|
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Βιοεργογραφία: "Από των επιγείων εις τα επουράνια"
Πολυσύνθετη φυσιογνωμία, άνθρωπος της ζωής και της τέχνης, άλλοτε ήπιος και άλλοτε θυμωμένος, ο μακαριστός Φώτης Ζαχαρίου (Αθήνα 15 Ιουνίου 1909 - 28 Απριλίου 2001),(1) «μαστρο-Φώτης» για τους συνεργάτες και φίλους του, δούλεψε την κοσμική και διακόνησε, πολλές δεκαετίες, τη θρησκευτική ζωγραφική, θεράπευσε τη συντήρηση αρχαίων και βυζαντινών μνημείων σε ολόκληρη την Ελλάδα, -με ιδιαίτερη έφεση και πανθομολογούμενη επιτυχία στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους, στην Παρηγορήτισσα της Άρτας, στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης, στη Μονή Θεολόγου της Πάτμου, στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, επιδόθηκε με ιερό ζήλο στη φωτογράφηση των μνημείων αυτών σε μοναδικές, πολύτιμες σήμερα, λήψεις.
Ήταν γόνος δεκατετραμελούς οικογένειας, με δώδεκα παιδιά, από τα οποία επέζησαν τα οκτώ, -με δύο αδελφούς ζωγράφους, τον Μανώλη (Αθήνα 1915-1991),(2) ιδρυτή και της ομώνυμης αίθουσας εκθέσεων στην Αθήνα, και τον Τάκη (Αθήνα 1922-1994).(3) Ο πατέρας του Κώστας υπήρξε τεχνίτης κορνιζοποιός είχε μάθει την τέχνη του από Ιταλούς μάστορες στο κορνιζοποιείο του Ρόδιου (4) και είχε εργαστεί στο κορνιζοποιείο Καρατζά πριν ανοίξει το δικό του το 1897 στη λεωφόρο Αμαλίας 46, απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο Φώτης κληρονόμησε από τον πατέρα του, γιο ενός τροφοδότη σφουγγαράδικων στην Αίγινα, τόσο την αγάπη του για τη θάλασσα όσο και το πάθος του για την τέχνη. Ο πατέρας του, ιδιότυπος άνθρωπος, φιλοτεχνούσε βαριές κορνίζες από ατόφιο χρυσάφι, —ικανότατος στις πατίνες,— για τους περισσότερους ζωγράφους της εποχής του, μεταξύ των οποίων και για τον Κωστή ΠαρΘένη.(6) Στο πατρικό κατάστημα εργάστηκε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, μαθαίνοντας καλά την τέχνη της χειροποίητης καλλιτεχνικής κορνίζας και του πατιναρίσματος. Ο μαστρο-Φώτης θυμόταν την ευχάριστη κούραση που ένιωθε στιλβώνοντας τη βαρύτιμη κορνίζα μιας εικόνας του Καθεδρικού Ναού Αθηνών («Κάποτε είχε ξεραθεί το χεράκι μου να στιλβώνω μιαν κορνίζα Louis ΧV εικόνας Παναγίας για το Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών»).
Μέσα στο κλίμα αυτό, προέκυπτε φυσική η απόφαση του νεαρού Φώτη να σπουδάσει ζωγραφική, απόφαση που βρήκε ολωσδιόλου αντίθετο τον πατέρα. Εκείνος δεν ήθελε ο γιος του να μπει στο σινάφι των ζωγράφων, πεινασμένων και εξαθλιωμένων τότε. Το παράπονό του ο πατέρας του δεν έχανε ευκαιρία εκφράσει στους φίλους και πελάτες του ζωγράφους, όπως ο Βάσος Γερμενής, προς τον οποίον, όποτε περνούσε από το μαγαζί, μιλούσε με τρόπο έντονα σχετλιαστικό για την απόφαση του γιου του.(7) Τελικά υπερίσχυσε η επιμονή του γιου.
Το 1927 ο Φώτης, μαζί με τον αχώριστο παιδικό φίλο του, μετέπειτα χαράκτη Α. Τάσσο,(8) βρίσκεται να παρακολουθεί στη γειτονιά του, στον Άγιο Σώστη μαθήματα προετοιμασίας στο σχέδιο για τις εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών από τον Μεσσήνιο ζωγράφο Γεώργιο Κωτσάκη,(9) που δίδασκε στη εκπαίδευση. Τις εξετάσεις πέρασαν και οι δύο φίλοι, μπαίνοντας στο Προκαταρκτικό Τμήμα της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου είχαν δασκάλους τους ακαδημαϊκούς ζωγράφους Σπυρίδωνα Βικάτο (10) και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο.(11) Κατόπιν εντάχθηκαν και οι δύο πάλι στο εργαστήριο του επίσης ακαδημαϊκού ζωγράφου Ουμβέρτου Αργυρού.(12)
Τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1928, σπουδαστής, έλαβε μέρος στην έκθεση ασπούδαχτων καλλιτεχνών, που οργάνωσε ο ιδιόρρυθμος ιστορικός Νίκος Βέλμος (13) στο «Άσυλον Τέχνης» της οδού Νικοδήμου 21, στην Πλάκα, παρουσιάζοντας ένα ζωγραφισμένο ξύλινο κουτί για μάρκες πόκερ, παραγγελία του καλού δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Θ. Παπαλεξάνδρου,(14) —παρόμοιο κουτί είχε φιλοτεχνήσει ο νεαρός Ζαχαρίου και για τον φίλο του πατέρα του, τον γλύπτη Δημήτριο (Μήτσο) Περάκη.(15) Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Φώτη Ζαχαρίου!
Ο Φώτης δεν παρακολούθησε συστηματικά το ιδρυμένο το 1932 εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού,(16) αλλά χάραξε σ’ αυτό δύο χαλκογραφίες. Μάλιστα το 1934, όταν ο Κεφαλληνός αναζητούσε Γερμανό τεχνίτη να του χρυσώσει τη σφαίρα του Άτλαντα για το τιμητικό δίπλωμα του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ο Φώτης προσφέρθηκε,(17) αξιοποιώντας την πείρα που είχε αποκτήσει από τη θητεία του στο πατρικό κορνιζοποιείο, και το δίπλωμα τυπώθηκε, βαρύτιμο, στο αγλαότεχνο τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλων, στην Καστέλα.(18)
Με εξαιρέσεις τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό, οι άλλοι δάσκαλοι της Σχολής δεν καταλάβαιναν τη βυζαντινή τέχνη, που είχε ήδη αρχίσει να συγκινεί τον Φώτη, ο οποίος ήδη πήγαινε στους τραπεζίτες αδελφούς Λοβέρδους (19) και έφτιαχνε τις κορνίζες των πινάκων της συλλογής τους, έχοντας γνωρίσει εκεί τον Φώτη Κόντογλου,(20) ζωγράφο τους, για τον οποίον έλεγε ότι «έκανε μια παρεξήγηση με τη βυζαντινή τέχνη, την έκανε με περισσότερα λαϊκά στοιχεία, όπως στις τοιχογραφίες του Δημαρχείου, όπου ο τότε δήμαρχος Κοτζιάς του έλεγε: “Ληστάς μού έκανες μέσα στο μέγαρο!”», και τον Μίμη Πελεκάση (21), συντηρητή τους. «Τον Γκρέκο τον έλεγαν ξυλοσχίστη!», θυμόταν αργότερα για τους καθηγητές του. Στα σπουδαστικά του χρόνια οργανώνεται στην Αριστερά.
Τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1938 λαμβάνει μέρος στην πρώτη «Ετησία Πανελλήνιο Καλλιτεχνική Έκθεσι», στο Ζάππειο Μέγαρο, με δύο έργα του:(22) τις ελαιογραφίες Αγροτική ζωή και Άγιος Ιωάννης («αγιογραφία», όπως αναφέρεται στον Κατάλογο, η οποία αγοράστηκε από τον γενικό γραμματέα του Δήμου Αθηναίων Κ. Θ. Παπαλεξάνδρου και σήμερα βρίσκεται στις συλλογές της Πινακοθήκης του Δήμου).(23)
Τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1939 συμμετέχει στην τέταρτη έκθεση της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι»,(24) στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με τέσσερις ελαιογραφίες του —τοπία της Σκύρου— και μία ελαιογραφία με τίτλο Κοντοπήγαδο (25)(περιοχή στην Ηλιούπολη), και τον Μάρτιο-Απρίλιο του ίδιου χρόνου στη δεύτερη «Ετησία Πανελλήνιο Καλλιτεχνική Έκθεσι», στο Ζάππειο Μέγαρο, ξανά με δύο έργα του:
τις επίσης ελαιογραφίες Επιστροφή στη δουλειά από το χωριό και Ψαράδες.(26)
Τον Φεβρουάριο του 1940 εμφανίζεται στην πέμπτη έκθεση της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι», στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς, με πέντε ελαιογραφίες —Ταρσανάς, Ταρσανάς, Αγιάσος, Στην Αγιάσο, Κεφάλι— και τον Μάρτιο-Απρίλιο του ίδιου χρόνου στην τρίτη «Ετησία Πανελλήνιο Καλλιτεχνική Έκθεσι», στο Ζάππειο Μέγαρο, πάλι, με δύο έργα του:(27) τις ελαιογραφίες Λιμάνι και Αγιάσος. Για τη συμμετοχή του Φώτη στην έκθεση αυτή ο Λέων Κουκούλας έγραψε: «Ο κ. Φ. Ζαχαρίου παρουσιάζει δύο μικρούς πίνακες, το “Λιμάνι” (64) και την “Αγιάσο” (65), πλούσιους σε χρωματικήν ευαισθησία και με θερμότατην ατμόσφαιρα. Είναι ένας καλός μινιατουρίστας και θα μπορούσε, σίγουρα, να προσφέρει αξιόλογα πράγματα στο είδος αυτό».(28) Τον Μάιο του ίδιου χρόνου παρουσιάζει δύο έργα του —Αγιάσος και Σκύρος— στην «Έκθεσι του Ελληνικού Υπαίθρου», που οργάνωσε η Ομοσπονδία Εκδρομικών Σωματείων της Ελλάδος στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Ο Φώτης αγαπούσε την υγιεινή, αθλητική ζωή• ήταν εξάλλου αθλητής ελληνορωμαϊκής πάλης στον Εθνικό. Με τον Πόλεμο, επιστρατεύεται και γυρίζει στην Αθήνα τραυματίας.
Στην Κατοχή αναμειγνύεται στο συσσίτιο των λογοτεχνών-καλλιτεχνών στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (τα προβλήματα, ιδιαίτερα με τις εφόδους, τα “ντου” της Γκεστάπο, δεν έλειπαν, και γλίτωσα μια φορά από το εκτελεστικό απόσπασμα, εξαιτίας καταδότη συναδέλφου μου. Ορισμένοι —ευτυχώς λίγοι— συνάδελφοί μας έπαιζαν το ρόλο καλοθελητή πληροφοριοδότη...»). Οργανώνεται, με πρωτοβουλία του Τάσσου, από τους πρώτους,(29) το 1941 στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, μαζί με άλλους καλλιτέχνες —τους Κώστα Πλακωτάρη,(30) Δημήτρη Σακελλαρίδη,(31) Μέμο Μακρή, Τάσσο, Βάσω Κατράκη (32) και Λουκία Μαγγιώρου. (33) Για τον Φώτη, «ο κομμουνισμός είναι υπόθεση ανθρωπιάς, μα έπρεπε να βρισκόταν σε καλά χέρια». Η οικογένειά του έδωσε και άλλα μέλη στην Εθνική Αντίσταση: ο αδελφός του Τάκης ήταν οργανωμένος στον ΕΛΑΣ. Έχουν σωθεί από τα χρόνια της Κατοχής πολυάριθμα συγκλονιστικά σχέδιά του με σκηνές από τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Γερμανών στην Αθήνα. (34) Τον Δεκέμβριο του 1944, όμηρος των κυβερνητικών δυνάμεων, εξορίζεται, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες πατριώτες, στη Μέση Ανατολή, στην Ελ Ντάμπα, από την παραμονή του στην οποία έχουν σωθεί αρκετά σχέδια με πενάκι και μολύβι.
