|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΝΙΚΟΣ ΖΙΑΣ
Ομότιμος Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών
"Ο Ευαγγελισμός στον Παρθένη"
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) είναι αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος Έλληνας ζωγράφος του 20ού αι. Ο ζωγράφος που κατόρθωσε να συνδυάσει την ελευθερία που προσέφερε η μοντέρνα τέχνη με την ελληνική πνευματικότητα και διαύγεια, αξιοποιώντας τα διδάγματα που αντλούσε από την αρχαία τέχνη, τη βυζαντινή και φυσικά τη μοντέρνα, που την είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι κατά τη διαμονή του στο Παρίσι.
Ο Παρθένης πέτυχε αυτό που θεωρούσε ως αναγκαίο γνώρισμα του καλλιτέχνη, να έχει το έργο προσωπική σφραγίδα, κι έτσι σήμερα ο φιλότεχνος εύκολα αναγνωρίζει το έργο του Παρθένη. Συγχρόνως, το έργο έχει μια βαθιά πνευματικότητα που του δίνει αντοχή στο χρόνο πέρα από τις μεταλλασσόμενες με ταχύτατους ρυθμούς στην εποχή μας τεχνοτροπίες. Έτσι, κάθε παρουσίαση έργων του αποτελεί ένα γεγονός υψηλής αισθητικής, προσφέροντας τη βαθιά εκείνη δόνηση που προκαλεί το αληθινό έργο τέχνης.
Το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών - Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία είχε την ωραία έμπνευση να παρουσιάσει ένα έργο μεγάλων διαστάσεων που φέρεται και με τον τίτλο Ευαγγελισμός, αλλά και Ποίηση, σχετικά άγνωστο στο ευρύτερο κοινό, αλλά και να συγκεντρώσει μια ομάδα έργων με το θέμα του Ευαγγελισμού, που ιδιαιτέρως συγκινούσε τον Παρθένη. Το θέμα αυτό ο Έλληνας ζωγράφος απέδωσε με μια σύνθεση, η οποία -απ' όσο ξέρω- δεν υπάρχει ούτε στην ευρωπαϊκή ούτε στη βυζαντινή εικονογραφία.
Ο Ευαγγελισμός τοποθετείται σε υπαίθριο χώρο, που έχει ως πρότυπο την αυλή με την κρήνη της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου (εικ.1)- όπως εύστοχα παρατήρησε ο Ευγ. Ματθιόπουλος (C. Parthenis, Η Ζωή και το Έργο του Κωστή Παρθένη, εκδ. Κ. Αδάμ, Αθήνα 2008, σελ. 172)- με διάφορες μικρές παραλλαγές. Μεγαλύτερη απόκλιση παρουσιάζει ένα μέρος του αρχιτεκτονικού βάθους στον Ευαγγελισμό του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.
Στο έργο αυτό, που δεν είναι δημοσιευμένο, οι δύο κύριες μορφές της σκηνής διατάσσονται σε μια πρωτότυπη σύνθεση. Στο δεξιό μέρος του πίνακα εικονίζεται όρθια η μορφή της Παναγίας σε μια κλειστή φόρμα, να φέρνει το δεξιό χέρι προ του στήθους, να κλίνει την κεφαλή σε μια ζωγραφική διατύπωση των λόγων της Μαρίας «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1,38). Το χρώμα της μορφής είναι ένα παρθενικό, πολύ ανοιχτό ρόδινο. Από την κορυφή κατέρχεται ο Άγγελος με μεγάλες κατακόρυφες φτερούγες, που υποδηλώνουν τη μεγάλη πορεία της καθόδου εξ’ ουρανού. Στο ίδιο χρώμα, το πολύ γαλακτερό γαλαζωπό, αποδίδεται και το ποδήρες ένδυμα του Αγγέλου. Ο Χαιρετισμός προς τη Μαρία, η αναγγελία αυτού του μείζονος θαύματος της ανάνδρου γεννήσεως του Υιού του θεού, αποδίδεται ζωγραφικά σε ορισμένους πίνακες με τη χαρακτηριστική -έστω και ελλειπτικά αποδοσμένη- χειρονομία της ομιλίας, στους περισσότερους όμως και πιο ολοκληρωμένους πίνακες, αυτός ο υπέρ λόγον λόγος παριστάνεται μέσω της γλώσσας της μουσικής, που εκπέμπεται από τη λύρα που κρατεί ο Άγγελος με το αριστερό χέρι (που δεν φαίνεται) και αγγίζει τις χορδές της με το δεξιό χέρι. Τα κτήρια πίσω χρωματίζονται στο ουράνιο χρώμα, το γαλάζιο, με κάποια συμπληρωματικά χρώματα, όπως ρόδινα και πράσινα (εικ.2).
Τα εξωρεαλιστικά αυτά χρώματα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μεταφυσική, του θαύματος, που τονίζεται με τον κρίνο, που υψώνεται από ένα βάζο στην άκρη του πίνακα (εικ.3).
