ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΣΟΦΙΑ ΤΖΙΜΑ
Ιστορικός της Τέχνης [Δημοσιεύτηκε, σε πιο σύντομη μορφή, στο περ. συλλογες, τχ. Δεκεμβρίου 2009]
Πέτρες, νερά και σύννεφα Ο ζωγράφος Γιάννης Μαγκανάρης (1918-2007)
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Οδυσσέας Ελύτης
«Πέτρες, νερά και σύννεφα είναι για το Μαγκανάρη τα κεφαλαία ενός κώδικα, που καταγράφει την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη, σημεία φυγής και στήριξης σε μια προοπτική που διαρκώς αλλάζει με την παρέμβαση της τέταρτης διάστασης: του χρόνου». Αυτά έγραφε το 1975 ο Στρατής Τσίρκας για τα έργα του καλού του φίλου, Αλεξανδρινού ζωγράφου Γιάννη Μαγκανάρη. Αναφερόταν σε μια σειρά που ο ζωγράφος ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 και συνέχισε, με επιμονή, ως το τέλος της ζωής του. Λιτά και μνημειώδη, τα έργα αυτά απεικονίζουν μορφές ανθρώπινες που έχουν πετρώσει στην άκρη της θάλασσας –ή πέτρες που ζωντανεύουν–, σε ένα τοπίο αρχέγονο.
Αρκετά από αυτά, μαζί με άλλους πίνακές του, σχέδια, χαρακτικά, καθώς και τα πολύ ενδιαφέροντα τεκμήρια της συνεργασίας του με τον Τσίρκα για τα πρωτογράμματα της «Νυχτερίδας», παρουσιάστηκαν τον Οκτώβριο στο Μέγαρο Εϋνάρδου (του ΜΙΕΤ), στην πρώτη αναδρομική έκθεση για το ζωγράφο. Τόσο η έκθεση όσο και το λεύκωμα που τη συνόδευε αποτελούσαν μια ευκαιρία γνωριμίας με έναν όχι τόσο γνωστό ζωγράφο –πιθανότατα αδικημένο. Μια συζήτηση με την τελευταία του σύζυγο, Michele Broyer-Μαγκανάρη, φώτισε μερικές πτυχές της ζωής και του έργου του.
Η ζωγραφική
Τα έργα με τις πέτρες-ανθρώπους είναι τα χαρακτηριστικότερά του, αυτά στα οποία κατέθεσε την ψυχή του. Προκαλούν μια ισχυρή πρώτη εντύπωση αλλά και δημιουργούν διάθεση στοχαστική που διαρκεί πολύ ώρα αφότου τα έχει δει κανείς. Πρωταγωνιστούν σε αυτά μορφές ογκώδεις, αφαιρετικές, συχνά θραυσματικές. Αν και σχηματισμένες από πέτρες, χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, έχουν ωστόσο στάσεις πολύ ανθρώπινες: αγκαλιάζονται, ρεμβάζουν, συλλογίζονται. Επικοινωνούν ή είναι αποξενωμένες. Μοιάζουν άνθρωποι που πάγωσαν στο χρόνο και μετατράπηκαν σε αρχέτυπα. Ένα είδος ομίχλης –φτιαγμένης με οριζόντιες, διάφανες πινελιές– δημιουργεί έναν ανοίκειο χώρο. Στο βάθος τα πάντα λούζονται από ένα άπλετο, λευκό φως –την «παρουσία του αέναου», όπως εύστοχα επισήμανε ο Τσίρκας.
Η Michele Μαγκανάρη μας λέει την ιστορία των έργων: «Από τη δεκαετία του ΄70 πηγαίναμε κάθε χρόνο στη Σίφνο. Για 12 χρόνια μέναμε στο κάστρο, σε ένα εγκαταλειμμένο σχολείο που νοικιάζαμε. Εκεί προπαντός έκανε ο Γιάννης τις πέτρες. Σε ένα ράντζο, ένα σιδερένιο κρεβατάκι, τέντωνε τον καμβά και ύστερα τον τύλιγε για να τον φέρει στην Αθήνα. Αλλά ήταν πολύ λιτός, δεν είχε ανάγκη από πολλά πράγματα. Όταν μας έδιωξε η κοινότητα (για να «αξιοποιήσει το κτήριο») αρχίσαμε να χτίζουμε το δικό μας σπίτι. Όταν τελείωσε, ο Γιάννης ήταν ήδη 70 ετών? ως τα 88 συνέχισε να ζωγραφίζει στη Σίφνο, το καλοκαίρι κυρίως.