Το 1945 τον βρίσκουμε να παρακολουθεί μαθήματα στα ελεύθερα καλλιτεχνικά εργαστήρια της Διευθύνσεως Καλών Τεχνών του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας.(35)
Από το 1946 (36) αρχίζει να λειτουργεί στην οδό Αιόλου 5, στους Αέρηδες, η γκαλερί Ζαχαρίου, των αδελφών του Φώτη, Μανώλη και Μιχάλη (Αθήνα 1913- 1991), η οποία μεταφέρεται το 1948 στην οδό Ακαδημίας (Ρούσβελτ) 28, στην οποία εκθέτουν τον χρόνο αυτό οι Στρατής Αξιώτης, (37) Θανάσης Απάρτης, (38) Αρι στοτέλης Βασιλικιώτης, (39) Γιώργος Ζογγολόπουλος, Γεώργιος Κοσμαδόπουλος, (40) Ευθύμης Παπαδημητρίου, (41) και το 1949 οι Επαμεινώνδας Θωμόπουλος, Δήμος Μπραέσας, (42) Στέλιος Μηλιάδης.(43)
Η γκαλερί συνεχίζει να λειτουργεί έως το 1956, (44) και από το 1961 υπό νέα διεύθυνση στην οδό Κανάρη 7, (45) για να καταλήξει το 1968 στην οδό Ομήρου 21, όπου εξακολουθεί να υφίσταται, μετά τους θανάτους του Μανώλη και του Μιχάλη, με τα παιδιά του Μανώλη, Κώστα και Μαρσούλα, που είχαν μαθητεύσει και ζήσει κοντά στον Φώτη.
Το 1948 ο Φώτης κρίνεται ο καταλληλότερος από άλλους συναδέλφους του για να καθαρίσει, να συντηρήσει και κυριολεκτικά να σώσει μια εκπληκτικής ομορφιάς προσωπογραφία φαγιούμ. Το έργο, με την τεχνική της εγκαυστικής, αγόρασε ο φιλότεχνος συλλέκτης Αντώνης Μπενάκης σε άθλια κατάσταση («ένα κομμάτι ύφασμα τσαλακωμένο, βουτηγμένο στη λάσπη»), όπως γράφει ο βυζαντινολόγος Μανόλης Χατζηδάκης 1996, (46) στο Κάιρο από τον έμπορο έργων τέχνης F. Τanos. (47) Ο Μπενάκης το έφερε στην Αθήνα, στο Mουσείο Μπενάκη. (48) «Ο νεαρός τότε ζωγράφος και συντηρητής Φώτης Ζαχαρίου», συνεχίζει ο Χατζηδάκης, «άρχισε να το ξεδιπλώνει και να το καθαρίζει, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσει να αναδύεται —πολύ σιγά— μια υπέροχη στηθαία μορφή —του νεκρού— νέου άνδρα, μελαχρινού, με λίγα γένεια, με κοντά μαλλιά, με δυο μεγάλα ρεμβαστικά μάτια, με φόρεμα αστραφτερό άσπρο με αραιές πτυχές, μωβ, σχεδόν ακέραιη με ελάχιστες φθορές.
» Ήταν ένας ευγενικός νέος πεισιθάνατος από το Φαγιούμ. Με εντυπωσίασε ο σεβασμός που αυτόματα κατέλαβε τον καλλιτέχνη, που αισθάνθηκε βαριά την ευθύνη να χειρισθεί ένα τέτοιο αριστούργημα.
» Ο κύριος Ζαχαρίου ρωτούσε για κάθε διάβημα, για κάθε κίνηση ήταν έξοχα προσεκτικός. Δεν χάθηκε ούτε μια κλωστή από το χονδρό λινό ύφασμα. ‘Ύστερα από πενήντα χρόνια, το έργο δεν έχει ως τώρα υποστεί
καμιά αλλοίωση, ούτε βερνίκι ούτε τίποτε δεν χρειάστηκε για να λάμψουν χρώματα με κερί —η γραφή ήταν “κηρόχυτος” και αυτή δεν οξειδώνεται όπως τα χρώματα με λάδι. Το ύφασμα της ζωγραφιάς κολλήθηκε και στερεώθηκε σε “εγγλέζικο” νέο λινό ύφασμα».
Τον ίδιο χρόνο, το 1948, συνεργάζεται με τον εξαίρετο άνθρωπο και ζωγράφο Αγήνορα Αστεριάδη, (49) παλιό πελάτη του πατέρα του, και με τον αγαπημένο φίλο του Α. Τάσσο στην αγιογράφηση του ναού της Αγίας Βαρβάρας Δαφνιού.
Με τον Αστεριάδη ο Φώτης δουλεύει ξανά από το 1949 έως το 1952 στην αγιογράφηση του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Λάρισα, Κτήριο του Β’ Σώματος Στρατού, στο οποίο ο Φώτης κάνει την εκτέλεση της μακέτας σε 600 τ.μ.!
Τον Μάιο-Ιούνιο του 1950 εκθέτει έντεκα ελαιογραφίες του —Ταρσανάς Ικαρίας, Λιμανάκι Ικαρίας, Λεύκες, Το βαπόρι στο νησί, Τοπίο Φανερωμένης, Κήπος, Ταβερνάκι στην ακροθαλασσιά, Σπίτια στο λιμανάκι, Ελιές, Στο λιμανάκι και Εξοχή (Κοντοπήγαδο)— στην έκθεση της ομάδας «Στάθμη», (50) στο Ζάππειο. Οι κριτικές για τα έργα του είναι αντιφατικές. Ο καθηγητής Δημήτριος Ε. Ευαγγελίδης αντιμετωπίζει θετικά τα έργα: «του Ζαχαρίου [θ’ αναφέρω] τις καλές θάλασσες 60, 68 [Λιμανάκι Ικαρίας, Στο λιμανάκι]και το μεγάλο και απλό στην απόδοση που παραμερίζει τις μικρές λεπτομέρειες τοπίο της Φανερωμένης».(51) Ο Τώνης Σπητέρης, αρνητικά: «Του Ζ α χ α ρ ί ο υ συγκεντρωμένη εργασία είχαμε να δούμε πριν από τον πόλεμο. Η παλέττα του αν έχει ελαφρώς ανοίξει, διατηρείται παρ’ όλ’ αυτά βαρειά και όχι πολύ καθαρή, τα θέματά του δεν ξεφεύγουν από τ’ ανέκδοτο και τους λείπει η πνοή. Από τη Φανερωμένη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει παρά τον εξωτερικό χαρακτήρα, η ατμόσφαιρα και το φως τούχουν τελείως ξεφύγει. Το Λιμανάκι Ικαρίας ‚παρ’ όλο το φόρτο στις Λεπτομέρειες, δείχνει ενότητα και ευαισθησία στο επάνω μέρος. Οι “Ελιές” θα κέρδιζαν πολύ αν είχε λείψει το γαϊδουράκι στο πρώτο πλάνο».(52)
Το 1951 συντηρεί υποδειγματικά τα παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη, που στερεώνονται και αποκαθίστανται στην αρχική μορφή τους, με τη βοήθεια του βυζαντινολόγου Ανδρέα Ξυγγόπουλου (53) και του κλασικού αρχαιολόγου Χαράλαμπου Μακαρόνα. Τότε γνώρισε και τον Μανόλη Ανδρόνικο.(54) Τον Δεκέμβριο του 1951 εκθέτει τρία έργα του —Λιμανάκι, Τοπίο και Τοπίο— στην έκθεση της ομάδας «Στάθμη» στην Αίθουσα Λέσχης Βόλου, και τον Δεκέμβριο του 1951-Ιανουάριο του 1952 πέντε έργα του - Σπίτια της Άρτας, Σπίτια της Άρτας, Αίγινα, Αίγινα και Ξυλάδες - στην έκθεση της ίδιας ομάδας, στην Αθήνα, στον Μορφωτικό Σύλλογο «Αθήναιον», στη λεωφόρο Αμαλίας 38.
Το 1953 η Υπηρεσία Αναστηλώσεως των Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων της Ελλάδος του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, με διευθυντή τον χαλκέντερο αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο,(55) στέλνει τον Φώτη, για πρώτη φορά, στο Άγιον Όρος, όπου υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης δούλεψε επί έξι μήνες στη στερέωση και στον καθαρισμό των τοιχογραφιών του Μανουήλ Πανσέληνου στο Πρωτάτο («τότε γύριζα μ’ ένα τσουβαλάκι γύψο για τη συμπλήρωση και καθάριζα τις εικόνες με υδροχλωρικό οξύ. Δούλευα 10 ώρες συνέχεια πάνω σε σκαλωσιά»), όπου είχαν γίνει τρομερές αλλοιώσεις στις ζωγραφικές επιφάνειες. Του καρφώνεται η ιδέα να μελετήσει και να παρουσιάσει τον Πανσέληνο ως εκπληκτικής δύναμης προσωπογράφο («τον έβλεπα μεγάλο πορτρετίστα. Αυτό δεν το είχε δει κανείς από τους αρχαιολόγους»). Επιχείρησε έτσι να φιλοτεχνήσει ακριβή αντίγραφα των συνθέσεών του, έκανε τρία τέσσερα, και τα έδειξε, επιστρέφοντας στην Αθήνα, στον φίλο του Τάσσο και στη σύζυγό του, ζωγράφο-χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου. Ο Τάσσος, που δούλευε τότε ως καλλιτεχνικός σύμβουλος στο εργοστάσιο γραφικών τεχνών «Ασπιώτη-ΕΛΚΑ», του πρότεινε να συνεχίσει την αντιγραφή των έργων του Πανσέληνου και να τα εκδώσουν σε βιβλίο. Ο Φώτης το δέχτηκε και, τροποποιώντας την αρχική του σκέψη να γράψει το κείμενο του βιβλίου ο ίδιος («τώρα, πώς θα το έκανα, είναι άλλο θέμα• ευτυχώς δεν το τόλμησα», εξομολογιόταν πολύ αργότερα), απευθύνθηκε στον φίλο του, καθηγητή Χριστιανικής Αρχαιολογίας και πρύτανη τότε του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ανδρέα Ξυγγόπουλο, ο οποίος και έγραψε τελικά το κείμενο.
Κατά το διάστημα 1954-1955, με την άδεια και τη συνδρομή της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους, —από την οποία είχε κατορθώσει να κερδίσει την παραχώρηση να καπνίζει (!) πάνω στις σκαλωσιές όσο δούλευε,— ο Φώτης αντιγράφει κι άλλες τοιχογραφίες του Πανσέληνου με τέμπερα πάνω σε ξύλο, διαστάσεων 60 x 50 εκ., έκανε σχέδια της θέσης καθεμιάς τοιχογραφίας μέσα στον ναό του Πρωτάτου, καταστρώνοντας μια πρώτη μακέτα του βιβλίου. Και μολονότι, όπως ομολογούσε ο ίδιος πολύ αργότερα, του είχε δοθεί συχνά η ευκαιρία να αποκτήσει σπάνιους θησαυρούς των μοναστηριών στα οποία δούλεψε τόσα χρόνια, δεν εκμεταλλεύτηκε την αγαθότητα των μοναχών, δεν υπέκυψε σε τέτοιο πειρασμό...
Αρχική σκέψη ήταν το βιβλίο να τυπωθεί ασπρό-μαυρο λόγω έλλειψης τεχνικών μέσων για ποιοτική έγχρωμη εκτύπωση στην Ελλάδα, αλλά μετά από τυχαία συζήτηση του Τάσσου με τη δαιμόνια σύζυγο του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του εργοστασίου Λιάκου Ηλιόπουλου,(56) φιλότεχνη Νίνα Ηλιοπούλου,(57) που ασχολιόταν, μόνη ουσιαστικά, πολύ με τον έλεγχο του εργοστασίου, πάρθηκε η απόφαση το βιβλίο να τυπωθεί στο εργοστάσιο.
