|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
Ο Γιάννης Παππάς μιλά για τον Γιάννη Κεφαλληνό
Ομιλία του Γιάννη Παππά στο Α.Τ.Ι (Φεβρουάριος 1967)
Από το «Κείμενα για την Τέχνη», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1993
Κυρίες και Κύριοι,
Όσοι από σας γνώρισαν καλά τον Γιάννη Κεφαλληνό, ίσως να τον φανταστούν τούτη τη στιγμή να χαμογελά.
Αυτό το χαμόγελό του, που συχνά γινόταν σαρκαστικό γέλιο και σχεδόν πάντα τελείωνε καλόκαρδα, ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σεβαστού φίλου μας. Έκρυβε τις χωρίς ψεύτικες ντροπές και προκαταλήψεις αυστηρές ιδέες του, τις απόλυτες θέσεις που έπαιρνε όχι μόνο ως προς τους άλλους, αλλά πρώτα έναντι του εαυτού του και που τον οδηγούσαν τελικά στο να εξαντλεί την αυστηρότητά του στη ζωή και στο έργο του, που είναι απόλυτα συνυφασμένα.
Μην περιμένοντας πολλά από τους άλλους, έχοντας δει καθαρά γύρω του, παρ’ όλη την απονήρευτη φύση του, κλείστηκε στον εαυτό του εφαρμόζοντας τις δύσκολες αρχές που τον καθοδήγησαν πάντοτε.
Δεν έχω την πρόθεση να κρίνω και να αξιολογήσω το έργο του Γιάννη Κεφαλληνού, γιατί δεν είναι δουλειά μου. Η κριτική ανήκει σε άλλους, και τώρα δε μπορώ παρά να θυμηθώ τον επιγραμματικό ορισμό του Στέφανου Μαλλαρμέ: «Le critique et celui qui s’ occupe de se qui ne le regarde pas» - κριτικός είναι ο ασχολούμενος με ό, τι δεν τον αφορά.
Δούλευε, λοιπόν, ο αγαπητός φίλος μας, πέρα από την επικαιρότητα και τις μόδες, μέσα σ’ ένα κλίμα που θα το λέγανε οι περισσότεροι ξεπερασμένο, βάζοντας για σκοπό του μιαν απόλυτη έκφραση βασισμένη σε μιαν αδιάσειστη τεχνική, αδιάφορος σε κρίσεις αβασάνιστες αλλά προσεκτικός στο έπακρο για ό, τι μπορούσε να τον βοηθήσει στο να τελειοποιηθεί.
Δούλεψε με πάθος σε όλη του τη ζωή, αδιάκοπα, επίμονα. Εχθρός της προχειρολογίας και της αισθητικής του non finito, ήταν αποφασιστικά, πεισματικά, υπέρ της όσο το δυνατόν τέλειας εργασίας. Κάθε εμπειρία τεχνική είχε σκοπό μια καθαρότερη και διαυγέστερη έκφραση για την ολοκλήρωση της κλασικής αντίληψής του για την τελειότητα.
Η φυσική του ροπή, η διάθεσή του, η μόρφωσή του, τον έσπρωχνε αναγκαστικά προς την αναζήτηση αυτής της τελειότητας, που περιελάμβανε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του και της τέχνης του.
Μα ήταν και ο ίδιος, έτσι όπως τον είχε κάνει ο Θεός, ένας ωραίος, ιδιότυπος, καλοφτιαγμένος άνθρωπος. Υψηλός, λεπτός, με αδρές και χαριτωμένες κινήσεις. Το πρόσωπό του ξερακιανό, με δυνατά κόκαλα και πολύ βαθουλωτά μαύρα μάτια, γκρίζα μαλλιά και μελαψός σαν Βεδουίνος.
Μήπως και στο ντύσιμό του δεν υπήρχε η ίδια επιθυμία τελειότητας; Όχι βέβαια γιατί ήταν κομψευόμενος αλλά γιατί αγαπούσε το καλό ύφασμα, το καλοκομμένο ρούχο – χωρίς εκκεντρικότητες επιζητούσε το ασυνήθιστο, και πάντα η εμφάνισή του ήταν αρχοντική.
