συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΜΑΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ-ΠΛΑΚΑ

"Η Βάσω Κατράκη"

Από το Λεύκωμα “Βάσω Κατράκη – Χαρακτική 1940-1980”,
Αθήνα, Φεβρουάριος 1980


Με τη Βάσω Κατράκη, τη χαράκτρια που τιμήθηκε εφέτος με το βραβείο λιθογραφίας στη Biennale της Βενετίας (1966), συμβαίνει τούτο το παράδοξο: Πολύ πριν από την καθιέρωσή της στους διεθνείς καλλιτεχνικούς κύκλους, καθιέρωση επικυρωμένη από αλλεπάλληλες τιμητικές διακρίσεις, είχε κιόλας κατακτήσει μιαν ολότελα ξεχωριστή θέση στη συνείδηση του κοινού. Το μεθυστικό αίσθημα αυτής της πρώτης, ευδόκιμης καλλιτεχνικής εμπειρίας δε στάθηκε εν τούτοις ικανό να ταράξει την ευθύγραμμη, γεμάτη επώδυνους αναβαθμούς, πορεία του έργου της. Πουθενά δε σε σταματούν ίχνη αυταρέσκειας ή ναρκισσισμού, συμπτώματα που παρακολουθούν συχνά την αναγνώριση ενός καλλιτέχνη, όταν θέλοντας να διατηρήσει το καλλιτεχνικό είδωλο που έχει μορφωθεί στη συνείδηση του κοινού, καταδικάζεται στην αυτοεπανάληψη και στο μαρασμό. Αντίθετα η Βάσω προχώρησε αποφασιστικά και δοκίμασε τη χαρά να δει το κοινό της να την ακολουθεί, να συμπορεύεται μαζί της, να την επιδοκιμάζει. Κι είναι ίσως κι αυτό μια απόδειξη της εσωτερικής αναγκαιότητας αυτής της πορείας, των επιτακτικών λόγων που την υπαγόρευαν και πού γινόταν αισθητοί και συνακόλουθα κατανοητοί και αφομοιώσιμοι όχι μόνο από την ίδια τη χαράκτρια, αλλά και από το δέκτη του έργου της.

Η Βάσω, γεννημένη και ζυμωμένη ως το κόκκαλο με το λαό, νανουρισμένη από τους μυθικούς και τους ανθρώπινους καημούς της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, είχε φορτίσει την οπτική και συγκινησιακή της πείρα με μνήμες, όπου ο απλός, ο καθαρός και ευθύγραμμος στην αγωνία του για το “άγιον ήμαρ” λαός κυριαρχούσε. Και τούτος ο λαός του μόχθου, της μικρής μα άγιας θλίψης, της πείνας, της αρρώστιας, της ασφυξίας της χαμοζωής, μα και της ασύνορης λεβεντιάς του την κάλεσε κοντά του να τον τραγουδήσει με επικούς, ελεγειακούς και λυρικούς ρυθμούς. Η χαρακτική είναι μια τέχνη αληθινά ασκητική στην αυστηρότητά της. Προορισμένη να μιλήση με τη μεσολαβητική γλώσσα ενός στέρεου υλικού είναι υποχρεωμένη να σεβαστή το ιδίωμά του. Την ξεχωριστή του υπόσταση, την ιδιοτυπία του. Η ύλη εδώ δεν είναι μόνο φέρον στοιχείο της μορφής αλλά και θεμελιακό γενετικό της σύνδρομο. Η συμμετοχή της στο αισθητικό αποτέλεσμα είναι άμεση και κυριαρχική. Ο χαράκτης αντιμετωπίζει πολλαπλούς κινδύνους στην κρίσιμη μάχη που δίνει μαζί της. Οι αμεσότερα απειλητικοί είναι να την αγνοήσει, να την διαψεύσει ή να την μεταπλάσει σε κάτι άλλο. Και οι τρεις είναι θανάσιμοι για τις εγγενείς αξίες της τέχνης του. Η κρίσιμη ισορροπία μορφής και ύλης, η πειθαρχία της ύλης στους εκφραστικούς λόγους της μορφής, η εκμετάλλευση των “σημαντικών” δυνατοτήτων τής πρώτης για την ανάδειξη της δεύτερης, συνιστούν βασικές προϋποθέσεις για την ευτυχή έκβαση αυτής της αμφίβολης μάχης.

Ο επόμενος αναβαθμός της χαρακτικής άσκησης έγκειται στον περιορισμό τού χρώματος στο άσπρο μαύρο. Ο χαράκτης υποχρεώνεται από τους ίδιους τους νόμους της τέχνης του να υποβάλει την εκφραστική του ορμή στον έλεγχο μιας δεδομένης χρωματικής αρχής. Ο νόμος τής ασπρόμαυρης επιφάνειας, όχι μόνο ελέγχει και πειθαρχεί την πλημμυρίδα των συναισθημάτων του άλλ’ απαιτεί μία κρίσιμη διαιτησία για τη διατήρηση της ζωτικής ισορροπίας των δύο αντιθέσεων. Το σοφά ζυγισμένο παιχνίδι της γραμμής και του πλάνου, η λογική εναλλαγή των τόνων και πάνω απ’ όλα η εγκυρότητα της φόρμας και η κατάνευση της φέρουσας ύλης στο αισθητικό αποτέλεσμα είναι θεμελιακές προϋποθέσεις για ένα γνήσιο χαρακτικό έργο. Η αυτοπειθαρχία, η εγκράτεια, η ακοίμητη επιστασία του λόγου στην κίνηση του χεριού, είναι, συνακόλουθα, τα καθοριστικά γνωρίσματα του λειτουργού αυτής της δύσκολης τέχνης. Αυτή ακριβώς η ανέκκλητη αυστηρότητα δικαιολογεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι χαράκτες ήταν πρώτ’ απ’ όλα ζωγράφοι.