Η κυριότερη δυσκολία ήταν να αποδοθεί η ύλη, η ματιέρα του έργου, και αυτό προσπάθησε τότε ο Φώτης με τον αδιάκοπο έλεγχο του Ξυγγόπουλου.(58) Ο Τάσσος συμπλήρωνε με κάποια έμφαση: «Πλην των μηχανημάτων της Ασπιώτη -ΕΛΚΑ, δεν υπήρχε τίποτε άλλο εδώ. Ούτε χαρτί ούτε κλισέ. Η τετραχρωμία που εξασφαλίζει απόλυτα την απόδοση έγχρωμης εικόνας είναι σε υποτυπώδη κατάσταση εδώ. Έτσι η κ. Ηλιοπούλου ταξίδεψε στη Γερμανία για να εξασφαλίσει τη συνεργασία για την κατασκευή των κλισέ τετραχρωμίας. Στείλαμε εκεί το ένα αντίγραφο κι όταν μας έστειλαν πίσω τα κλισέ τα διορθώσαμε και τα ξανα-στείλαμε. Αυτό έγινε τρεις τέσσερις φορές. Τελικά βεβαιωθήκαμε για την απόλυτη επιτυχία».(59) Πραγματικά, πίσω από κάθε αντίγραφο του Φώτη διαβάζονται μέχρι σήμερα οι σημειώσεις των Γερμανών φωτοτσιγκογράφων για τα χρώματα. «Είχαμε μεταφέρει το Πρωτάτο μέσα στο τυπογραφείο», πρόσθετε ο Τάσσος, θέλοντας να δείξει τον ενθουσιασμό των Ελλήνων εργατών τυπογράφων, που συνέβαλαν στην καλύτερη κατά το δυνατόν εμφάνιση του βιβλίου, διορθώνοντας επανειλημμένως τα χρωματικά δοκίμια.
Το βιβλίο τυπώθηκε τον Αύγουστο του 1956 σε 5000 αντίτυπα (1000 ελληνικά, 3000 αγγλικά, 500 γαλλικά και 500 γερμανικά) από τις «Εκδόσεις Αθηνών», που είχε ιδρύσει τον ίδιο χρόνο ως εκδοτικό τμήμα της ανώνυμης εταιρείας «Γραφικαί Τέχναι “Ασπιώτη - ΕΛΚΑ”» η Νίνα Ηλιοπούλου. Στο εκδοτικό σημείωμα του βιβλίου, που το υπογράφουν από κοινού οι Νίνα Ηλιοπούλου και Α. Τάσσος, σημειώνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Προτιμήσαμε την πιστή αντιγραφή των τοιχογραφιών στο φυσικό τους σχήμα από τον καλλιτέχνη κ. Φ. Ζαχαρίου, που η μακρόχρονη πείρα του στην αποκατάσταση βυζαντινών ψηφιδωτών και τοιχογραφιών αποτελούσε μίαν εγγύηση για την εκπλήρωση του σκοπού μας».
Η υποδοχή της έκδοσης υπήρξε Θετική. Ο Χ. [ Πέτρος Χάρης] σχολίασε αμέσως στη Νέα Εστία:
«Αξιόλογο καλλιτεχνικό γεγονός και η πρώτη εμφάνιση της εργασίας των “Εκδόσεων Αθηνών”. Έγινε με τον “Μανουήλ Πανσέληνο”, —κείμενο Α. Ξυγγόπουλου, σχέδια και αντίγραφα Φώτη Ζαχαρίου, εκτύπωση από τις “Γραφικές Τέχνες Ασπιώτη”,— κ’ εκέρδισε τη γενική επιδοκιμασία. Τι ακριβώς προσφέρει η ωραία αυτή πρωτοβουλία, θα το πει ο ειδικός συνεργάτης μας».(60)
Τον Οκτώβριο του 1956 εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο των «Εκδόσεων Αθηνών» με τη συμμετοχή του Φώτη και του Τάσσου: τα Βυζαντινά μνημεία Αττικής και Βοιωτίας, όπου το κείμενο ήταν του φίλου τους Μανόλη Χατζηδάκη και τα σχέδια των ναών του Τάσσου. Τυπώθηκαν 10.000 αντίτυπα (1000 ελληνικά, 5000 αγγλικά, 2000 γαλλικά και 2000 γερμανικά). Ο Φώτης περιέγραψε τον τρόπο δουλειάς του στην αντιγραφή των ψηφιδωτών: «Όπως είναι το ψηφιδωτό, παίρνω ειδικό χαρτί εκτύπων• το μουσκεύω και το “χτυπάω” πάνω στην επιφάνεια που θέλω ν’ αντιγράψω. Το χαρτί αυτό έχει την ιδιότητα, όταν στεγνώνει, να διατηρεί το σχήμα της επιφάνειας στην οποία χτυπήθηκε, σ’ όλες τις λεπτομέρειές της. Με τη βοήθεια του χαρτιού αυτού έβγαλα το αντίγραφο της επιφάνειας σε γύψο. Έτσι αποδίδονται ανάγλυφες οι ψηφίδες καθεμιά με το σχήμα της, την επιφάνειά της, τα σπασίματά της κλπ. Έπειτα πάνω σ’ αυτή τη γύψινη πλάκα αντιγράφω το χρώμα μιας-μιας ψηφίδας ξεχωριστά. Έτσι η πιστότητα του αντιγράφου, και σαν σχεδίου και σαν επιφάνειας και σαν χρώματος, είναι απόλυτη».(61)
Ο «ειδικός συνεργάτης» της Νέας Εστίας Δημήτριος Ε. Ευαγγελίδης έγραφε για τη δουλειά του Φώτη στο πρώτο βιβλίο, στον Πανσέληνο, —δεκατρία αντίγραφα και είκοσι πέντε σχέδια,— που εκτέθηκε μαζί με έντεκα αντίγραφα βυζαντινών μνημείων Αττικής και Βοιωτίας και έντεκα αρχιτεκτονικά σχέδια του Τάσσου για το δεύτερο βιβλίο, δείγματα εκτύπωσης τεσσάρων εικόνων και σκάλα εκτύπωσης δύο εικόνων τον Σεπτέμβριο του 1956 στην Αίθουσα Συνδέσμου Βιομηχάνων, στην οδό Ξενοφώντος 5: «Ο ζωγράφος κ. Φώτης Ζαχαρίου εργάστηκε εδώ με ακρίβεια, με επιμονή και με αίσθημα και κατάφερε να μη προδώσει τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα του πινέλου του Πανσέληνου, με αγάπη και σεβασμό στην αρχική δημιουργία. Με σίγουρο χέρι και ευαισθησία επέτυχε το δυσκολότερο σημείο, την έκφραση, που είναι η συνισταμένη του σχεδίου και του χρώματος».(62) Τον Οκτώβριο του 1956 η έκθεση των αντιγράφων του Φώτη και των σχεδίων του Τάσσου, μεταφέρθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.(63) Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου το περιοδικό εικαστικών τεχνών Ζυγός προσφέρει μία από τις εικόνες των αντιγράφων του Φώτη από το βιβλίο Μανουήλ Πανσέληνος, το οποίο πωλείται, μαζί με τα Βυζαντινά μνημεία Αττικής και Βοιωτίας, από την γκαλερί «Ζυγός» της οδού Βουκουρεστίου 11. (64)
Μέσα στο 1956 το Μουσείο Μπενάκη είχε ήδη αναθέσει στον «αναγνωρισμένο συντηρητή καλλιτέχνη» τον καθαρισμό της εικόνας του Ευαγγελιστή Λουκά που ζωγραφίζει την Παναγία, νεανικού έργου του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, που είχε χαρίσει ο πρεσβευτής Δημήτριος Σισιλιάνος στο μουσείο.(65)
Το 1957 ο Φώτης θα αποκαταστήσει αριστοτεχνικά τις τοιχογραφίες των Αγίων Τεσσαράκοντα στην προς νότο όψη της νότιας κιονοστοιχίας του ναού της Αχειροποιήτου Θεσσαλονίκης. Τις τοιχογραφίες αυτές μελέτησε και δημοσίευσε ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος.(66) Το φωτογραφικό αρχείο του Φώτη Ζαχαρίου με θησαυρούς της βυζαντινής Τέχνης είναι τεράστιο, σκορπισμένο σήμερα. Ο Φώτης, που φωτογράφιζε με μηχανή EXACTA και τους κατάλληλους φακούς ΖΕΙSS για κάθε περίσταση, χάριζε φωτογραφίες του στους βυζαντινολόγους, ιδιαίτερα στον Ανδρέα Ξυγγόπουλο και τον Μανόλη Χατζηδάκη. Το 1957 διαθέτει φωτογραφίες του για το βιβλίο του Ανδρέα Ξυγγόπουλου Σχεδίασμα ιστορίας της θρησκευτικής ζωγραφικής μετά την Άλωσιν.(67) Τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου συμμετέχει στην έκθεση ελληνικού τοπίου στην γκαλερί «Ζυγός».(68)
Το 1958 συντηρεί και καθαρίζει μία φορητή εικόνα του Αγγέλου,(69) με την Παναγία και την Αγία Αικατερίνα, που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 15ου αι., από την Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο,(70) και άλλη μία φορητή εικόνα με τους Πέντε Αγίους της Σεβαστείας, —Μαρδάριο, Ορέστη, Ευστράτιο, Ευγένιο και Αυξέντιο,— έργο του Εμμανουήλ Σκορδίλη,(71) το οποίο χρονολογείται το 1650-70, από την ίδια μονή.(72)
Το 1959 καθαρίζει τις παραμορφωμένες με ελαιοχρώματα το 1865 ψηφιδωτές παραστάσεις του τρούλου —του Παντοκράτορα και των Προφητών της σφενδόνης, καθώς και των ουρανίων δυνάμεων (Χερουβείμ, Σεραφείμ, Τροχών κλπ.)— της Παρηγορήτισσας Άρτας.(73) Ο Φώτης, ανεβασμένος σε ειδικό σιδερένιο ικρίωμα, που είχε στήσει η Διεύθυνση Αναστηλώσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, συμπλήρωσε, υπό την εποπτεία του διευθυντή Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, με υδραυλικό ασβεστοκονίαμα στο οποίο έδωσε χροιά που να πλησιάζει εκείνη του παλιού χρυσού κάμπου, τα κενά μεταξύ των μορφών, κενά τα οποία είχαν συμπληρωθεί με απλό ασβεστοκονίαμα, ενώ απομάκρυνε τις προσθήκες και τις αναγεννησιακού ύφους (74) επιζωγραφίσεις των ψηφιδωτών.(75) Με την ευκαιρία, φιλοτέχνησε και δέκα πιστά έγχρωμα αντίγραφα των ψηφιδωτών προφητών από το κεφάλι μέχρι την οσφύ, σε φυσικό μέγεθος.(76) Το 1959 και το 1960 καθαρίζει δεξιοτεχνικά τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Νικολάου του Ορφανού στη Θεσσαλονίκη, που επίσης τις μελέτησε και τις δημοσίευσε ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος.(77) Την ίδια εποχή καθαρίζει τις τοιχογραφίες του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Κορωπί, υπό την επίβλεψη του Μανόλη Χατζηδάκη.(78)
Το 1960 καθαρίζει και συντηρεί τις φορητές εικόνες του Αγίου Νικολάου με σκηνές από τον βίο του, που χρονολογείται στα μέσα του 15ου αι.,(79) και του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, που χρονολογείται γύρω στο 1200,(80) —και οι δύο από το νέο σκευοφυλάκιο της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου• της Σταύρωσης, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 15ου αι.,(81) και της διπλής εικόνας του Μιχαήλ Δαμασκηνού (82) με τα Εισόδια της Θεοτόκου και την Υπαπαντή, η οποία χρονολογείται γύρω στο 1582-92/3,(83)—και οι δύο από την Ιερά Μονή Ευαγγελισμού Πάτμου.