Το ίδιο και περισσότερο ακόμα συνέβαινε με το περιβάλλον όπου ζούσε και δούλευε. Τάξη, καλαισθησία, απλότητα, σχολαστική φροντίδα παντού. Σε λεπτομέρειες προπάντων.
Λίγα έπιπλα, από το καλύτερο ξύλο, καμωμένα με δικά του σχέδια, λίγα αντικείμενα, όχι κατ΄ ανάγκην πολύτιμα, αλλά σωστά.
Η βιβλιοθήκη του άρτια. Κι εκείνα τα συρτάρια με τα εργαλεία του, με ειδών ειδών κοπίδια, μαχαίρια, πένες, μολύβια, χρώματα, πινέλα, χαρτιά, μελάνια, ό,τι μπορούσε να βάλει ο νους σου, όλα ταχτοποιημένα και έτοιμα.
Σίγουρα δεν τα μεταχειριζότανε όλα, αλλά ήταν το μεράκι του τεχνίτη που θέλει να’ χει στη διάθεσή του ό, τι πιο ειδικό και καλό εργαλείο μπορεί ίσως να χρειαστεί.
Ο Κεφαλληνός αγαπούσε με πάθος το metier σαν ένας βιοτέχνης – κι είναι σπάνιο για άνθρωπο που έβγαινε από αστικό ευκατάστατο περιβάλλον.
Φροντίδα παντού, και στο τραπέζι του φυσικά, που καλαίσθητο και λιτά στρωμένο πρόσφερε πάντα κάτι εκλεκτό και δυσεύρετο.
Το εργαστήριό του ήταν τόσο απλό και νέτο, χωρίς ίχνος καλλιτεχνικής αταξίας, που καμμιά φορά ρωτιόμουν αν δούλευε κανείς εκεί.
Πέρασε τις περισσότερες ώρες της ζωής του εκεί, μόνος, σκυμμένος στο τραπέζι του, αναζητώντας την τελειωτική και απόλυτη έκφραση.
Σε κάθε λοιπόν τρόπο ζωής και τρόπο εργασίας μια πρόθεση, μια αναζήτηση, ένα επίτευγμα τελειότητας.
Από νωρίς ο καλλιτέχνης έζησε αποτραβηγμένος. Λίγοι φίλοι, και προπάντων η άξια σύντροφό του Σουζάνα, που πάντα του παραστάθηκε πιστά, ήταν η συνηθισμένη συντροφιά του.
Φροντίδα παντού, και στο τραπέζι του φυσικά, πού καλαίσθητο
και λιτά στρωμένο πρόσφερε πάντα κάτι εκλεκτό καί δυσεύρετο.
Το εργαστήριο του ήταν τόσο απλό καί νέτο, χωρίς ίχνος καλλιτεχνικής αταξίας, πού καμιά φορά ρωτιόμουν αν δούλευε κανείς εκεί.
Πέρασε τις περισσότερες ώρες της ζωής του εκεί, μόνος, σκυμμένος στο τραπέζι του, αναζητώντας την τελειωτική καί απόλυτη έκφραση.
Σε κάθε λοιπόν τρόπο ζωής και τρόπο εργασίας μια πρόθεση, μια
αναζήτηση, ένα επίτευγμα τελειότητας.
Από νωρίς ο καλλιτέχνης έζησε αποτραβηγμένος. Λίγοι φίλοι, και
προπάντων η άξια σύντροφος του Σουζάνα, πού πάντα του παραστάθηκε πιστά, ήταν η συνηθισμένη συντροφιά του.
