|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ
Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, Ιστορικός της Τέχνης
Βάσος Καπάνταης - Γλυπτική
Η έκτη και η έβδομη δεκαετία του αιώνα μας πιστεύω πως έφεραν στις εικαστικές τέχνες του τόπου μας μια καινούργια ανάπτυξη του θέματος και της εικόνας, διαφορετική από αυτή που μας είχαν συνηθίσει οι καλλιτέχνες του μεσοπολέμου. Αν και τα αποτελέσματα της αλλαγής αυτής είναι συγκομιδή των προβληματισμών και των αναζητήσεων των ίδιων αυτών καλλιτεχνών, θα πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε ότι ελάχιστοι μόνο από τους πολλούς, και ακόμα λιγότεροι από εκείνους της μετά το '50 γενιάς, ακολούθησαν.
Ίσως η όλο και πιο προωθημένη αφαίρεση, ίσως οι απότομες και γεμάτες κίνηση χειρονομίες και επεμβάσεις των καλλιτεχνών που σχεδίαζαν τη ζωγραφική και γλυπτική τους δημιουργία απευθείας επάνω στο έργο, προβάλλοντας έτσι πιο έντονα και δυναμικά την εικόνα του εσωτερικού τους κόσμου, ανέπτυξαν μια διευρυμένη τέχνη, που ακολουθήθηκε όχι μόνο από τους " αβανγκάρντ " αλλά και από καλλιτέχνες της παραδοσιακής " εικονοπλαστικής και αγαλματοποιίας, που εκφράζανε έτσι με το έργο τους και μια εσωτερική καλλιτεχνική τους ανάγκη, αντίθετη στη συνήθεια της βαθιά ριζωμένης στον δέκατο ένατο αιώνα θεώρησης της γλυπτικής.
Αφετηρία της δουλειάς του Βάσου Καπάνταη, εκτός από τα παραπάνω, υπήρξε και η πραγματικότητα συμβάντων, ιστορικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών, που μόρφωσαν την πραγματική εικόνα του κόσμου μας. Ο κόσμος αυτός των ανθρώπων, τα οπτικά και πνευματικά τους πεδία, η ύπαρξη τους με τις μνήμες τους και την καθημερινότητα της ζωής τους διαμορφώνουν και καθοδηγούν το έργο του. Τη μεταφορά όμως όλου αυτού του κόσμου, που οι " αβανγκάρντ " καλλιτέχνες μας, ακολουθώντας τον παγκόσμιο " συρμό ", την τοποθέτησαν με μεγάλη επιτυχία στον τεράστιο οργανισμό της ανοχύρωτης στα οικολογικά προβλήματα πόλης, ο Καπάνταης την προσανατόλισε προς τις χαμένες πατρίδες.
Η χαμένη πατρίδα, η Μικρά Ασία, είναι παράλληλα με το άλλο έργο του αυτό που κυρίως ενυπάρχει στην καλλιτεχνική του έκφραση, που τον μαγεύει και του απασχολεί τη σκέψη του. Η καθεμιά πόλη της Ιωνίας, το σύνολο της μικρός Ασίας, γίνεται το ιστορικό, αισθητικό και πνευματικό περιεχόμενο κάθε πράξης και έκφρασης, όχι μόνο εικαστικής αλλά και ποιητικής και πρόζας.
Μια ματιά, ένα απλό ξεφύλλισμα των εικόνων του βιβλίου, δίνει αφορμή για επιβεβαιώσεις, αναζητήσεις και νοσταλγίες ενός κόσμου ονειρικού σήμερα, πραγματικού χθες.
Οι μορφές του καταλαμβάνουν έναν ιδιαίτερα πλατύ χώρο μέσα στο τόξο των ιστορικών συμβάντων των νεότερων χρόνων στον τόπο μας, ενώ η αναβίωση παλιών μορφών, εικόνων και γεγονότων γίνεται με έναν περιφραστικό τρόπο εύγλωττη αφήγηση. Οι καταβολές και τα πρότυπα του ανάγονται σε μύθους, ιστορικά συμβάντα, ποιήματα και διηγήσεις.
