συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΜΑΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ - ΠΛΑΚΑ
Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
και καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ).
Το κείμενο έχει δημοσιευθεί στο ΒΗΜΑ, 08/02/1998.



Δανιήλ: Η αέναη πάλη ανάμεσα στο φως και στο σκότος, στην ύλη και στο πνεύμα


«Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην». Ο γνωστός δελφικός χρησμός που δόθηκε στον Ιουλιανό σχολιάζει ένα από τα πρώιμα έργα του Δανιήλ, μια συναρμογή, όπου η παλέτα και το χέρι του καλλιτέχνη έχουν εναποτεθεί ως ex voto στη «νεκρή» παράδοση της ζωγραφικής του καβαλέτου. Πρόκειται για μια εύγλωττη διακήρυξη ενός γνήσιου πρωτοποριακού καλλιτέχνη. Πράγματι ο Δανιήλ θα εξερευνήσει έκτοτε ευάριθμες ­ όχι πολλές ­ περιοχές έκφρασης χωρίς καμία παλινδρόμηση στην παραδοσιακή εικόνα ή στην παραδοσιακή ζωγραφική.

Τα κουτιά, τα κοινά χαρτοκιβώτια του εμπορίου, θα αποτελέσουν σχεδόν για μια δεκαετία (1960-1970) τον αποκλειστικό χώρο έρευνας του ζωγράφου. Η οικειοποίηση ενός ευτελούς βιομηχανικού υλικού, η εκτροπή της χρήσης του αποτέλεσαν άρθρα πίστεως και βασικά όργανα στρατηγικής για τους θεωρητικούς και καλλιτέχνες του γαλλικού νεορεαλισμού (Nouveau Realisme). Ο Δανιήλ με τα χαρτοκιβώτιά του προσθέτει μια εντελώς πρωτότυπη και σημαίνουσα διάσταση στο κίνημα που πλούτισαν με το έργο τους καλλιτέχνες όπως ο Cesar, o Arman, o Riopelle, ο Νίκος Κεσσανλής κ.ά.

Ο Δανιήλ εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες που του προσφέρει το υλικό της επιλογής του. Το κουτί είναι εξ ορισμού ένας χώρος, ένα δωμάτιο ή μια σκηνή θεάτρου. Ενας χώρος κλειστός ή ανοιχτός. Αν είναι κλειστός, τροφοδοτεί την περιέργεια για το τι περικλείει. Ενοικείται από το μυστήριο του αγνώστου. Αν είναι μισάνοιχτος ή ανοιχτός, μας προκαλεί να κοιτάξουμε μέσα όπως μέσα από μια πόρτα ή ένα παράθυρο. Ο Δανιήλ θα διαρρήξει βίαια το «μυστικό» των κλειστών κιβωτίων. Ηδη στην πράξη αυτή εγγράφεται η χειρονομία της βίας. Η βιαιότητα, το δράμα θα επιβεβαιωθεί από την αποκάλυψη του περιεχομένου. Μην περιμένετε την εικόνα ή το θέαμα μιας τραγωδίας που προτείνει μια ιταλική σκηνή. Εδώ το δράμα είναι καθαρά πλαστικό. Το κόκκινο παραπέμπει μετωνυμικά στο αίμα, το λευκό στο φως, στην κάθαρση.

Ο Δανιήλ δεν περιορίζει τη δράση του σε ένα μόνο κουτί. Συχνά συμπαραθέτει περισσότερα, δημιουργώντας συντάγματα που αναιρούν την παραδοσιακή έννοια τόσο του πλαισίου όσο και της ιταλικής σκηνής. Ξαναγυρίζουμε έτσι στην επαναστατική εκείνη πράξη της πρωτοπορίας όταν ο Πικάσο (1912-13) με τις πρώτες συναρμογές του, τα πρώτα ελεύθερα ανάγλυφά του, καταργούσε τον ιδανικό χώρο της ζωγραφικής και του αναγλύφου καταστρέφοντας, αφαιρώντας το πλαίσιο. Ακολούθησαν οι Ρώσοι με αποκορύφωμα τα ανάγλυφα για γωνίες του Tatlin.