Το 1961 χτίζει με δικά του σχέδια, σε ρυθμό λαϊκότροπο μοναστηριακό, το σπιτικό του στην απομακρυσμένη Γιάλα της Σαλαμίνας (περιοχή Κακή Βίγλα)‚(84) κοντά στη Φανερωμένη, πάνω σε βράχο, για να αγναντεύει, με τις ώρες, την αγαπημένη του θάλασσα. Το σπίτι, γνωστό στους ντόπιους ως «σπίτι του ζωγράφου», ήταν το ησυχαστήριό του: από τότε περνούσε, μαζί με τη γλυκύτατη σύζυγό του Σοφία, δασκάλα το επάγγελμα, εδώ —όχι πια στην Αθήνα, στο πρώτο σπιτικό του, στη Γούβα, στην οδό Ιππάρχου 22—, τις ώρες ανάπαυλας από την εργασία του, μαστορεύοντας τα ψηφιδωτά του σε ειδικό χώρο που είχε διαμορφώσει στο υπόγειο του σπιτιού. Εδώ δεχόταν επισκέπτες και μαγείρευε για τους στενούς φίλους του καταπληκτικά φαγητά —ιδιαίτερα, αξέχαστα στη γεύση τους ψάρια— στον αυτοσχέδιο, χειροποίητο από τον ίδιον, φούρνο του. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου θα συμμετάσχει με ένα σχέδιό του στην έκθεση «Ειρήνη και ζωή», που οργανώθηκε για τον δεινώς δοκιμαζόμενο Κυπριακό λαό στην γκαλερί «Ζυγός».(85)
Ο Φώτης, απορροφημένος ολοένα και πιο πολύ από τη δουλειά με το συνεργείο του στον καθαρισμό και στη συντήρηση των βυζαντινών μνημείων, συστηματικά απέχει από εκθέσεις όλη τη δεκαετία του 1960.
Το 1963 καθαρίζει και συντηρεί τις εξής φορητές εικόνες: τον Χριστό Παντοκράτορα και την Παναγία την Παντάνασσα, που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 15ου αι.,(86) έργο του Ανδρέα Ρίτζου•(87) τον Άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, που χρονολογείται γύρω στο 1260-70•(88) την Κοίμηση της Θεοτόκου, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 15ου αι.•(89) την Έγερση του Λαζάρου και τη Βαϊοφόρο, διπλή εικόνα που χρονολογείται στο τέλος του 15ου αι.•(90) τέλος, στερεώνει και καθαρίζει τον Άγιο Νικόλαο, μία από τις παλιότερες ψηφιδωτές εικόνες (χρονολογείται μέσα στον 11ο αι.) —και οι πέντε από το νέο σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου.
Το 1964 θα συμμετάσχει δίπλα στον Μανόλη Χατζηδάκη για την προετοιμασία της Διεθνούς Εκθέσεως Βυζαντινής Τέχνης με τίτλο «Η Βυζαντινή Τέχνη, Τέχνη Ευρωπαϊκή», που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Ζάππειο. Το 1964-65 θα συντηρήσει και θα καθαρίσει τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου της Παναγίας, της Τράπεζας και του Σπηλαίου της Αποκαλύψεως στην Πάτμο.(92)
Το 1965 ιδρύεται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο το «Κεντρικόν Εργαστήριον Συντηρήσεως και Αποκαταστάσεως Ζωγραφιών και Ψηφιδωτών»,(93) αποτέλεσμα των προσπαθειών του Μανόλη Χατζηδάκη, που είδε τις δυσκολίες συντήρησης των έργων από τη μεγάλη έκθεση που είχε διοργανώσει στην Αθήνα τον προηγούμενο χρόνο. Αρμοδιότητα του εργαστηρίου είναι η εκπαίδευση καλλιτεχνών και τεχνιτών σε έργα συντήρησης και αποκατάστασης εικόνων, άλλων βυζαντινών ή νεότερων μουσειακών έργων, τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, όπως και η εκτέλεση τέτοιων έργων σε όλη την επικράτεια. Βασικά στελέχη του οι μόνιμοι ζωγράφοι-συντηρητές της Διευθύνσεως Αναστηλώσεως του Υπουργείου Παιδείας Τάσος Μαργαριτώφ (94) και Σταύρος Μπαλτογιάννης (95) και οι επί συμβάσει Φώτης Ζαχαρίου και Γιάννης Κολέφας, (96) με περισσότερα του ενός συνεργεία ο καθένας, επικεφαλής των οποίων τέθηκαν έμπειροι αρχιτεχνίτες συντηρητές, δοκιμασμένοι ήδη από μακρά συνεργασία με τους καλλιτέχνες-συντηρητές. Ως ημερομίσθιοι θα απασχολούνταν οι πτυχιούχοι του Ινστιτούτου Συντήρησης Ρώμης Φλώρα Καλαμάρα, Μαρία Ρουσέα-Μπάρμπα και Νίκος Κάιλας. Παράλληλα θα οργανωνόταν αρχείο τεκμηρίωσης των εργασιών, με εξοπλισμό φωτογραφικού εργαστηρίου και με την κυκλοφορία έντυπων ερωτηματολογίων. Οι συντηρητές Θα μπορούσαν να επιλέξουν, μετά από πρακτική εξάσκηση στα συνεργεία, τους καταλληλότερους για να γίνουν μονιμότερα στελέχη και να μετεκπαιδευτούν ειδικότερα κατόπιν.
Το 1965-66 αποτοιχίζεται, υπό την επίβλεψη του Φώτη, από το συνεργείο του τοιχογραφία που βρέθηκε στον ανατολικό τοίχο ενός από τα διαμερίσματα της νότιας πλευράς της Ρωμαϊκής Αγοράς Θεσσαλονίκης.
Το 1966 καθαρίζει την εικόνα της Αγίας Ιουλίτας και του Αγίου Κήρυκου, που χρονολογείται τον 13ο- 14ο αι., από τη Βέροια• το συνεργείο του στερεώνει το κονίαμα και σταθεροποιεί το χρώμα τοιχογραφιών του δυτικού τοίχου του καθολικού της Μονής Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας του βόρειου κλίτους και του παρεκκλησίου προς βορράν, με χρονολογία 1735, έργα του Γεωργίου Μάρκου•(100) στερεώνει τα ετοιμόρροπα τμήματα των ζωγραφισμένων το 1290 κονιαμάτων του ναού της Παναγίας Χρυσαφίτισσας Λακωνίας και τα καθαρίζει δειγματολογικά•(101) κάνει προληπτική στερέωση τοιχογραφιών, που χρονολογούνται στο τέλος του 16ου αι., στη Δολίχη Θεσσαλίας•(102) τέσσερις μήνες (Φεβρουάριο-Μάιο), υπό δυσμενείς καιρικές και βιοτικές συνθήκες, επιχειρεί στην Επισκοπή Ευρυτανίας —για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση στην Ελλάδα!— την αφαίρεση κονιάματος 1000 τ.μ., την αποτοίχιση και τον αποχωρισμό στρωμάτων των τοιχογραφιών, έστω και σε σπαράγματα, πλέον των 240 τ.μ., καθώς και του διακόσμου του κτιστού τέμπλου, τον καθαρισμό, την προετοιμασία και τον οπλισμό συσκευασίας και μεταφοράς στην Αθήνα του τοιχογραφικού αυτού συνόλου, που χρονολογείται τον 13ο αι.•(103) —τις τοιχογραφίες θα παρουσίαζε ως ανακοίνωση σε Βυζαντινολογικό Συνέδριο στην Οξφόρδη ο Μανόλης Χατζηδάκης.(104) Τον ίδιο χρόνο συντηρεί παλαιοχριστιανικούς τάφους στη Θεσσαλονίκη•(105) επίσης στερεώνει και συντηρεί πλήρως τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στη Βέροια, που χρονολογούνται τον 12ο- 13ο αι.•(106) παίρνει έκτακτα μέτρα προστασίας και κάνει δοκιμαστικούς καθαρισμούς και στερεώσεις είκοσι εικόνων από τις ενενήντα που συγκεντρώθηκαν από ναούς στην Καστοριά με φροντίδες του μητροπολίτη και του νομάρχη, με επιστημονικό συνεργάτη τον Νίκο Ζία, ο οποίος φωτογράφησε και κατέγραψε γύρω στις εξακόσιες εικόνες της πόλης και της περιοχής, που χρονολογούνται τον 13ο-14ο αι.•(107) διαπιστώνει την ύπαρξη περισσότερων στρωμάτων τοιχογραφιών παλιότερων εκείνων του 1686 στον ναό του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στο Παραδείσι-Βιλλανόβα Ρόδου, στερεώνει κονιάματα και αποκαλύπτει κάτω από επιχρίσματα ασβέστη τοιχογραφίες, από τις οποίες ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τμήμα της Δευτέρας Παρουσίας στον πρόναο.(108)
Το 1967 στερεώνει με το συνεργείο του το σαθρό ξύλο και τη ζωγραφική επιφάνεια, αλλά και καθαρίζει, εικόνες της Βέροιας•(109) συνεχίζει να εργάζεται στο τιτάνιο έργο της Επισκοπής Ευρυτανίας•(110) στερεώνει τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Προκοπίου στη Βέροια•(111) συντηρεί τη διακοσμητική ζωγραφική και τον ξυλόγλυπτο διάκοσμο των οροφών στο αρχοντικό της Πούλκως στη Σιάτιστα•(112) αφαιρεί τα κονιάματα από ακατάλληλο υλικό, με τα οποία είχε γίνει μια προσπάθεια συγκράτησης και μερικής κάλυψης των αποκολλημένων τμημάτων τοιχογραφιών στον ναό της Κοσμοσώτειρας Φερών στη Θράκη, ενώ στερεώνει με ενέσεις και καθαρίζει μερικώς από τα άλατα και τα ασβεστώματα τις τοιχογραφίες που στερεώθηκαν.(113) Αποτοιχίζει τις μεταγενέστερες τοιχογραφίες στον τρούλο του ναού του Ταξιάρχου του Θάρι στη Ρόδο και συντηρεί πλήρως το παλιότερο, αρχικό στρώμα τοιχογραφιών, που χρονολογείται τον 13ο αι., τις μεταφέρει σε ύφασμα με πλαίσια για έκθεση και τέλος καθαρίζει από τα κρυσταλλικά άλατα την κόγχη του ναού.(114) Τον Δεκέμβριο του 1967 πενταμελές συνεργείο υπό την εποπτεία του αρχίζει να καθαρίζει από χημικά άλατα και αιθάλη τις τοιχογραφίες του Αγίου Δημητρίου (Μητροπόλεως) στον Μυστρά —250 τ.μ.—, προβαίνει σε απόξεση των επιζωγραφίσεών τους και σε συμπληρώσεις τους με διακρινόμενο γραμμικό τρόπο, στερεώνει όλες τις τοιχογραφίες μέχρι το ύψος του γυναικωνίτη.(115) Στο συνεργείο αυτό συμμετείχε ο φίλος του, από τα σπουδαστικά χρόνια, ζωγράφος-χαράκτης Γιώργης Δήμου,(116) που είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από την Ουγγαρία, όπου ζούσε, όπως και ο άλλος κοινός φίλος τους, ο γλύπτης Μακρής, ως πολιτικός πρόσφυγας από το 1947. 0 Δήμου, τον οποίο πάντρεψε κιόλας ο Φώτης, θα δουλέψει κοντά του οκτώ χρόνια.(117) Οι εργασίες στον ίδιο ναό θα συνεχιστούν και τον επόμενο χρόνο.(118)