»Σε αυτό το νησί το κυρίαρχο στοιχείο είναι η πέτρα. Το δεύτερο είναι η ξερή βλάστηση, οι θάμνοι. Το τρίτο στοιχείο είναι ο άνθρωπος μέσα στη φύση αυτή –είναι ένα νησί που έχει κατοικηθεί από χιλιετίες. Ο Γιάννης εντυπωσιάστηκε πολύ από τις μορφές της πέτρας και μετά από τα σώματα των ανθρώπων που λούζονταν στον ήλιο και στη θάλασσα, ξαπλωμένοι στα βότσαλα και στις πλάκες. Έτσι έκανε μια συμπύκνωση του σώματος και του εδάφους, και προέκυψαν πέτρινα σώματα. Με φιλοσοφική διάθεση, ο Γιάννης είδε τις πέτρινες μορφές ως μορφές της ανθρώπινης ζωής: της γέννας, του έρωτα, των γηρατειών, της αγάπης, της αποξένωσης? ένας άνθρωπος συλλογίζεται ή βλέπει τη θάλασσα και ξέρει πως είναι το τέλος, δύο άνθρωποι μαζί και ένας τρίτος που έχει μείνει απ’ έξω… Συνέχισε τα έργα αυτά ως το τέλος. Πολλές φορές του έλεγα να αλλάξει πια θέμα, ότι είχε ήδη κάνει το καλύτερο που μπορούσε. Αλλά μου απαντούσε “όχι, θα την εξαντλήσω την πέτρα”. Την παίδεψε πολύ την πέτρα και τον παίδεψε και αυτή. Το καλύτερο έργο είναι η πτώση του Ικάρου, μεγάλος πίνακας που δεν ήθελε να τον πουλήσει– αλλά εγώ δεν έχω πια τη δυνατότητα να κάνω το ίδιο».
Τα παλιότερα έργα του ζωγράφου κινούνται σε αρκετά διαφορετικό ύφος. Πιο παραστατικά, με το χρώμα να κυριαρχεί, γεμάτα από χαρακτηριστικές μορφές της Αιγύπτου. Σύμφωνα με χειρόγραφη μαρτυρία του ίδιου, η ζωγραφική του πέρασε πολλές φάσεις με κεντρικό στοιχείο την «κλασικότητα, όπου ισορροπούνται η οριζοντιότητα του αιγυπτιακού τοπίου, η μεσογειακή φωτεινότητα, η ελληνική σαφήνεια και η γήινη πλαστικότητα». Το ενδιαφέρον είναι ότι η επίδραση του δασκάλου του, Κωνσταντίνου Παρθένη, έγινε πιο εμφανής όχι στα νεανικά αλλά στα τελευταία του έργα, τη σειρά της πέτρας: «λιτό υλικό, υψηλές ιδέες», όπως το εντόπισε ο Τσίρκας.
Η συνεργασία με τον Τσίρκα
Ο Γιάννης Μαγκανάρης γεννήθηκε το 1918 στην Αλεξάνδρεια. Το 1938 ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην ΑΣΚΤ με καθηγητές τον Παρθένη και τον Γιάννη Κεφαλληνό. Μελέτησε σκηνογραφία με τους Κλέαρχο Κλώνη και Σπύρο Παπαλουκά και ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, τη γλυπτική και τη διακόσμηση. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και το 1947 επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Τότε γνωρίστηκε με τον Στρατή Τσίρκα.
Μας λέει η σύζυγός του: «Έγιναν φίλοι μετά την Αντίσταση, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί ξεκίνησαν μια άλλου είδους αντίσταση, πνευματική. Κάθε Κυριακή στο σπίτι του ζωγράφου Μένη Αγγελόπουλου μαζεύονταν οι πνευματικοί άνθρωποι και γινόταν ευχάριστη αλλά υψηλού επιπέδου κουβέντα». Αργότερα, όταν τόσο ο Μαγκανάρης όσο και ο Τσίρκας βρίσκονταν πια στην Αθήνα, συνεργάστηκαν και καλλιτεχνικά. Ο Τσίρκας ζήτησε από τον Μαγκανάρη να φιλοτεχνήσει τα πρωτογράμματα για τη «Νυχτερίδα» (1965) –σπάνιο δείγμα ενασχόλησής του με τη χαρακτική, καθώς πολλά από τα χαρακτικά του καταστράφηκαν κατά την μετακόμιση από την Αλεξάνδρεια. Λίγο πριν την έκθεση στο ΜΙΕΤ, η κυρία Broyer-Μαγκανάρη ανακάλυψε τη μεγάλη αλληλογραφία τους για τη συνεργασία αυτή. Η αντιπαραβολή των γλαφυρών οδηγιών του Τσίρκα και των εικόνων που δημιούργησε ο Μαγκανάρης (παραστατικών, γιατί αυτό ήταν το ζητούμενο) παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, για το πρωτόγραμμα του κεφαλαίου VIII προτείνει ο Τσίρκας: «Μι? nature morte μ? ?χινούς, καβούρια κι ?να μακρύλαιμο μπουκάλι ?σπρου κρασιο?; Τ?ν κόμη τ?ς Βερενίκης; ?φτ? ?στέρια τ? ?να πίσω ?π? τ? ?λλο, κολλητά, κρεμαστά. Τ?ν κυλιστ? πολυθρόνα το? Μερούζ, ?δειανή; ?να μπεντουβίνικο τοπίο: ?μμόλοφοι, ?να κουρελιασμένο τσαντίρι, ?να καμαράκι μ? σκουριασμένους γκαζοτενεκέδες, μπασταρδεμένα μαντρόσκυλα, μι? ? δυ? χουρμαδι?ς ψηλ?ς κα? ?ναιμικές;». Και ο Μαγκανάρης ανταποκρίνεται με ένα υγρό και μελαγχολικό νυχτερινό τοπίο.
