|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
"Η Βάσω Κατράκη"
Από το Λεύκωμα “Βάσω Κατράκη – Χαρακτική 1940-1980”,
Αθήνα, Φεβρουάριος 1980
Βαθιά είναι η σοβαρότητα με την οποία η Βάσω Κατράκη από την αρχή της καλλιτεχνικής της παρουσίας αντιμετωπίζει τη χαρακτική.
Νέα κοπέλα όταν άρχισε να ασχολείται μ’ αύτή βρήκε, όπως και η Γερμανίδα χαράκτρια Καίτε Κόλλβιτς, τους δυνατότερους ερεθισμούς για την τέχνη της μέσα στη ζωή του λαού και ακόμα περισσότερο στα γεγονότα, που από την εποχή της συντάρασσαν τα λαϊκά στρώματα στα οποία άρχισε να γίνεται συνείδηση η ανάγκη για μόρφωση, εξέλιξη, κοινωνική κατοχύρωση.
Στο μεσοπόλεμο ένιωσε, όπως και άλλοι ευαίσθητοι καλλιτέχνες το μεγάλο πρόβλημα της καθυστερημένης χρονολογικά προσαρμογής της τέχνης στα νέα κινήματα που από τις αρχές του αιώνα μας συντάρασσαν τη ζωγραφική-χαρακτική και έθεταν τους συνειδητούς καλλιτέχνες αντιμέτωπους με αυτά που συντηρούσε η παράδοση της ρεαλιστικής σχολής. Η ύπαρξη του προβλήματος αυτού και η μεγάλη βοήθεια των φωτισμένων δασκάλων Κεφαλληνού—Παρθένη ομαδοποίησε την απόφαση ορισμένων καλλιτεχνών να ακολουθήσουν στην Τέχνη και στη ζωή ένα δρόμο τελείως νέο για την ως τότε αστικοευγενέστατη νοοτροπία των συμβιβασμών στους οποίους είχαν ενταχθεί οι γνωστότεροι, με μοναδική εξαίρεση τους Χαλεπά και Μαλέα, καλλιτέχνες.
Έτσι μια ομάδα ζωγράφων-χαρακτών ανάμεσα στους οποίους μοναδική γυναίκα η Κατράκη προχώρησαν σε ένα προβληματικό εξπρεσιονισμό, σε μια νέα φάση της νεοελληνικής χαρακτικής, που πρέπει να θεωρηθεί, μετά την προσφορά του Γαλάνη, ως η πιο δημιουργική στην ιστορία της νεοελληνικής χαρακτικής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον ιστορικό της τέχνης η χρονολογία γεννήσεως όλων αυτών των χαρακτών. Είναι γεννημένοι μετά το 1910 και μεγαλωμένοι στα χρόνια που σημάδεψε η Μικρασιατική Καταστροφή. Η Κατράκη, που πολλές φορές ένιωσε το ξερίζωμα, μορφοποίησε σε εικόνες γεμάτες από την πίκρα, τη στέρηση, τη σκλαβιά και την αδικία. Η επαφή της με την τέχνη του Κεφαλληνού της έδωσε την τεχνική γνώση της χαρακτικής που έσμιξε με το πραγματικό μεγάλο ζωγραφικό και σχεδιαστικό της χάρισμα.
Πολύ συχνά ή Κατράκη υπηρέτησε με την τέχνη της τους ιδεολογικούς στόχους και τους κοινωνικούς σκοπούς όπου τάχτηκε τα χρόνια των σπουδών της. Ποτέ όμως, ακόμα και σε αφίσες ή ημερολόγια περιστασιακά δεν κινήθηκε σε διαφορετικό ποιοτικό επίπεδο απ’ αυτό της υψηλής σαραντάχρονης δημιουργίας της.
Εκείνο πού σφραγίζει το έργο ενός καλλιτέχνη δεν είναι βέβαια οι στόχοι και το μήνυμα, η ευαισθησία για τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, αλλά ο τρόπος της ενσαρκώσεως του ιδανικού του, η μορφή της μεταδόσεως, το αποτέλεσμα μιας αισθητικής επικοινωνίας μέσα στο πλαίσιο αυτών των ιδεών και των μαχητικών πιστεύω. Άνθρωποι που με τη μορφή, τη στάση, τη ραδινή τους υπόσταση, τον παλμό της πάλης του άσπρου-μαύρου εκφράζουν τα ερωτηματικά για την υπόστασή τους στην κοινωνία, δεν χρειάζεται να φέρουν σύμβολα, να χειρονομούν, να διαμαρτύρονται. Η λυγερή αγέρωχη μορφή που επιμηκύνεται εξπρεσιονιστικά, που δένει τα χέρια της κατά τον τρόπο του αρχαίου ελληνικού ειδωλίου, που συσπειρώνεται, στέκεται σιωπηλά κοντά στον συνάνθρωπο, είναι η ίδια μαρτυρία, η ίδια σκλαβιά, η ίδια πόνος, η ίδια όμως εγκαρτέρηση, επιμονή και μάχη. Δυό μόνο στοιχεία χωρίς παλμό και ζέστη, το μαύρο και το άσπρο, γίνονται στα χέρια της Κατράκη οι εύγλωττοι δημιουργοί αυτής της βαθιάς εσωτερικότητας που φτάνει στην κάθαρση μιας ψυχής καρτερικής αλλά αδούλωτης. Δεν υπάρχουν πρόσωπα που συσπώνται, που εξανίστανται γιατί τα χαρακτηριστικά δεν ενδιαφέρουν, αφού οι κηλίδες του μαύρου-άσπρου πού δυναμώνει, σβήνει, εξαφανίζεται, επανέρχεται, βαθαίνει