Το φθινόπωρο του 1968 το συνεργείο του Φώτη αρχίζει να αποτοιχίζει τις τοιχογραφίες ολόκληρου του ναού της Παναγίας Πρεβέντζας στο Καστράκι Αιτωλοακαρνανίας —120 τ.μ.—, να προετοιμάζει την αφαίρεση του κονιάματος για την επανατοποθέτηση των τοιχογραφημένων επιφανειών σε νέο ναό που θα ανεγειρόταν.(119)
Το 1969 συνεχίζονται από το συνεργείο του Φώτη με δαπάνη της ΔΕΗ οι εργασίες αποκόλλησης των τοιχογραφιών του ναού της Παναγίας Πρεβέντζας και, ενόψει της κατακλύσεως των μνημείων από τα νερά της τεχνητής λίμνης Καστρακίου, οι τοιχογραφίες μεταφέρονται σε αποθήκη του εργοταξίου για να γίνει επεξεργασία τους.(120) Τον ίδιο χρόνο το συνεργείο δουλεύει στη Θεσσαλονίκη: στερεώνει με ενέσεις τις τοιχογραφίες του Οκταγώνου στην πλατεία Ναυαρίνου (121) και στην οδό Γούναρη,(122) ενώ αποσπά και μεταφέρει τις τοιχογραφίες καμαρωτού παλαιοχριστιανικού τάφου.(123) Συμπληρώνει ακόμα τις εργασίες στερέωσης των τοιχογραφιών και επανατοποθετεί σε νέο, στερεότερο υπόστρωμα τοιχογραφίες του βόρειου κλίτους του ναού του Αγίου Βλασίου στη Βέροια (124) και στερεώνει τις τοιχογραφίες της ανατολικής πλευράς του ναού του Αγίου Προκοπίου στην ίδια πόλη, καθαρίζοντας από την αιθάλη τα επιχρίσματα και τα κονιάματα, ιδιαίτερα της ανατολικής πλευράς.(125) Στερεώνει επίσης τοιχογραφίες έκτασης 130 τ.μ. στον ναό της Παναγίας Χαβιαρά στη Βέροια (126) και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου καθαρίζει τις τοιχογραφίες της Μονής του Βροντοχίου στον Μυστρά.(127)
Το 1970 ιδρύεται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο με δαπάνη του Κληροδοτήματος Ψύχα «Σχολή Εκπαιδεύσεως Συντηρητών Αρχαίων», στην οποία διδάσκει ο Φώτης, μαζί με τους συντηρητές Τάσο Μαργαριτώφ, Σταύρο Μπαλτογιάννη, Γιάννη Κολέφα, Τρ. Κοντογιώργη, Στέλιο Τριάντη,(128) Χαρ. Δεϊλάκη και Ζαχαρία Κανάκη, τους εφόρους αρχαιοτήτων Γεώργιο Δοντά, Βαρβάρα Φιλιππάκη και Παύλο Λαζαρίδη, τον βοηθό της Έδρας Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνη Ζώη και τον χημικό Π. Καρατζά. Η διδασκαλία είναι μονοετής: έξι μήνες θεωρητική στο Βυζαντινό και Χριστιανικό και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και έξι μήνες πρακτική σε συνεργεία και μουσεία. Αποφοιτούν σαράντα βοηθοί συντηρητών (οι μισοί με ειδίκευση στη συντήρηση αρχαίων, κεραμικών, λίθινων και μεταλλικών και οι άλλοι μισοί με ειδίκευση στη συντήρηση βυζαντινών τοιχογραφιών, ψηφιδωτών και εικόνων).(129) Τον ίδιο χρόνο το συνεργείο του Φώτη εργάζεται στον ναό της Οδηγήτριας στον Μυστρά•(130) στερεώνει με ενέσεις και καθαρίζει δειγματολογικά τις τοιχογραφίες στον ναό της Μητρόπολης Καλαμπάκας•(131) στερεώνει και φιξάρει τα χρώματα των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά στα Μετέωρα, προκειμένου να προστατευθούν από την υγρασία•(132) συνεχίζει τις εργασίες συντήρησης των τοιχογραφιών στον ναό της Παναγίας Πρεβέντζας•(133) στερεώνει και καθαρίζει τις τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Τριάδας στο Καρπενήσι•(134) αποσπά τοιχογραφίες παλαιοχριστιανικού τάφου στη Φοιτητική Εστία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τις μεταφέρει στο Μουσείο Θεσσαλονίκης•(135) αποκαλύπτει τις τοιχογραφίες των τρουλίσκων του νάρθηκα —που είχαν καλυφθεί με επιχρίσματα και δεν διακρίνονταν καθόλου— στον ναό των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης•(136) και κάνει μερική στερέωση τοιχογραφιών ελληνιστικού τάφου στη Βεργίνα.(137) Εργάζεται για καθαρισμό, στερέωση και συντήρηση εικόνων της Μονής Αγίου Ανδρέου Μηλαπιδιάς στην Κεφαλλονιά,(138) των τοιχογραφιών διαφόρων οικοπέδων στη Θεσσαλονίκη,(139) των τοιχογραφιών της βασιλικής στην Αγία Παρασκευή Κοζάνης (140) και του σπουδαίου ζωγραφικού διακόσμου που αποκαλύφθηκε κάτω από τα επιχρίσματα στην Παλιά Μητρόπολη Βέροιας.(141) Τον ίδιο χρόνο καθαρίζει τριάντα τρεις φορητές εικόνες της Μονής Χελανδαρίου• στερεώνει τις χρωματικές επιφάνειές τους και τις καθαρίζει δειγματολογικά από επιζωγραφίσεις του 1803-4• καθαρίζει σαράντα φορητές εικόνες από τον ναό της Παναγίας του Κάστρου στην Κεφαλλονιά,(143) τριάντα φορητές εικόνες ναών της Κύπρου•(144) συντηρεί, στερεώνει και αποκαθιστά τις τοιχογραφίες του τρούλου του βυζαντινού συγκροτήματος της Μονής Οσίου Λουκά Βοιωτίας, συμβάλλοντας στη χρονολόγηση του μνημείου.(145)
Το 1971 καθαρίζει τις τοιχογραφίες τού προς νότον του ιερού του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα παρεκκλησίου, που χρονολογούνται στα μεταβυζαντινά χρόνια, κάνει μικρή έρευνα για την αποκάλυψη παλιότερου στρώματος του ζωγραφικού διακόσμου του, από τη μεταβυζαντινή εποχή, ενώ καθαρίζει και συντηρεί φορητές εικόνες από την Κεφαλλονιά.(146)
Το 1973 επανέρχεται στις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου της Παναγίας, της Τράπεζας και του Σπηλαίου της Αποκαλύψεως στην Πάτμο, που είχε καθαρίσει το 1964-65.
Το 1974 καθαρίζει και συντηρεί τις φορητές εικόνες της Υπαπαντής, που χρονολογείται στο τέλος του 15ου αι., από το Ηγουμενείο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο,(147) και της Δέησης με Άγιο Ανδρέα και Αγία Παρασκευή, έργου του Ιωάννου ιερέως Απακά, η οποία χρονολογείται γύρω στο 1600, από το νέο σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο.(149) Τον ίδιο χρόνο εκτίθεται το έργο του Αγιάσος στην έκθεση της συλλογής ζωγραφικών, χαρακτικών και γλυπτών έργων του Δήμου Αθηναίων στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.(150)
Το 1975 καθαρίζει και συντηρεί τη φορητή εικόνα με την παράσταση του «Επί σοι χαίρει», έργου του Θεόδωρου Πουλάκη,(151) που χρονολογείται το 1670- 90, από το νέο σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.(152) Τον ίδιο χρόνο ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος δημοσιεύει μελέτη του για την τοιχογραφία του Μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου στον ναό των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης,(153) βασισμένος σε φωτογραφίες του Φώτη.(154)
Το 1976 στερεώνει με ενέσεις, στοκαρίσματα και στεφανώματα τις τοιχογραφίες του κοιμητηριακού ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Μονή Χελανδαρίου, που χρονολογούνται τον 14ο αι.,(155) φορητές εικόνες του τέμπλου και αρκετές του σκευοφυλακίου στο Πρωτάτο, καθώς και τοιχογραφίες 26 τ.μ. με ενέσεις, στοκαρίσματα και στεφανώματα.(156)
Το 1977 συνεργείο του από έξι συντηρητές (τρεις Έλληνες και τρεις Σέρβους) εργάζεται στη συντήρηση τοιχογραφιών στο Άγιον Όρος. (157) Συντηρεί και καθαρίζει χημικά τοιχογραφίες του καθολικού στη Μονή Σταυρονικήτα,(158) ενώ συντηρεί και καθαρίζει από την αιθάλη τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις οποίες το κονίαμα ήταν αποκολλημένο και απείχε από την τοιχοποιία έως 0,02 μ. περίπου.(159) Τον ίδιο χρόνο καθαρίζει και συντηρεί τις φορητές εικόνες του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που υπαγορεύει στον νεαρό Πρόχορο, η οποία χρονολογείται στα μέσα του 16ου αι., από τον ναό της Αγίας Αικατερίνης στη Χώρα Πάτμου•(160) της Αποκάλυψης με το Όραμα του Ιωάννη, έργου του Τωμίου Βαθέως ή Βαθά (Μπαθά),(161) που χρονολογείται γύρω στο 1596, από το τέμπλο του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννη στην Ιερά Μονή Αποκαλύψεως Πάτμου• του Ενταφιασμού του Χριστού, που χρονολογείται το 1620-45, από το τέμπλο του ναού της Υπακοής («Απακουής του Μαλανδράκη») Χώρας Πάτμου•(163) του Αγίου Ευσταθίου με σκηνές του βίου του, που χρονολογείται το 1620-40, από τον ναό Ελεημονητρίας Χώρας Πάτμου.(164)
Από το 1977 έως το 1981, προσκεκλημένος από τον φίλο του, καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο,(165) ο Φώτης φροντίζει με το συνεργείο του (Τα «παιδιά» του, όπως με αγάπη τα αποκαλούσε, Γιώργο Κωνσταντινίδη, Γιάννη Θωμά, Γιώργο Πορτάλιο, Σωτήρη Κουταβούλη, Διονύση Καπιζιώνη, Πέτρο Σγούρο, Λευτέρη Κότσινο) τη συντήρηση των τοιχογραφιών του μακεδονικού «Τάφου της Περσεφόνης» στη Βεργίνα. «Με τον Ανδρόνικο και τη δουλειά του στη Βεργίνα η συντήρηση αναπτύσσεται και καταξιώνεται είχε πει.