Μια άλλη έμμονη ιδέα του Δανιήλ, που πηγάζει και αυτή από τη γραμματική της πρωτοπορίας, είναι η προσήλωση στη μορφική κλίση του υλικού. Το ίδιο το υλικό, το φτηνό χαρτόνι, η σγουρή του θωράκιση, τα αυλακωτά χαρτιά περιτυλίγματος, το ζεστό χρώμα ώχρας θα αποτελέσουν οδηγούς μορφικής και χρωματικής διαχείρισης στην ποιητική και στην αισθητική του έργου. Μετά τα μέσα της δεκαετίας το βέλος έρχεται να προστεθεί στο λιτό λεξιλόγιο του Δανιήλ με ένα συγκεκριμένο και οργανικό ρόλο: να υλοποιήσει εμβληματικά τις πράξεις βίας που συντελούνται μέσα στο έργο• να δραματοποιήσει ακόμη περισσότερο το ανεικονικό θέατρο που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του θεατή. Ανάλογο ρόλο διαδραματίζουν και τα ελάχιστα εικονιστικά στοιχεία: τα χέρια που, φυλακισμένα, προσπαθούν να ανοίξουν ένα δίαυλο φωτός μέσα από ανοίγματα και ρωγμές.

Ακολουθεί μια περίοδος όπου το «δράμα» μεταφέρεται σε ηλεκτρικά κουτιά, άλλοτε με τα ίδια σύμβολα, άλλοτε με σκιώδεις ανθρώπινες μορφές ή εικόνες από την ιστορία της τέχνης (Hommage et dommage a Venus, 1967). Ο Δανιήλ όμως ξαναβρίσκει την αυθεντική του γλώσσα όταν επιλέγει ένα νέο σκεύος εκλογής, ένα νέο υλικό, τη λινάτσα. Για άλλη μία φορά η μορφική κλίση της ύλης ­ υφή και χρώμα ­ θα αποτελέσει οδηγό του για τη δημιουργία μιας μινιμαλιστικής ζωγραφικής από τις ωραιότερες της παγκόσμιας ιστορίας του μινιμαλισμού. Λίγα γεωμετρικά σχήματα, αχειροποίητη στην ευαισθησία της γραφή, ένα παλλόμενο ατμοσφαιρικό παιχνίδι στα όρια των χρωματικών πεδίων. Τα χρώματά του είναι περιορισμένα, επιλεγμένα ώστε να λειτουργούν εμβληματικά: το λευκό παραπέμπει στο φως, το μαύρο στο σκότος. Η πάλη τους πάνω στη φέρουσα ύλη, στο γήινο χρώμα της λινάτσας, είναι δραματική. Η νίκη ­ αν θεωρηθεί νίκη ­ του φωτός είναι κερδισμένη με αίμα. Το τρίτο χρώμα είναι το κόκκινο. Το ξέφτισμα της λινάτσας προσθέτει τη δική του ένταση σε αυτά τα «ελάχιστα», τα μινιμαλιστικά πλαστικά δράματα.

Ο Δανιήλ με τα κιβώτια και τις λινάτσες του εμπλουτίζει τη σύγχρονη ιστορία της παγκόσμιας τέχνης• με μια πρωτότυπη, ποιητική και ευαίσθητη έκφραση. Δεν χρησιμοποίησα τυχαία αυτά τα επίθετα. Πράγματι μια αισθητική μέριμνα, που παρακολουθεί άγρυπνα τις στυλιστικές μεταμορφώσεις του καλλιτέχνη, προσδίδει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο έργο του. Ακόμη και η πιο βίαιη επέμβαση πάνω στην ύλη υποτάσσεται σε αυτή τη μέριμνα. Ετσι τα έργα του μπορούν αβίαστα να χαρακτηρισθούν «ωραία». Είναι και αυτό μια μορφή κάθαρσης. Μήπως πρέπει να αναγνωρίσουμε σε αυτή την αισθητική μέριμνα το στίγμα της ελληνικής παράδοσης; Είναι πάντως το πιο ανώδυνο βάρος σε ένα έργο τόσο σύγχρονο.

Στους τελευταίους «πίνακές» του ­ πάντα πάνω σε λινάτσα ­ ο καλλιτέχνης έχει προσθέσει στο λιτό χρωματολόγιό του τα δύο βασικά που απουσίαζαν: το μπλε και το κίτρινο. Με την τριάδα των βασικών και τα δύο «μη χρώματα», το λευκό και το μαύρο, ο Δανιήλ ανάβει φωτιές, σκηνοθετεί λαμπαδηφορίες και πασχαλινές κεροδεσίες πάνω στην αδρή επιφάνεια της λινάτσας. Και εδώ πρωταγωνιστεί η πάλη του φωτός και του σκότους, αλλά με μια γλώσσα πιο πλούσια και με ρυθμούς χαρούμενους, σχεδόν τζαζ, που θυμίζουν τα τελευταία έργα του Μόντριαν.