και ρηχαίνει έχουν αναλάβει με δυναμισμό την έκφραση των συναισθημάτων που δονούν και πάλουν και όμως συγκρατούνται σε μια μεγαλειώδη αξιοπρέπεια. Απόλυτα πρωτοποριακή η παρουσία της μορφής της Κατράκη, φορτωμένη με όλα τα λαϊκά αιτήματα, φωνή διαμαρτυρίας για τα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου και όμως παραδοσιακή στο συγκρατημένο μεγαλείο της σαν τις μορφές των αρχαίων ελληνικών επιτύμβιων που πονούν βαθιά και όμως στέκονται σοβαρές και αμίλητες προβάλλοντας το μεγαλείο τής ψυχής και την υπεροχή του πνεύματος. Και ακόμα πόσο βγαλμένο απ’ αυτόν τον τόπο είναι αυτό το φως, αυτή η λάμψη που διαπερνά τα σώματα, τα ενεργοποιεί και το εξαϋλώνει. Απίστευτο φαίνεται ίσως να μπορεί κανείς με το παιχνίδι του μαύρου-άσπρου να φωτίζει τόσο τις επιφάνειες σα να διαπερνούνται από τον καυτερό ήλιο τούτης της φωτεινής μας γης. Και όμως το μαύρο δεν είναι το πηχτό και σκοτεινό του απελπιστικού ερέβους γιατί είναι παντρεμένο τόσο με τη λάμψη του άσπρου, που δημιουργείται η εντύπωση ότι τα δυό αυτά στοιχεία συμφώνησαν κανένα να μην δώσει στο άλλο την πρωτοπορία. Οι στιγμές τού μαύρου, με την απελπισμένη ατμόσφαιρα που φέρει μαζί του, δεν προφταίνουν καν να δηλώσουν την παρουσία τους και μια αποκαλυπτική στιγμή γεμάτη ελπίδα και φως τις διαδέχεται, τις αναιρεί ακόμα όμως, παράξενο βέβαια, τις ενισχύει. Έτσι η μορφή στέκεται εκεί γεμάτη προβληματισμούς, φέρει τη μοίρα της και γίνεται έκφραση, καημός, ποτέ όμως μοιρολόι. Οι ραδινές αυτές μορφές με τους επιμηκυσμένους λαιμούς δεν μοιάζουν καθόλου με τις αντίστοιχες φορμαλιστικές εκφράσεις δυτικοευρωπαίων ζωγράφων και γλυπτών. Γιατί εκεί λείπει αυτή η συγκρατημένη εγκαρτέρηση, η απόλυτη ισορροπία του πάθους και της ανατάσεως, η αυξομείωση του όγκου των μελών της μορφής που δονείται από τις εντάσεις όπως μια αρχαία κολώνα και ακόμα, εκεί όπου απεικονίζονται, τα μεγάλα ανοιχτά μάτια που φανερώνουν τον κόσμο της ψυχής.
Και εκεί που η Κατράκη ξεχνάει τους πόνους της ζωής και αποδίδει απλές εικόνες με χάρη και δροσιά, τα κορίτσια, τους ψαράδες, τα παιδιά, πάλλονται στον ήλιο, σφύζουν από έναν οπτιμισμό δυνάμεως που ποτέ δεν αποβάλλουν. ‘Εξάλλου όλα τα μέσα αυτής της τέχνης του χαράγματος βάζει στην υπηρεσία της η καλλιτέχνης για να πετύχει αυτή τη λαμπράδα του ήλιου. Ξύλο πλάγιο, όρθιο και μια νέα κατάκτηση τον ψαμμίτη λίθο που επιτρέπει αυτό το ξεχωριστό πάντρεμα τού μαύρου και τού άσπρου, ακόμα όμως και το άπλωμα στο χώρο, την ανάταση, το μεγαλείο. Βραβείο λιθογραφίας στη Μπιεννάλε του 1966, παραμένει σαν άνθρωπος σεμνή και εσωτερικά οικεία. Εξάλλου ποιος μπορεί να πει ότι η Τέχνη δεν είναι το απείκασμα μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας που έχει πάντα κάτι να δώσει και να πάρει;
Σύμφωνα μ’ αυτές τις εσωτερικές παρορμήσεις ο καλλιτέχνης ψάχνει και τα εκφραστικά του μέσα για να φτάσει στο αισθητικό αποτέλεσμα που του ανταποκρίνεται. Η τέχνη δεν είναι τεχνική. Γιατί τότε όλα τα τεχνικά επιτεύγματα θα είχαν κάτι από την υψηλή πνοή της τέχνης. Είναι όμως μέσο που υπηρετεί και δαμάζεται μόνο από την εκφραστική δύναμη του καλλιτέχνη. Στις μεγάλες πέτρες τής Κατράκη όχι μόνο μορφή, πόνος, διαμαρτυρία, εγκαρτέρηση, φως, είναι στοιχεία αυτονόητα, αλλά ακόμη και ο χώρος, αυτό το ανάπτυγμα μέσα στον λευκό τάπητα, υπάρχει αβίαστα, αναπτύσσεται με απλοχεριά και μεγαλοπρέπεια όσο και οι ίδιες οι μορφές, οι ευαίσθητες αυτές παρουσίες.
Μεγάλο ανάπτυγμα του χώρου με άπλετο φως που αντανακλάται από την άσπρη αύτή επιφάνεια και μορφή ιριδίζουσα, γεμάτη παλμό, πάθος και εσωτερική σοβαρότητα, χαρακτηρίζουν το έργο της Κατράκη, ένα χαρακτικό έργο, που φέρει τη σφραγίδα των εμπνευσμένων ειλικρινά ζωγράφων.
|
|
|