Ο Ανδρόνικος γράφει για τον Φώτη: «Ζωγράφος από τους πιο καλούς, είχε παραμελήσει για χρόνια πολλά την Τέχνη του για να αφοσιωθεί στη συντήρηση των μοναδικών καλλιτεχνικών θησαυρών που μας κληροδότησαν οι γόνιμοι αιώνες της αρχαιότητας, της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής εποχής».(166)
Η προσφορά του στη Βεργίνα στάθηκε η τελευταία εργασία του Φώτη στο Δημόσιο. Με τη συνταξιοδότησή του, μπόρεσε να κερδίσει τον χρόνο για τον εαυτό του και να ριχτεί με ζέση στη ζωγραφική. Τον Απρίλιο του 1988, μετά από πολλές, συνεχείς πιέσεις, πείθεται να εκθέσει έργα του. Έτσι, στις 19 Απριλίου 1988 γίνονται τα εγκαίνια μεγάλης αναδρομικής έκθεσης έργων του με θέματα από το Άγιον ‘Ορος στην γκαλερί «Σκουφά», έκθεσης που κράτησε έως τις 4 Μαΐου. Εκτίθενται είκοσι τρία ζωγραφικά έργα με την τεχνική της εγκαυστικής —Μονή Διονυσίου, Μονή Δοχειαρίου, Μονή Ιβήρων, Άγιον Όρος, Μονή Διονυσίου, Λαύρα, Μονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, Μονή Παντοκράτορος, Κονάκι Καρυές, Καρυές, Μονή Παντοκράτορος, Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, Μονή Ξενοφώντος, Μονή Ιβήρων, Μονή Βατοπαιδίου, Μονή Ιβήρων, Μονή Δοχειαρίου, Μονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, Μονή Βατοπαιδίου - και δεκαεφτά ψηφιδωτά —Μονή Γρηγορίου, Μονή Διονυσίου, Μονή Στανρονικήτα, Μονή Δοχειαρίου Καρυές,(167) Αρσανάς, Τοπίο,(168) Κονάκι, Λαύρα,169 Τοπίο, Τοπίο, Άγιον Όρος,(170) Μονή Παντοκράτορος, Μονή Ξενοφώντος, Μονή Ιβήρων, Μονή Δοχειαρίου Μονή Βατοπαιδίου. (171)
Τον Απρίλιο-Μάιο του 2001 ο Φώτης συμμετέχει με τρία έργα του —δύο αβγοτέμπερες (Μονή Κουτλουμουσίου, Η Αίγινα από τον Πειραιά) και ένα ψηφιδωτό (Νεκρή φύση)— σε έκθεση για τους καλλιτέχνες που έζησαν και δούλεψαν στο Μετς, οργανωμένη από την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος».(172) Ο Φώτης, παρά τη σφοδρότατη επιθυμία του να παραστεί στα εγκαίνια, δεν μπόρεσε, έχοντας καταβληθεί στην υγεία του. Και τον Απρίλιο του 2001, Σάββατο των Μυροφόρων, κατά τη διάρκεια της έκθεσης, μετέστη. Η εξόδιος ακολουθία του εψάλη στον ναό του Αγίου Ιωάννη οδού Βουλιαγμένης, όπου είχε φιλοτεχνήσει ψηφιδωτό, μαζί με τον Γιάννη Κολέφα, το 1972. Ο Φώτης Ζαχαρίου ετάφη στο Νεκροταφείο Δάφνης.(173)
Ο Φώτης Ζαχαρίου είναι ο πρώτος χρονολογικά συντηρητής-ζωγράφος (174) στην Ελλάδα. Βασική αρχή του στην προσέγγιση των αρχαίων και των βυζαντινών μνημείων ήταν ο σεβασμός, λέξη που ερχόταν συχνά στο στόμα του όταν μιλούσε για τη δική του δουλειά ή τη δουλειά του συνεργείου του. Θρεμμένος μέσα στο πατρικό εργαστήριο, «έκλεβε» διαρκώς τεχνικές και μεθόδους της τέχνης του, έμοιαζε σαν να βγήκε κατευθείαν από μια λαϊκή αντίληψη χειρώνακτα καλλιτέχνη-τεχνίτη, που παρέπεμπε σε αλλοτινούς καιρούς. Γνώριζε σε πλάτος και βάθος τις παραδοσιακές τεχνικές, όπως την τεχνική των «κηρόχυτων» εικόνων (εγκαυστική) (175) και την τεχνική του ψηφιδωτού, εφαρμόζοντάς τις τόσο στις εργασίες συντήρησης έργων όσο και στην ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία του. Τις τεχνικές της αβγοτέμπερας και της ελαιογραφίας δεν τις είχε αρνηθεί. Προμηθευόταν πάντα τις καλύτερες ύλες για τα έργα του: κρύσταλλα χρωματιστά Murano για τα ψηφιδωτά του αλλά και διαλεχτές φυσικές πέτρες από την Κύπρο, που τις έσπαζε μαζί με τον βοηθό του και τις ταξινομούσε υποδειγματικά στο εργαστήριο της Σαλαμίνας μέσα σε πλαστικά κουτάκια, ανάλογα με το χρώμα τους.
Το μορφοπλαστικό ιδίωμά του ανελίσσεται από περιγραφικό στην αρχή σε εξπρεσιονιστικό και κυβιστικό ύστερα, διατηρώντας τις μνήμες της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης.(176) Στις πολλές υπηρεσιακές αποστολές του, τριάντα πέντε χρόνια, τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι, για συντήρηση μνημείων, —«οχτώ ώρες πάνω στη σκαλωσιά», όπως έλεγε,— μα και στις άλλες, τις δικές του στιγμές, πάντα σχεδίαζε θέματα, τα οποία και επεξεργαζόταν κατόπιν —έχουν σωθεί πάμπολλα χαρτάκια σχεδιασμένα με μολύβι. Άρχιζε τα έργα του από το σχέδιο («δεν γίνεται αλλιώς! —πώς; φωτογραφία;!», έλεγε έντονα) και το χρώμα. Δεν δίσταζε να τροποποιήσει τη σύνθεση, να ξηλώσει ένα κομμάτι ψηφιδωτού, έργου τιτάνιας υπομονής και αγιωτικής άσκησης, και να το ξαναδουλέψει από την αρχή. Είχε επιδοθεί κατ’ εξοχήν στην αντιγραφή ζωγραφικών μνημείων, καταγράφοντας ένα παγκόσμιο ρεκόρ: 200-300 τ.μ. αντίγραφα.
Έργα του βρίσκονται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, (177) στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, στη Συλλογή Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης) ‚(178) στην Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης Αιτωλοακαρνανίας Χρήστου & Σοφίας Μοσχανδρέου στο Μεσολόγγι, σε ευάριθμους ιδιώτες (κυρίως βυζαντινολόγους) ‚(179) και στην οικογένειά του.
Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (του μετέπειτα Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος) από το 1945 —στον οικείο φάκελο του Αρχείου του Επιμελητηρίου περιλαμβάνεται όμως μόνον η αίτηση εγγραφής του Φώτη, δείγμα κι αυτό της σεμνότητας και της ανεμελιάς του ανθρώπου. Την αδιαφορία του για προβολή επιμαρτυρεί και υπογραμμίζει το ότι δεν συναντάμε τη σωστή χρονολογία γέννησής του στα γνωστά βιογραφικά σημειώματά του, τα δημοσιευμένα στις λίγες ελληνικές εγκυκλοπαίδειες, στις ακόμα λιγότερες ιστορίες νεοελληνικής τέχνης και στα ελάχιστα λεξικά που δεν τον αγνοούν.(180)
Σημειώσεις
1. Το κείμενο στηρίζεται εν πολλοίς στην απομαγνητοφώνηση συνεντεύξεων που πήρε στις 15 Ιουνίου 1998, στις 4 Ιανουαρίου 1999, στις 8 και στις 13 Μαΐου 2000 ο συντάκτης του από τον αείμνηστο Φώτη Ζαχαρίου στη Γιάλα (περιοχή Κακή Βίγλα) της Σαλαμίνας, όπου έμενε, επί μακρό διάστημα κάθε χρόνο που άνοιγε ο καιρός, ο ζωγράφος με την αγαπημένη σύζυγό του Σοφία —μέρος των λεγομένων του, το σχετικό με τον καρδιακό φίλο του, χαράκτη Α. Τάσσο, δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Καθημερινή (Επτά Ημέρες), 20 Σεπτεμβρίου 1998 («Ο χαράκτης Α. Τάσσος», επιμέλεια Κωστής Λιόντης, σ. 15-18: «Μια μακρόχρονη φιλία. Ο ζωγράφος Φώτης Ζαχαρίου μιλάει για τον Α. Τάσσο στον Δημήτρη Παυλόπουλο») και το σχετικό με τον Μανουήλ Πανσέληνο στην ίδια εφημερίδα, 29-30 Απριλίου 2000 (Δημήτρη Παυλόπουλου, «Εγχείρημα αντιγραφής του Πανσέληνου», επιμέλεια Κωστής Λιόντης, σ. 30). Για στοιχειώδη βιογραφικά στοιχεία του Φώτη Ζαχαρίου βλ. και Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών. Ζωγράφο - Γλύπτες - Χαράκτες, 16ος-20ός αιώνας, τ. 1, Αθήνα 1997, σ. 426 (Γιάννης Μπόλης).
2. Βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, ό.π., σ. 426 (Γιάννης Μπόλης).
3. ‘Ο.π.
4. Ο Γεώργιος Ρόδιος είχε σπουδάσει πλαστική «μετά της εφηρμοσμένης εις τας τέχνας χημείας» στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη επί μία δεκαετία. Το 1889 επέστρεψε στην Ελλάδα και άνοιξε «εργοστάσιον πλαστικής» στην Αθήνα, στην οδό Ντέκα 9, κοντά στην πλατεία της Μητρόπολης. Εισήγαγε στην Ελλάδα τη μέθοδο της γαλβανοπλαστικής. Φιλοτεχνούσε ανάγλυφα με απομίμηση του αρχαίου χρωματισμού, ταναγραίες, μικρά γύψινα αγαλματίδια, ασπίδες, ξίφη και κράνη, όλα επιχαλκωμένα, αγαλματίδια και προτομές στρατηγών, καλλιτεχνών, ποιητών Ευρωπαίων και Ελλήνων, γύψινα επαργυρωμένα ή επιχρυσωμένα, κορνίζες, τον Φάουστ έφιππο, ευαγγελικές σκηνές, μυθολογικά θέματα και μικρά συμπλέγματα. Βλ. εφ. Νέα Εφημερίς, 14 Φεβρουαρίου 1889, 25 Μαΐου 1889, 11 Δεκεμβρίου 1890• Ακρόπολις, 8 Μαρτίου 1891, 20 Μαρτίου 1891.
5. Το κορνιζοποιείο ήταν μια παράγκα μέσα στο μαρμαρογλυφείο του Τηνιακού γλύπτη Δημητρίου (Μήτσου) Περάκη (1893-1965). Βλ. Νίκου Λογοθέτη, Κώστας Περάκης. Ο γλύπτης, ο ζωγράφος, ο κεραμίστας, ο χαράκτης, Αθήνα 1991, σ. 10 και Δημήτρη Παυλόπουλου, Ζητήματα νεοελληνικής γλυπτικής Αθήνα 1998, σ. 113, σημ. 3.
6. Για τον Κωστή Παρθένη (1878/9-1967) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 3, Αθήνα 1999, σ. 472-478 (Στέλιος Λυδάκης).
7. Για τον Βάσο Γερμενή (1896-1966) βλ. ό.π., τ. 1, σ. 248 (Δημήτρης Παυλόπουλος).
8. Βλ. «Μια μακρόχρονη φιλία. Ο ζωγράφος Φώτης Ζαχαρίου μιλάει για τον Α. Τάσσο στον Δημήτρη Παυλόπουλο»,ό.π.,σ.15. Για τον Α.Τάσσο (1914-1985) βλ. Α. Τάσσος. Χαρακτική 1932-1985, κείμενα Δημήτρης Παπαστάμος, Ειρήνη Οράτη, Βαντίμ Μιχαήλοβιτς Πολεβόι, Γιώργος Μουρέλος, Αθήνα 1998.
9. Για τον Γεώργιο Κωτσάκη (π. 1880-μετά το 1933) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 2, Αθήνα 1998, σ. 363 (Δημήτρης Παυλόπουλος).
10. Για τον Σπυρίδωνα Βικάτο (1874/8-1960) βλ. ό.π., τ. 1, Αθήνα 1997, σ. 182-183 (Παναγιώτης Ιωάννου).
11. Για τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο (1878-1974) βλ. ό.π., τ. 2, σ. 31-32 (Όλγα Μεντζαφού).
12. Για τον Ουμβέρτο Αργυρό (1884;-1963) βλ. ό.π., τ. 1, σ. 95-96 (Μιλτιάδης Παπανικολάου).
13. Για τον Νίκο Βέλμο (Βογιατζάκη) (1890-1930) βλ. ό.π., τ. 4, Αθήνα 2000, σ. 483 (Δημήτρης Παυλόπουλος).
14. Για τον Κωνσταντίνο Θ. Παπαλεξάνδρου (1891-1978) βλ. Νίκου Παπαδημητρίου, Οι συγγραφείς της αθηναϊκής δημοσιογραφίας, τ. 1, Αθήνα 1989, σ. 200-203.
15. Βλ. Νίκου Λογοθέτη, «Αναζητώντας τον Νίκο Βέλμο. Ο Βέλμος και το Άσυλο Τέχνης», περ. Επιλογές. Σύμμικτα λογοτεχνικά και άλλα, τχ. 12, Δεκέμβριος 2000, σ. 33, 51.
16. Για τον Γιάννη Κεφαλληνό (1894-1957) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 2, ό.π., σ. 199-201 (Ε. Χ. Κάσδαγλης).
17. Βλ. «Μια μακρόχρονη φιλία. Ο ζωγράφος Φώτης Ζαχαρίου μιλάει για τον Α. Τάσσο στον Δημήτρη Παυλόπουλο», ό.π., και Ε. Χ. Κάσδαγλη, Γιάννης Κεφαλληνός, ο χαράκτης, Αθήνα 1991, σ. 324.