Η διδασκαλία
Εκτός από την καλλιτεχνική δημιουργία του Μαγκανάρη υπάρχουν όμως και άλλες πλευρές του που αξίζει να μελετηθούν. Μια από αυτές είναι σίγουρα η διδασκαλία. Ο Μαγκανάρης δίδαξε τέχνη και ζωγραφική τόσο στην Αλεξάνδρεια όσο και στην Αθήνα, όπου επανήλθε οριστικά το 1962. Για 20 χρόνια δίδαξε το μάθημα της Αισθητικής Αγωγής σε πολλές ιδιωτικές σχολές και στο Ελληνογαλλικό Λύκειο. Όπως μας λέει η σύζυγός του: «Ήταν πολύ καλός παιδαγωγός, πολύ καλός επίσης στο να ψυχολογεί τους ανθρώπους. Είχε μια δική του μέθοδο, με στόχο να μαθαίνει τα παιδιά και τους εφήβους να εκφράζονται. Δεν ήθελε να τους μάθει απλώς να σχεδιάζουν, αλλά να καλλιεργήσει τις αισθήσεις. Δεν διόρθωνε τα έργα αλλά τα σχολίαζε και έδινε ενδείξεις. Επίσης, ζητούσε από τα παιδιά να αξιολογήσουν τα έργα των συμμαθητών τους. Έδινε θέματα όπως: η Γη, το χώμα, το φεγγάρι, η πρασινάδα. Τα αποτελέσματα δεν έρχονταν αμέσως, αλλά κάποια στιγμή οι μαθητές άρχιζαν να κάνουν εξαιρετικά έργα. Πολλές φορές του χάριζαν τα έργα τους? έτσι έφτιαξε μια συλλογή 500-600 σχεδίων τουλάχιστον. Κάποτε είχαν επιλέξει μαζί με τον Τέτση 200 μαθητικά σχέδια, ώστε να εκτεθούν και να γίνει ένα λεύκωμα –δεν στάθηκε όμως δυνατό καθώς δεν βρέθηκε χορηγός. Ίσως τώρα να υπάρξει μια νέα ευκαιρία».
Η παραπάνω είναι μία μόνο από τις πολλές αντιξοότητες που συνάντησε ο Μαγκανάρης, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα. Κατά τη δικτατορία υπέστη –ως αριστερός– απαγορεύσεις στο να εκθέτει, να διδάσκει, να έχει διαβατήριο, παρότι δεν ήταν ενταγμένος στο ΚΚΕ. Αργότερα, η ανεξαρτησία του από κόμματα, σε συνδυασμό με την αμέλειά του στο να προβάλλει τον εαυτό του, δεν τον βοήθησε να βρει πολλούς υποστηρικτές.
Άγνωστο μένει και το θεωρητικό του έργο? ο Μαγκανάρης έδωσε πολλές διαλέξεις (μια από αυτές αφορούσε τη μορφή των κυκλαδικών ειδωλίων) και σύμφωνα με τη σύζυγό του έγραφε πολύ, αλλά αυτά τα κείμενα δεν δημοσιεύτηκαν. Ωστόσο ο ίδιος έλεγε «μπορεί να μην έχω “πετύχει”, αλλά η συνείδησή μου είναι καθαρή». Όσοι τον γνώρισαν θεωρούσαν βασικές πτυχές του χαρακτήρα του τη λιτότητα, τη σεμνότητα και την αισιοδοξία.
|