Είναι βέβαιο, και μπορεί να το δει αυτό ο αναγνώστης του βιβλίου, ότι τα γλυπτά του συνοδεύονται πάντοτε θεματικά από το μοτίβο μιας ανάμνησης, μιας μνήμης για τις χαμένες πατρίδες, που επενεργεί τόσο πάνω στον ίδιο όσο και στο έργο του σαν μια φυσική δύναμη. Στο μνημειακό γλυπτό του που βρίσκεται στην πλατεία μπροστά από την Εστία Νέας Σμύρνης, όπου παρουσιάζεται η σύγκρουση της απαίτησης για ελευθερία με την πραγματικότητα των " μοιραίων " ιστορικών συνθηκών, έχουμε το πιο έντονο αίσθημα της προσήλωσης του καλλιτέχνη στο θέμα της " χαμένης πατρίδας " μέσα από το οποίο αποκρυσταλλώνεται, στις μορφές και στα σύμβολα, το χθες και το σήμερα.
Κάθε καλλιτέχνης εργάζεται και ενεργεί σύμφωνα με το Νόμο στον οποίο είναι υποταγμένος. Το έργο του αναπτύσσεται μέσα από την από νωρίς διαμορφωμένη κοινωνική και καλλιτεχνική του συνείδηση, που γίνεται η κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη του. Αυτό φαίνεται καθαρά από την πορεία του έργου του Βασίλη Καπάνταη και τις προσωπικές αποφάσεις του που εγκλωβίζονται στο έργο του.
Ο Καπάνταης χαρακτηρίζει καλλιτεχνικό ανάδοχο τον Γιαννούλη Χαλεπά. Επικαλείται αυτή την πνευματική συγγένεια εξαιτίας της χρησιμοποίησης μιας ρεαλιστικής σκληρότητας και εξαιτίας του μεγέθους και της αντιδιανοουμενίστικης με έντονα αισθήματα ανθρωπιάς γλυπτικής του μεγάλου δημιουργού.
Αυτό εκφράζεται στις γυναικείες του μορφές ως προλεταριακό και στις ανδρικές μορφές σαν πληβειακό, και οι δυο μορφές του διαμορφώνουν τον υπερατομικό τύπο του ανθρώπου των μαζών με την υποδειγματική δύναμη και ισχύ της εμπειρίας. Στα γλυπτικά πρότυπα του Καπάνταη, όπως και των περισσοτέρων γλυπτών της τελευταίας δεκαετίας του μεσοπολέμου, ανήκουν οι μεγάλοι γάλλοι γλύπτες σαν πόλοι αντίθετης μορφολογικής σύλληψης των πλαστικών δυνατοτήτων.
Ο Καπάνταης ιδιοποιήθηκε με εντελώς δικό του τρόπο την πολύμορφη αυτή κληρονομιά και διάλεξε ένα δρόμο διαλεκτικού ρεαλισμού. Οι μορφές της ήρεμης ύπαρξης συμβιβάζονται με το αγωνιστικό περιεχόμενο της ζωής, που εκφράζεται ίσως στατικά, χωρίς χειρονομίες και τη δύναμη της γλώσσας των κινήσεων. Η αφετηρία όμως αλλά και ο ουσιαστικότερος στόχος της τέχνης του είναι η περιεκτικότητα σε κοινωνικές και ιστορικές πληροφορίες μέσα στις οποίες υποτάσσει όλες τις μορφές στοχασμού. Από αυτή τη συγκέντρωση στο περιεχόμενο αναπτύχθηκε ο επηρεασμός του Καπάνταη από ανομοιογενείς απεικονίσεις μορφών, που συνδέονται όμως μεταξύ τους ως προς το αντικείμενο που είναι ο χώρος και ο τόπος των χαμένων πατρίδων.
Με αυτό τον τρόπο ο Καπάνταης προοδευτικά, από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του στον εικαστικό χώρο, αρθρώνει και τοποθετεί το έργο του σε ένα εθνικό πρόβλημα που δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί. Εικονογραφεί, τροβαδούρος μοναχικός, την πορεία της ιστορίας μιας περιοχής, που από τα γεγονότα φαίνεται να ωθείται όλο και περισσότερο σε ένα χώρο ανέκφραστης κλειστής εσωτερικότητας του ανθρώπου. Η άρνηση του σε αυτό είναι το πνευματικό περιεχόμενο του έργου του και η λαμπρότητα του πνεύματος του.
|
|
|