Από ιδιοσυγκρασία, από πείρα της ζωής, από το γεγονός ότι κατάλαβε ότι οποίος καλλιτέχνης δουλεύει δεν του φτάνει μια ζωή για
να μάθει, από περιφρόνηση προς τη χυδαιότητα αυτών πού προσπαθούν με κάθε θυσία να επιτύχουν, από άμυνα μιας ευαίσθητης καί
ευερέθιστης φύσης, από αγάπη της αυτοσυγκέντρωσης, ο Κεφαλληνός έζησε θεληματικά μόνος, βλέποντας λίγους συγγενείς και ακόμα
λιγότερους φίλους. Αμίλητος, κλειστός, απότομος με τους ξένους και
μ' αυτούς πού θεωρούσε βαρβάρους, γινόταν γλυκομίλητος καί προσηνής με τους φίλους.
Ήταν μοιραίο, με τον ερωτά πού είχε προς το απόλυτο, να απογοητευθεί από πολλά κι από πολλούς.
Τελικά, νομίζω ότι έκρινε με επιείκεια καί καλοσύνη αλλά προτιμούσε να μη συναναστρέφεται. Την ανεξαρτησία του τη διαφύλαξε
επίμονα. Ήταν από τους λίγους πνευματικούς ανθρώπους πού δεν
έστερξε σε παζάρια καί συναλλαγές. Ούτε τα ισχυρά πρόσωπα της
ημέρας ούτε οι υποσχέσεις τους κλόνιζαν τις αποφάσεις του.
Μακριά από παρατάξεις πολιτικές ή καλλιτεχνικές, έζησε με μοναδικό σκοπό το συμφέρον της τέχνης του.
Οι θυμοί του, μάλλον οι εκρήξεις του, ήταν εκδηλώσεις μιας ανυπόμονης και ευαίσθητης ψυχής.
Δεν δίσταζε, καμιά συμβατικότητα δεν τον εμπόδιζε, απότομα,
μονοκόμματα, χωρίς περιφράσεις καί πονηρίες, να πει τη γνώμη του.
Αλήθεια, μια τέτοια εκδήλωση πού μπορούσε να ενοχλήσει πολύ
ήταν (όταν το σκέπτομαι και συγκρίνω με αυτούς πού υπολογίζουν όχι μόνο τί θα πουν αλλά πώς θα το πουν αναλόγως σε ποιόν θα το
πουν ή δεν θα το πουν) σαν μια ανάσα αμόλυντου αέρα.
Δεν ενδιαφέρει τόσο αν είχε πάντα δίκιο ο Κεφαλληνός ή αν ή
σκέψη του δεν ήταν ισχυρότερη ή πιο καλά παρουσιασμένη από άλλη• σημασία είχε ή αυθεντικότητα της εκδήλωσης και το άδολο της
πρόθεσης.
Θα 'πρεπε τώρα να σας πω μερικά για τη ζωή του. Χρονολογίες,
έργα, συμβάντα. Ο Γιάννης Κεφαλληνός γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια την 21η Ιουλίου 1894, από πατέρα Ζακυνθινό καί μητέρα
Χιώτισσα.
Φοιτά στο Αβερώφειο Γυμνάσιο της Αλεξανδρείας, και το φθινόπωρο του 1912 πηγαίνει στη Γάνδη για να σπουδάσει μηχανική. Ύστερα από ένα χρόνο περίπου φεύγει για το Παρίσι, με σκοπό να αφοσιωθεί στη ζωγραφική.
Αλλά σε λίγο αρχίζει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και γυρίζει στην
Αίγυπτο, όπου δεν παύει να εργάζεται στη Σχολή Καλών Τεχνών
του Καΐρου, πού τότε είχε Γάλλους καθηγητές.
Όταν το 1918 τελειώνει ο πόλεμος, επιστρέφει στο Neuilly και
στο St. Cloud, όπου συνδέεται με το χαράκτη Μπελό.
Από την εποχή αυτή αρχίζει ή καλλιτεχνική του δράση να ξεπερνά
τα όρια της μελέτης.
Επιμελείται και εικονογραφεί βιβλία γνωστών Γάλλων συγγραφέων. Η επιτυχία του στο Παρίσι και η εκτίμηση πού βρίσκει προμηνύουν λαμπρή σταδιοδρομία.