Οι πίνακες αυτοί χρονολογούνται στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα (1910-1911). Είκοσι χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του '30, ζωγραφίζει έναν ακόμα Ευαγγελισμό με εντελώς όμως άλλη εικονογραφία, καθώς τον μεγάλων διαστάσεων αυτόν πίνακα (100x100 εκ.) καλύπτει ένα τοπίο με ένα κτίσμα δεξιά, μπροστά από το οποίο κάθεται η Παναγία, ενώ από την άλλη άκρη έρχεται ο Άγγελος και της απευθύνει το Χαιρετισμό.
Το δεύτερο έργο που παρουσιάζεται στην έκθεση αυτή είναι ένας μεγάλος πίνακας (318x158 εκ.) Ιδιωτικής Συλλογής, που έχει μεν δημοσιευθεί στο βιβλίο του Ε. Ματθιόπουλου (σελ. 359), αλλά ουσιαστικά δεν έχει μελετηθεί και παρουσιαστεί στο ευρύτερο κοινό. Το έργο ανήκει στα τελευταία χρόνια της δημιουργίας του Παρθένη, στη δεκαετία του 1950, και έχει δύο τίτλους, Ποίηση και Ευαγγελισμός. Ο Α. Κωτίδης δέχεται τον τίτλο Ευαγγελισμός (Μοντερνισμός και «Παράδοση» στη Νεοελληνική Τέχνη του Μεσοπολέμου, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 129).
Στο κέντρο του έργου κάθεται μια νέα γυναίκα με το κεφάλι στραμμένο προς τα δεξιά και το σώμα στραμμένο προς τα αριστερά, το φόρεμα την καλύπτει μέχρι τα γόνατα. Εκατέρωθέν της υπάρχουν πολύ συνοπτικά σχεδιασμένα κτήρια και κίονες. Δεξιά, ιστάμενη μορφή με ειλητάριο και στην αριστερή γωνία του πίνακα ένας ερωτιδέας με λύρα σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Δεξιά και αριστερά από την κεφαλή της, δύο μεγάλα φυτά. Το επάνω μέρος καλύπτεται από μια μεγάλη πτερωτή μορφή -Άγγελος- με πολύ σχηματοποιημένα φτερά. Τα χρώματα είναι ανοιχτά ερυθρωπά για τις μορφές και τα κτήρια και γαλαζοπράσινα για το φόντο. Πρόκειται για μια μνημειακή σύνθεση σχεδιασμένη με πολύ μεγάλη ελευθερία και αφαιρετικότητα (εικ.4).
Νομίζω πάντως ότι περισσότερο ταιριάζει ο τίτλος Ποίηση παρά Ευαγγελισμός, πρώτον διότι λείπουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παράστασης, όπως η απεικόνιση της συνομιλίας του Αγγέλου με τη Μαρία, ο κρίνος που υπάρχει σε όλες σχεδόν τις συνθέσεις του Παρθένη. Υπάρχει επίσης μια λεπτομέρεια ενδυματολογική, που όμως έχει μεγάλη σημασία. Η γυναίκα παριστάνεται στο έργο με φόρεμα μέχρι τα γόνατα και οι κνήμες μένουν γυμνές, στοιχείο που δεν απαντά -απ' όσο γνωρίζω- σε καμία παράσταση της Παναγίας. Ο Άγγελος εξάλλου που πετά επάνω από τη γυναίκα μοιάζει περισσότερο να της προσφέρει την έμπνευση, παρά το θεϊκό Χαιρετισμό.
Στην Εθνική Πινακοθήκη σώζεται και το προσχέδιο στο μέγεθος του έργου (εικ.5). Φυσικά το σχέδιο αποτυπώνει τη γενική σύλληψη του έργου, το οποίο όμως δεν απομακρύνθηκε ουσιαστικά από την πρώτη αυτή αντίληψη. Το σχέδιο είναι πολύτιμο και διότι φέρνει αυτή την πρωταρχική δόνηση του καλλιτέχνη, αλλά και διότι δείχνει τη σοβαρότητα, με την οποία εργαζόταν ο μεγάλος ζωγράφος, μελετώντας τη σύνθεσή του. Το πόσο τον ενδιέφερε και τον απασχολούσε αυτή η σύνθεση φαίνεται και από το γεγονός ότι ζωγράφισε ένα ακόμη έργο με το ίδιο θέμα, μικρότερων διαστάσεων (87 x 54 εκ.), που βρίσκεται στη Συλλογή της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με λιγότερο βέβαια επεξεργασμένες τις λεπτομέρειες. (εικ.6)
Το έργο που παρουσιάζεται σήμερα στο ευρύτερο φιλότεχνο κοινό είναι μια πολύ δυνατή σύνθεση και πλουτίζει τόσο τη δημιουργία του Παρθένη, όσο και τη νεοελληνική γενικότερα ζωγραφική.
|
|
|