18. ‘Ο.π.
19. Πρόκειται για τους Διονύσιο (1878-1934) και Σπυρίδωνα (1876-1938) Λοβέρδους.
20. Για τον Φώτη Κόντογλου (1895-1965) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 2, ό.π., σ. 241-246 (Νίκος Ζίας).
21. Ο Μίμης Πελεκάσης (1881-1973) ανέλαβε το 1922 την επιμέλεια, διόρθωση και συμπλήρωση των μεταβυζαντινών και λοιπών εικόνων της ιδιωτικής συλλογής του Διονυσίου Λοβέρδου. Βλ. Δημήτριος Σπυρίδωνος Πελεκάσης, ζωγράφος (1881-1973), κείμενα Μίλτος Καρκαζής, Γιάννης Ρηγόπουλος, Δημήτρης Παυλόπουλος, Αθήνα 2001, σ. 21 (Μίλτος Καρκαζής).
22. Ετησία Πανελλήνιος Καλλιτεχνική Έκθεσις 1938, Κατάλογος των εκτιθεμένων έργων, Ζάππειον Μέγαρον 1938, αρ. 58, 59.
23. Νέλλης Κυριαζή, Η Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Ελληνική ζωγραφική-χαρακτική-γλυπτική, Αθήνα 1994, σ. 161, 174 αρ. 154, 317.
24. Η ομάδα «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι», μάλλον συντηρητική, αποτελούνταν από ζωγράφους, χαράκτες και γλύπτες. Ιδρύθηκε το 1934 και πραγματοποίησε από το 1935 έως το 1939 τέσσερις εκθέσεις. Μέλη της ήταν, εκτός του Φώτη Ζαχαρίου, οι Μίκης Ματσάκης (1900-1978) —που είχε διατελέσει και πρόεδρός της—, Αλέκος Κοντόπουλος (1904- 1975), Αλέξανδρος Κορογιαννάκης (1906-1966), Δημήτρης Δάβης (1905-1973), Άλκης Κεραμίδας (1905-1980), Νίκος Νικολάου (1909-1986), Ίρα Οικονομίδου (1909-1997), Πολύκλειτος Ρέγκος (1903-1984), Νικόλαος Νάκης (Καρτσωνάκης) (1899-1977), Εμμανουήλ Ζέπος (1905-1995), Κώστας Θετταλός (1905-1992), Θεώνη Βουτυρά (γ. 1908/10), Δημήτρης Γιαννουκάκης (1898-1991), Δημήτρης Γιολδάσης (1897-1993), Λέλα Πασχάλη (1914-1977), Κωστής Παπαχριστόπουλος (γ. 1906), Τίτσα Χρυσοχοΐδη (1906-1990), Ηλίας Φέρτης (1906-1987), Γιώργος Ζογγολόπουλος (γ. 1903), Δημήτρης Γαλάνης (1879-1966), Θανάσης Απάρτης (1899-1972), Φώτης Κόντογλου (1895-1965), Κώστας Πλακωτάρης (1902-1969), Κούλα Μπεκιάρη (1905-1992), Μιχαήλ Μαρτζουβάνης(Μαρτζουβάνωφ) (1900-1962), Γεώργιος Συρίγος (1906-1989), Λάζαρος Λαμέρας (1913- 1998) κ.ά. Βλ. Τώνη Σπητέρη, Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1 967, τ. Γ’, Αθήνα 1979, σ. 356 και Δημήτρη Παπαστάμου, Ζωγραφική 1930-40. Καλλιτεχνική και αισθητική τοποθέτηση στη δεκαετία, Αθήνα 1981, σ. 244, 246, 248.
25. Πανελλήνιος Καλλιτεχνική Έκθεσις, Κατάλογος των εκτιθεμένων έργων, Ζάππειον Μέγαρον 1939, αρ. 105, 106.
26. Πανελλήνιος Καλλιτεχνική Έκθεσις, Κατάλογος των εκτιθέμενων έργων, Ζάππειον Μέγαρον 1940, αρ. 64, 65.
27. Περ. Νέα Εστία, τχ. 291,1 Φεβρουαρίου 1939, σ. 202.
28. «Η Ζωγραφική: Η Γ’ Πανελλήνιος Έκθεσις», περ. Νέα Εστία, τχ. 320, 15 Απριλίου 1940, σ. 520.
29. Βλ. «Μια συνέντευξη με τον Α. Τάσσο. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες στην Αντίσταση», περ. Τέχνη και Πολιτισμός, τχ. 9, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1981, σ. 27 και Ευάγγελου Μαχαίρα, Η τέχνη της Αντίστασης, Αθήνα 1999, σ. 281, 309, 320.
30. Για τον Κώστα Πλακωτάρη (1902-1969) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, ό.π., σ. 45 (Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος).
31. Για τον Δημήτρη Σακελλαρίδη (γ. 1912) βλ. ό.π., σ. 127-128 (Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος).
32. Για την Βάσω Κατράκη (1914-1988) βλ. ό.π, τ. 2, σ. 179-181 (Ειρήνη Οράτη).
33. Για την Λουκία Μαγγιώρου (γ. 1914) βλ. ό.π., τ. 3, σ. 3 (Δημήτρης Παυλόπουλος).
34. Ένα από αυτά (η διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1942 στην Αθήνα) έγινε και γραμματόσημο στην αναμνηστική έκδοση για την Εθνική Αντίσταση (1941-1944) το 1982. Βλ. Ερμής ’98. Γραμματόσημα Ελλάδος 1861-1997, Κύπρου 1880- 1997 και ταχυδρομική ιστορία, Αθήνα 1997, σ. 279.
35. Μάνου Στεφανίδη, Ελληνομουσείον. Έξι Αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, Αθήνα 2001, τ. Α’, σ. 324β.
36. Τώνη Σπητέρη, ό.π., σ. 364.
37. Για τον Στρατή Αξιώτη (1907-1994) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 1, ό.π., σ. 76-77 (Δ. Παυλόπουλος).
38. Για τον Θανάση Απάρτη (1899-1972) βλ. ό.π., σ. 77-78 (Μιλτιάδης Παπανικολάου).
39. Για τον Αριστοτέλη Βασιλικιώτη (1902-1972) βλ. ό.π., σ. 162-163 (Χρύσανθος Χρήστου).
40. Για τον Γεώργιο Κοσμαδόπουλο (Cosmo) (1895-1967)
βλ. ό.π., τ. 2, σ. 266-267 (Παναγιώτης Ιωάννου).
41. Για τον Ευθύμη Παπαδημητρίου (ΜΙΜ. ΠΑΠ.) (1895-1958) βλ. ό.π., τ. 3, σ. 413-415 (Ειρήνη Οράτη).
42. Για τον Δήμο (Δημήτριο) Μπραέσα (1880-1964) βλ. ό.π., σ. 233 (Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος).
43. Για τον Στέλιο Μηλιάδη (1881-1965) βλ. ό.π., σ. 109- 110 ( Στέλιος Λυδάκης).
44. Ματούλας Σκαλτσά, «Αθηναϊκές αίθουσες τέχνης από τη δεκαετία του ‘20 ως τη δεκαετία του ‘70», στο Αίθουσες Τέχνης στην Ελλάδα. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1920-1988, Αθήνα 1989, σ. 29.
45. Ό.π., σ. 36 (αναφέρεται λανθασμένα ο αριθμός της οδού Κανάρη: 5).
46. Μανόλη Χατζηδάκη, «Ένας αρχαιολόγος και τα Φαγιούμ. Από τη βερολίνιο εμπειρία του Μεσοπολέμου, στο Μουσείο Μπενάκη, το Κάιρο και τη Μονή Σινά», εφ. Η Καθημερινή (Επτά Ημέρες, «Φαγιούμ. Τα μελαγχολικά πρόσωπα», επιμέλεια Κωστής Λιόντης, 12 Μαΐου 1996, σ. 24).
47. Ευφροσύνης Δοξιάδη, Τα πορτρέτα του Φαγιούμ, πρόλογος Dorothy J. Thompson, μετάφραση Ανδρέας Παππάς, Αθήνα 1996, σ. 214.
48. Το έργο (50 x 30 εκ.) προέρχεται από την Αντινοόπολη της Αιγύπτου, χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 3ου αι. μ.Χ. και οριοθετεί τη μετάβαση από την υστερορωμαϊκή στην πρωτοχριστιανική τέχνη. Βλ. Μουσείο Μπενάκη, Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, κείμενα Άγγελος Δεληβορριάς, Αθήνα 1997, σ. 150.
49. Για τον Αγήνορα Αστεριάδη (1898-1977) βλ. Αγήνωρ Αστεριάδης. Ζωγραφική-Χαρακτική, κείμενα Μανόλης Βλάχος, Αικατερίνη Παναγιωτουνάκου-Πατσουμά, Ειρήνη Οράτη, Δημήτρης Παυλόπουλος, Αθήνα 1998.
50. Η ομάδα «Στάθμη», προοδευτική, αποτελούνταν από ζωγράφους, χαράκτες και γλύπτες. Ιδρύθηκε το 1949 και πραγματοποίησε έως το 1951 τρεις εκθέσεις. Μέλη της ήταν, εκτός από τον Φώτη Ζαχαρίου, οι Αντώνιος Σώχος (1888- 1975) —που είχε διατελέσει και πρόεδρός της—, Ιωάννα Σπητέρη (1920-2000), Γιώργος Μπουζιάνης (1885-1959), Σπύρος Βασιλείου (1902/3-1985), Ελένη Ζογγολοπούλου (1909-1993), Γιώργος Γουναρόπουλος (1889-1977), Γιώργος Βακαλό (1902-1991), Αγλαΐα Παπά (1904-1984), Γιώργος Μόσχος (1906-1990), Τάκης Ελευθεριάδης (1911-1987), Γιάννης Μηταράκης (1898-1963), Ορέστης Κανέλλης (1910- 1979), Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983), Βάσω Κατράκη (1914-1988), Α. Τάσσος, Λουκία Μαγγιώρου (γ. 1914), Σπύρος Παπαλουκάς (1892-1957), Άγγελος Θεοδωρόπουλος (1883-1965), Γιάννης Σπυρόπουλος (1912-1990), Γιώργος Σικελιώτης (1917-1984), Ερρίκος Φραντζισκάκης (1908- 1958), Ιουλία Παπανούτσου (1900-1973), Θεοφάνης Φραγκουδάκης (1916-1991) κ.ά. Βλ. Τώνη Σπητέρη, ό.π., σ. 358.
51. «Εκθέσεις: Η έκθεση της “Στάθμης” στο Ζάππειο, η σοβαρότερη καλλιτεχνική εκδήλωση των τελευταίων χρόνων», περ. Νέα Εστία, τχ. 550, 1 Ιουνίου 1950, σ. 757.
52. «Ζωγραφική: Η έκθεση της “Στάθμης”», περ. Ο Αιώνας μας, τχ. 6 (40), Ιούνιος 1950, σ. 190.
53. Για τον Ανδρέα Ξυγγόπουλο (1891-1979) βλ. Μανόλη Χατζηδάκη, «Νεκρολογία: Ανδρέας Ξυγγόπουλος», περ. Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τ. 1’, 1980- 1981, σ. ε’-ζ’.
54. Μανόλη Ανδρόνικου, Το χρονικό της Βεργίνας, Αθήνα 1997, σ. 90.
55. Για τον Αναστάσιο Ορλάνδο (1887-1979) βλ. Αναστάσιος Ορλάνδος. Ο άνθρωπος και το έργον του, Αθήνα 1978.
56. Πρόκειται για τον βιομήχανο βωξιτών Λιάκο Ηλιόπουλο (1903-1966).
57. Η Νίνα (Αδαμαντία) Ηλιοπούλου (1908-1985) ήταν έως το 1934 σύζυγος του γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ (1891-1945) και ιδιοκτήτρια της γκαλερί «Studio».