Το έτος 1924 παντρεύεται και εγκαθίσταται στο Cinq – Mars la Pile
στην Τουρραίνη, όπου αγοράζει μια έπαυλη με ένα μεγάλο κήπο.
Αμέσως αρχίζει να ασχολείται με την κηποτεχνία με γνώση καί
μεράκι.
Ζει εκεί για έξι χρόνια στην καρδιά της Γαλλίας, δοκιμάζοντας
και εκτιμώντας όλα τα αγαθά πού προσφέρει η μοναδική αυτή περιοχή.
Η παραμονή του εκεί αναμφισβήτητα επηρέασε αποφασιστικά
τον καλλιτέχνη και διαμόρφωσε πολλές από τις συνήθειες του και τις
προτιμήσεις του.
Γνωστός ήδη στο Παρίσι σε ευρύ καί εκλεκτό κύκλο, δεν έχει γίνει
ακόμα γνωστός στην Ελλάδα. Όμως οι Έλληνες καλλιτέχνες και
διανοούμενοι στο Παρίσι τον περιβάλλουν με εκτίμηση.
Ιδιαίτερα διακρίνει και καταλαβαίνει την αξία του ο γλύπτης
Κώστας Δημητριάδης, διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών.
Κι αυτός εγκαταστημένος στο Παρίσι, έχοντας ήδη διεθνή φήμη,
επιστρέφει στην Ελλάδα καλεσμένος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο
για να αναμορφώσει καί να ξαναζωντανέψει μια Σχολή Καλών Τεχνών αποτελματωμένη.
Το έτος 1930 προσκαλεί ο διευθυντής Κώστας Δημητριάδης τον
Κεφαλληνό να διεκδικήσει την έδρα της Χαρακτικής. Ο καλλιτέχνης, αφήνοντας μια οργανωμένη ζωή καί μια σίγουρη σταδιοδρομία,
γυρίζει στην Ελλάδα.
Από το 1930-1932, οπότε διορίζεται καθηγητής, ταλαιπωρείται
κάπως από την ελληνική πραγματικότητα, αλλά παρ' όλα αυτά βρίσκει καιρό για να δουλέψει. Κυρίως στη Μύκονο, οπού διαμένει για
οκτώ περίπου μήνες καί κάνει μια σειρά από δυνατές καί άρτιες ξυλογραφίες, πού νομίζω ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία στο έργο του.
Αρχίζει από τότε μια πολύ γόνιμη περίοδος. Η τέχνη της χαρακτικής και ή διδασκαλία της, όπως καί ή τέχνη του βιβλίου, ήταν ως
τότε σχεδόν ανύπαρκτες στην Ελλάδα. Δημιουργός του Εργαστηρίου Χαρακτικής της Σχολής των Καλών Τεχνών, πιστεύω ότι δεν
είναι υπερβολή αν λεχθεί ότι ό Κεφαλληνός είναι καί ο δημιουργός
της χαρακτικής στην Ελλάδα, πού τόσο αξιόλογη εξέλιξη καί διεθνή
αναγνώριση βρήκε στους μαθητές του.
Γιατί όλοι πέρασαν από τα χέρια του, είτε αναγνωρίζεται είτε όχι,
όλοι οι σημερινοί δόκιμοι χαράκτες είναι παιδιά του Κεφαλληνού καί
όλοι χρωστούν στη διδασκαλία του τη βαθιά γνώση της τεχνικής, ένα
μέρος της γενικής τους καλλιέργειας, καί όσοι κατάλαβαν την τύχη
πού είχαν να είναι κοντά σε δάσκαλο, ένα παράδειγμα υποδειγματικής ζωής, αφιερωμένης στην άσκηση της τέχνης.
