που μόλις πέρασε.
Ακολουθεί ο Β' μεγάλος πόλεμος με τις έγνοιες της επιβίωσης και τα χαρακτικά του που κυκλοφορούσαν κρυφά στην Κατοχή, για να ενισχύσουν τη δύναμη του μαχητικού λόγου σημαντικών Ελλήνων ποιητών και λογοτεχνών.
Η δεκαετία του 1950, όταν τα χρώματα ξαναγύρισαν, αποτελεί την αφετηρία για το πλάσιμο της προσωπικής του γλώσσας. Τα χρώματα «ξανοίγουν», αναμειγνύονται με την καθαρότητα του ελληνικού φωτός, δυναμική που εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί στο έπακρο ο καλλιτέχνης. Ο απόηχος της ελληνικότητας στρέφει τον χρωστήρα του σε απεικονίσεις στοιχείων που καθιστούν λαμπερές τις αχνές εικόνες της μνήμης και προσδίδουν στις συνθέσεις του μια θερμή οικειότητα. Είναι η εποχή που κάνει την πρώτη δειλή εμφάνιση της η αφηρημένη τέχνη στην πατρίδα μας. Στον Βασιλείου φαίνεται αδιανόητο να σαγηνευθεί από τα κελεύσματα της. Τα καλλιτεχνικά οράματα και οι επιδιώξεις του δε θα μπορούσαν να εκφρασθούν μέσω του εξοβελισμού του αντικειμένου. Τον ενδιαφέρει άμεσα η απτή πραγματικότητα και η ανάπλαση της στο ζωγραφικό τελάρο• γι' αυτό και όλη του η δημιουργία σ' αυτή την αλήθεια βρίσκει το έρεισμά της. Ο ρεαλισμός επομένως, ως εκφραστικό ιδίωμα, είναι το πιο πρόσφορο μέσο για τη χαρτογράφηση της πόλης του, που παρακολουθεί και εποπτεύει βήμα προς βήμα τη σταδιακή μεταμόρφωση της από μενεξεδένια πολιτεία σε άχρωμη και απρόσωπη τσιμεντούπολη. Η θέα που αλλάζει συνέχεια, ο σκελετός της σκαλωσιάς που χάλασε τη θέα -μέσα στο αιματηρό του φόντο- η γεωμετρική απόδοση αρχιτεκτονικών προσμείξεων από νεοκλασσικά και πολυκατοικίες με γρύπες και σφίγγες στο πρώτο πλάνο των έργων, σημεία άλλων καιρών που επιμένουν να υπενθυμίζουν την παρουσία τους, μπούστα από γυναικεία αγάλματα σαν ακρόπρωρα πλοίων, η Ακρόπολη πίσω από κεραίες τηλεόρασης ή προ των λευκών τειχών των πολυκατοικιών, το ερειπωμένο σπίτι του Παρθένη
και τα άναρθρα συνθήματα στους τοίχους, το τοπίο ειδωμένο από την ίδια οπτική γωνία που παραλλάσσει εκάστοτε, με τις ανθρώπινες φιγούρες να μικραίνουν συνεχώς ή μετά βίας να επισημαίνονται, επιστρατεύονται ως λεπτομέρειες ενός τεράστιου κολλάζ που διατυπώνει ταυτόχρονα και μία κοινωνική κριτική, αφού ο ζωγράφος γνωρίζει ότι σ' αυτήν την πόλη δεν είναι μόνο το κτιριακό περιβάλλον που διαφοροποιήθηκε.
Ωστόσο ο Βασιλείου επινοεί τρόπους να εξοστρακίζει την ασχήμια. Μεταφέρει το καβαλέττο του στο εσωτερικό των σπιτιών και αποτυπώνει την ομορφιά του καθρέφτη με τα αγγελάκια, τα αγαπημένα κάδρα στους τοίχους, ψηλαφίζει το χνούδι των πραγμάτων και σπεύδει να παρηγορήσει την ψυχή μας προβάλλοντας αυτά τα «εσωτερικά» απεικάσματα της όρασης στην παγερότητα του έξω χώρου, συχνά με ιλλουζιονιστική διάθεση, σε μια αριστοτεχνική σύμφυρση πραγματικού και εξωπραγματικού. Ένα τοπίο ζωγραφικό συνεχίζει το φυσικό, σε ζώνες και παράλληλα επίπεδα, τα αντικείμενα αποχωρίζονται το συνηθισμένο τους περιβάλλον και πρωταγωνιστούν στα τοπία, χωρίς όμως συμβολιστικές προεκτάσεις ή τη φιλοδοξία υποκατάστασης της ανθρώπινης παρουσίας, η πολιτεία κοιμάται κάτω από το υπερβατικό φως της παληάς λάμπας και η ακρίβεια της λεπτομερούς απόδοσης του θέματος, η απαιτητικότητα σε μαστοριά και δεξιοτεχνία που προϋποθέτει ο ρεαλισμός, προσπορίζουν μια ονειρική ατμόσφαιρα σ'αυτά τα έργα, όπου ο ζωγράφος συχνά κρατά μία θέση για τον εαυτό του και τα προσφιλή του πρόσωπα ή για τους πίνακες που ζωγραφίζει στην ταράτσα του σπιτιού του. Για την προσήλωση του στα αντικείμενα, με την οποία, κατά τον Μ. Καλλιγά, τα τιποτένια γίνονται πολύτιμα, τα λησμονημένα αποκτούν αίγλη, του αποδόθηκε ο τίτλος του πρώτου pop artist στην πατρίδα μας, αν και η ιδεολογική αφετηρία της Pop Art, μια τέχνης που άσκησε αυτοκριτική, στην Αμερική ιδίως, μέσω της καθημερινότητας του αναπαραγόμενου αντικειμένου, πολύ απέχει από την αγάπη του Βασιλείου για την τρυφερότητα που αποπνέουν τα πράγματα, εμβόλιμα στα τοπία της ψυχής του, στην εικαστική ελεγεία που δημιούργησε με χαρούμενη γνώση για ό,τι περιπέτεια του ματιού, για ό,τι θέας άξιο.
Σημείωση
* Εισαγωγικό σημείωμα από τον κατάλογο Η Αθήνα του Σπύρου Βασιλείου, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1998.
|