Ο Κεφαλληνός οργανώνει μεθοδικά τη διδασκαλία του περιλαμβάνοντας σ' αυτήν όλα τα είδη της χαρακτικής, ξυλογραφία, χαλκογραφία καί λιθογραφία, προσηλωμένος πάντα στην αυστηρή αντίληψη
ότι κάθε είδος τεχνικής στη χαρακτική είναι αυτοτελές καί δεν επιδέχεται σύγχυση ή συνδυασμό με παράλληλες ή άλλες τεχνικές.
Από το 1932 έως το 1940 η δραστηριότητα του ως καλλιτέχνη
και ως καθηγητή είναι συνεχής. Μετέχει σε εκθέσεις, επιμελείται
εκδόσεις και ολοένα προχωρεί την εργασία του. Έργα της περιόδου αυτής είναι η Μπανανιά, η Τσάτσα, το Άλογο, το Πορτραίτο του
Καμπάνη, ο Ταύρος, οι ξυλογραφίες για το βιβλίο Ο θάνατος του
Μέδικου του Π. Πρεβελάκη.
Έρχεται ο πόλεμος και η Κατοχή. Ο Κεφαλληνός δεν παύει την
εργασία, και το 1942, στην Επαγγελματική Έκθεση, πού στεγάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο, παρουσιάζει ξυλογραφίες καί
τρία σχέδια εμπνευσμένα από την πείνα του 1941. Οι Ιταλοί φυλακίζουν τον Κεφαλληνό καί καταστρέφουν δύο από τα σχέδια.
Το 1943 εκδίδει το Παγόνι — κείμενο Ζαχ. Παπαντωνίου, ξυλογραφίες και τυπογραφία Κεφαλληνού. Στο έργο αυτό έβαλε όλη τη
γνώση του και την προσοχή του. Σύνθεση και λεπτότατη εργασία,
πού μόνο όταν ιδείς τα χαραγμένα ξύλα την καταλαβαίνεις πλήρως.
Ακολουθούν μετά την Κατοχή υποδειγματικές εκδόσεις έργων,
του Καζαντζάκη, του Πρεβελάκη, του Ζαλοκώστα, του Σικελιανού.
Για τα Βουκολικά του Θεοκρίτου δημιουργεί νέο τύπο τυπογραφικών
στοιχείων. Εργασία επίπονη καί δυσκολότατη.
Μόνο αυτή η απαρίθμηση, εκτός από την ποιότητα της εργασίας,
αρκεί για να καταδείξει την κεφαλαιώδη σημασία πού είχε ή συμβολή
του Κεφαλληνού στην εξέλιξη της τέχνης του βιβλίου στον τόπο μας.
Έρχεται ύστερα η περίφημη σειρά των γραμματοσήμων, πού τα
συνέλαβε ό Κεφαλληνός όχι σαν κομματάκια χαρτιά κολλημένα σε
φακέλους, αλλά σαν μικρά έργα τέχνης άξια να αντιπροσωπεύσουν
την Ελλάδα στα μάτια μας και στα μάτια των ξένων, και που όταν
τα ξαναβλέπουμε λογαριάζουμε την απόσταση του χθες με το σήμερα.
Καταπιάνεται ύστερα, με τη συνεργασία των μαθητών του Λουίζας Μοντεσάντου, Γιώργου Βαρλάμου, Νίκου Δαμιανάκη, με την έκδοση του λευκώματος Δέκα λευκές λήκυθοι του Αρχαιολογικού
Μουσείου Αθηνών.
Τον Οκτώβριο του 1954 ο Κεφαλληνός εκλέγεται διευθυντής της
Σχολής Καλών Τεχνών καί αμέσως, με τον ίδιο ζήλο καί επιμέλεια
που έχει στη δουλειά του, αναλαμβάνει τα καθήκοντα του. Τότε συντάσσεται ο Οργανισμός πού δημιουργεί τα φροντιστήρια των εφηρμοσμένων τεχνών και που δυστυχώς δεν πρόφτασε να τα δει σε λειτουργία, αφού ό νόμος ψηφίστηκε το 1958, ενάμιση χρόνο μετά το
θάνατο του.
Τον Απρίλιο του 1956 οργανώνει στην αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών έκθεση με όλη την εργασία των ληκύθων. Τον ίδιο χρόνο
επανεκλέγεται διευθυντής.
Όλη αυτή ή εργασία του κατεξοχήν ακαδημαϊκού διδασκάλου δεν
βρήκε, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, την επίσημη καί επιβεβλημένη
αναγνώριση. Όταν υπέβαλε το έργο του στην Ακαδημία, δεν έτυχε
διακρίσεως.
Μοιραίο ήταν, αφού είχε μείνει μακριά από κάθε είδους συναλλαγή
και μικρότητα. Εξάλλου, δεν έκρυψε ποτέ την περιφρόνηση του για
τους δήθεν σοβαρούς, τους δήθεν σπουδαίους, που, οχυρωμένοι πίσω
από τίτλους κι αξιώματα, διαπράττουν τις πιο ευτελείς πράξεις
σκαρφαλώνοντας στα υψηλότερα καθίσματα, και που αγνοούν κατά
κανόνα ό,τι αυθεντικό καί τίμιο γίνεται στον τόπο αυτόν.
Στην περίοδο της διευθύνσεως του Κεφαλληνού συνεργάστηκα μαζί του ως υποδιευθυντής του Ιδρύματος. Ας μου επιτραπεί κάτι να
πω γι' αυτή την πολύτιμη εμπειρία.
Αν καί τυπικός στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ο Κεφαλληνός που όλοι μας αγαπούσαμε καί σεβόμαστε μου 'δειξε αμέσως καί
πριν απ' όλα ότι ήμασταν φίλοι, καλλιτέχνες, συνάδελφοι με την ακριβή έννοια της λέξης και όχι διοικητικοί υπάλληλοι πού προσπαθούν να ρίξουν τη δουλειά ο ένας στην πλάτη του άλλου. Δεν θα λησμονήσω πόσες φορές μου είπε όταν μέναμε μαζί αργά στη Σχολή:
«Εσύ τώρα πήγαινε στο εργαστήριο σου να δουλέψεις — μένω εγώ». Ήταν φίλος, και μάλιστα γενναιόδωρος. Αυτή η απλή προτροπή
πολλά σημαίνει για κάποιον πού ξέρει τη σημασία της ώρας που
περνά. Η φιλία του ήταν κάτι πολύ διαφορετικό απ' ό,τι συνήθως
συναντούμε, δηλαδή τη φιλαυτία, τον εγωισμό και την επίφαση της
φιλίας, συνδυασμένης με πολλά λόγια καί με στόμφο — δύο πράγματα στα όποια είχε απέχθεια ό Κεφαλληνός. Από τον καιρό που τον
γνώρισα, όταν ήμουν 18 ετών, το 1931, πάντα μου φέρθηκε σαν σε
νεότερο συνάδελφο καί όχι σαν σε μαθητή. Σύμβουλος ειλικρινής καί
καλοπροαίρετος, θερμός καί σίγουρος φίλος. Αν καί δεν υπήρξα μαθητής του, νομίζω ότι από το παράδειγμα του έμαθα πολλά.
Η ασθένεια και ο θάνατος του ήρθαν σε μια στιγμή ακμής, δραστηριότητας, εξέλιξης σχεδίων για το μέλλον τόσο της Σχολής όσο
και της τέχνης του.
Παρακολουθήσαμε τότε, εκείνες τις θλιβερές τελευταίες του
ημέρες του Φεβρουαρίου 1957, το ψυχικό του σθένος, την καρτερικότητα
και τη φιλοσοφημένη υποταγή της μοίρας, του γραφτού.
Ο στίχος του αρχαίου ποιητή Βαβρία, που τον είχε διαλέξει ο
ίδιος για έμβλημα, είναι αυτό πού ταιριάζει καλύτερα στον σεμνόν
άνθρωπο, στον υπερήφανο καλλιτέχνη:
ΦΑΙΝΕ ΚΑΙ ΣΙΓΑ
|
|
|