58. «Ελληνική πνευματική κίνηση: Ο Μανουήλ Πανσέληνος στις Εκδόσεις Αθηνών. Τι λένε ο κ. Ζαχαρίου και ο κ. Τάσσος», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 21, Σεπτέμβριος 1956, σ. 261.
59. Ό.π., σ. 260.
60. «Οι “Εκδόσεις Αθηνών”», Περ. Νέα Εστία, τχ. 701, 15 Σεπτεμβρίου 1956, σ. 1301.
61. «Ελληνική πνευματική κίνηση: Ο Μανουήλ Πανσέληνος στις Εκδόσεις Αθηνών», ό.π., σ. 261.
62. «Εκθέσεις», ό.π., τχ. 702, 1 Οκτωβρίου 1956, σ. 1374.
63. Περ. Η Τέχνη στη Θεσσαλονίκη, τχ. 7, Οκτώβριος 1956, σ. 100• τχ. 10, Ιανουάριος 1957, σ. 8• εφ. Μακεδονία, 1 Δεκεμβρίου 1956.
64. Περ. Ζυγός, τχ. 13, Νοέμβριος 1956, σ. 21.
65. «Ένα νεανικό έργο του Θεοτοκόπουλου. Η μοναδική εικόνα με υπογραφή του. Ανακοίνωσις του κ. Μαν. Χατζηδάκη», περ. Ζυγός, τχ. 8, Ιούνιος 1956, σ. 5.
66. Ανδρέου Ξυγγοπούλου, Αι τοιχογραφίαι των Αγίων Τεσσαράκοντα εις την Αχειροποίητον της Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1960 (ανάτυπο από την Αρχαιολογική Εφημερίδα, 1957, σ. 6-30, πίν. 2-5). Αναδημοσιεύεται στο Ανδρέα Ξυγγόπουλου, Θεσσαλονίκεια Μελετήματα (1925-1979), Θεσσαλονίκη 1999, σ. 418-446, πίν. 2-5.
67. Του ίδιου, Σχεδίασμα ιστορίας της θρησκευτικής ζωγραφικής μετά την Άλωσιν, Αθήνα 1957, σ. η’.
68. Περ. Ζυγός, ό.π., τχ. 21, Ιούλιος 1957, σ. 3.
69. Για τον Άγγελο (15ος αι.) βλ. Μανόλη Χατζηδάκη, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), τ. 1, Αθήνα 1987, σ. 147-154.
70. Του ίδιου, «Φορητές εικόνες», στο Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, γενική εποπτεία Αθανάσιος Δ. Κομίνης, Αθήνα 1988, σ. 113.
71. Για τον Εμμανουήλ Σκορδίλη (αρχές Ι7ου-τέλος Ι7ου αι.) βλ.λ εξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, ό.π., τ. 4, Αθήνα 2000, 177-178 (Γιάννης Ρηγόπουλος).
72. Μανόλη Χατζηδάκη, ό.π., σ. 124-125.
73. Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, Η Παρηγορήτισσα της Άρτης, Αθήνα 1963, σ. 108, 109, 110.
74. ‘Ο.π., σ. 109, 110, εικ. 120, 121.
75. ‘Ο.π., σ. 109.
76. ‘Ο.π., σ. 5.
77. Ανδρέου Ξυγγοπούλου, Νεώτεραι έρευναι εις τον Αγιον Νικόλαον Ορφανόν Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1964 (ανάτυπο από τα Μακεδονικά, τ. ΣΤ’, 1964, σ. 90-98, πίν. Α’-Β’). Αναδημοσιεύεται στο Ανδρέα Ξυγγόπουλου, Θεσσαλονίκεια Μελετήματα (1925-1979), ό.π., σ. 448-456, πίν. Α’-Β’.
78. Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, «Βυζαντινά μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας», περ. Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. Θ’, τχ. 1, σ. 10, σημ. 1.
79. Μανόλη Χατζηδάκη, ό.π., σ. 112-113.
80. ‘Ο.π., σ. 108-109.
81. ‘Ο.π., σ. 110-111.
82. Για τον Μιχαήλ Δαμασκηνό (π. 1530/35-1592) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, ό.π., τ. 1, Αθήνα 1997, σ. 335- 337 (Μαρία Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου).
83. ‘Ο.π., σ. 119.
84. Βλ. Δημήτρη Παυλόπουλου, «Εγχείρημα αντιγραφής του Πανσέληνου», ό.π., σ. 30.
85. Γιώργη Πετρή, «Η έκθεση Ειρήνη και Ζωή. Μια ευτυχισμένη καλλιτεχνική εκδήλωση», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τ. ΙΕ’, τχ. 85, Ιανουάριος 1962, σ. 142.
86. Μανόλη Χατζηδάκη, ό.π., σ. 114-115.
87. Για τον Ανδρέα Ρίτζο (π. 1421-92-1503) βλ. Μανόλη Χατζηδάκη, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450- 1830), τ. 2, Αθήνα 1997, σ. 324-332.
88. Του ίδιου, «Φορητές εικόνες», ό.π., σ. 109.
89. ‘Ο.π., σ. 111.
90. ‘Ο.π., σ. 117-118.
91. ‘Ο.π., σ. 106-107.
92. Ηλία Κόλλια, «Τοιχογραφίες», στο Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, ό.π., σ. 366, σημ. 10.
93. Με το ΒΔ 550/1965. Βλ. περ. Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 21, 1966, Β1’- Χρονικά, 1968, σ. 16-17 (Μανόλης Χατζηδάκης).
94. Για τον Τάσο Μαργαριτώφ (γ. 1925) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 3, ό.π., σ. 58 (Ειρήνη Σαββανή).
95. Για τον Σταύρο Μπαλτογιάννη (γ. 1929) βλ. ό.π., σ. 180 (Γιώργος Κακαβάς).
96. Για τον Γιάννη Κολέφα (1927-1986) βλ. ό.π., τ. 2, σ. 230-231 (Νίκος Ζίας).
97. Για την Μαρία Ρουσέα-Μπάρμπα (γ. 1929) βλ. ό.π., τ. 4, σ. 110 (Γιάννης Γαλερίδης).
98. Ανδρέου Ξυγγοπούλου, Η παλαιοχριστιανική τοιχογραφία της Ρωμαϊκής Αγοράς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1977 (ανάτυπο από τα Βυζαντινά, τ. 9, 1977, σ. 409-418, πίν. XXXIV-XXXIX). Αναδημοσιεύεται στο Ανδρέα Ξυγγόπουλου, Θεσσαλονίκεια Μελετήματα (1925-1979), ό.π., σ. 557-563, πίν. XXXIV-XXXIX.
99. Περ. Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 21, 1966, Β’1 - Χρονικά, 1968, σ. 18 (Μανόλης Χατζηδάκης).
100. ‘Ο.π., σ. 21 (Μανόλης Χατζηδάκης). Για τον Γεώργιο Μάρκου (1719-1746) βλ. Μανόλη Χατζηδάκη, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση, ό.π., σ. 173-174.
101. ‘Ο.π., σ. 25 (Μανόλης Χατζηδάκης).
102. ‘Ο.π., σ. 27 (Μανόλης Χατζηδάκης).
103. ‘Ο.π., σ. 28-29 (Μανόλης Χατζηδάκης).
104. Ό.π., σ. 28, σημ. 57 (Μανόλης Χατζηδάκης).
105. ‘Ο.π., σ. 29 (Μανόλης Χατζηδάκης).
106. ‘Ο.π.
107. ‘Ο.π., σ. 30 (Μανόλης Χατζηδάκης).
108. ‘Ο.π., σ. 35 (Μανόλης Χατζηδάκης).
109. Περ. Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 22, 1967, Β’1 - Χρονικά, 1968, σ. 17 (Μανόλης Χατζηδάκης).
110. ‘Ο.π., σ. 18 (Μανόλης Χατζηδάκης).
111. ‘Ο.π., σ. 28 (Μανόλης Χατζηδάκης).
112. ‘Ο.π., σ. 29 (Μανόλης Χατζηδάκης).
113. ‘Ο.π.
114. ‘Ο.π., σ. 31 (Μανόλης Χατζηδάκης).
115. ‘Ο.π., τ. 24, 1969, Β’1 - Χρονικά, 1970, σ. 169-170 (Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος).
116. Για τον Γιώργη Δήμου (Λούη, Νότη, Dimos (γ.1911) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 1, ό.π., σ. 364-365 (Ανδρέας Δεληβορριάς).
117. ‘Ο.π., σ. 365.
118. Περ. Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, τ. 1, 1968, σ. 238-240 (Νικόλαος Ζίας).
119. Περ. Αρχαιολογικόν Δελτίον, ό.π., Β’2 - Χρονικά, 1970, σ. 15 (Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος).
120. ‘Ο.π.
121. ‘Ο.π.
122. ‘Ο.π.
123. Ό.π.
124. ‘Ο.π., σ. 16.
125. Ό.π.
126. Ό.π.
127. ‘Ο.π., Β’1, σ. 170 (Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος).
128. Για τον Στέλιο Τριάντη (1931-1999) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, ό.π., τ. 4, σ. 314 (Δώρα Μαρκάτου).
129. Περ. Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 25, 1970, Β’Ι - Χρο νικά, 1972, σ. 16 (Μύρων Μιχαηλίδης).
120. ‘Ο.π.
130. ‘Ο.π., σ. 19 (Μύρων Μιχαηλίδης).
131. ‘Ο.π., σ. 20 (Μύρων Μιχαηλίδης).
132. Ό.π.
133. ‘Ο.π.
134. ‘Ο.π.
135. ‘Ο.π.
136. ‘Ο.π.
137. ‘Ο.π.
138. ‘Ο.π., τ. 26, 1971, Β’2 - Χρονικά, 1974, σ. 362 (Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου).
139. ‘Ο.π., Β’1, 1972, σ. 21 (Μύρων Μιχαηλίδης).
140. ‘Ο.π.
141. ‘Ο.π.
142. ‘Ο.π., σ. 22 (Μύρων Μιχαηλίδης).
143. ‘Ο.π.
144. ‘Ο.π., σ. 25 (Μύρων Μιχαηλίδης).
145. ‘Ο.π., σ. 246 (Παύλος Λαζαρίδης).
146. ‘Ο.π., τ. 27, 1972, Β’1 - Χρονικά, 1977, σ. 496 (Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου).
147. Μανόλη Χατζηδάκη, «Φορητές εικόνες», ό.π., σ. 118.
148. Για τον Ιωάννη Απακά (τέλη 16ου – αρχές 17ου αι.) βλ. Μανόλη Χατζηδάκη, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), τ. 1, ό.π., σ. 175-177.
149. Του ίδιου, «Φορητές εικόνες», ό.π., σ. 121-122.
150. Πνευματικόν Κέντρον Δήμου Αθηναίων - Πινακοθήκη, Έλληνες ζωγράφοι & γλύπται του εικοστού αιώνος ,Κατάλογος, 1974, σ. 14, αρ. 27.
151. Για τον Θεόδωρο Πουλάκη (π. 1620-1692) βλ. Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, τ. 4, ό.π., σ. 59-61 (Γιάννης Ρηγόπουλος).
152. Μανόλη Χατζηδάκη, ό.π., σ. 125-126.
153. Ανδρέου Ξυγγοπούλου, Η τοιχογραφία του Μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου εις τους Αγίους Αποστόλους Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1975-1976 (ανάτυπο από το Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τ. Η’, 1975-1976, σ. 1-18, πίν. 1-5). Αναδημοσιεύεται στο Ανδρέα Ξυγγόπουλου, Θεσσαλονίκεια Μελετήματα (1925-1979), ό.π., σ. 531-553, πίν. 1-5.
154. ‘Ο.π., σ. 1. Αναδημοσιεύεται. στο Ανδρέα Ξυγγόπουλου, ό.π., σ. 531.
155. Περ. Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 32, 1977, Β’1-Χρονικά, 1984, σ. 236 (Νίκος Νικονάνος).
156. ‘Ο.π., τ. 33, 1978, Β’1 - Χρονικά, 1985, σ. 250 (Νίκος Νικονάνος).
157. ‘Ο.π.
158. ‘Ο.π., σ. 251 (Νίκος Νικονάνος).
159. ‘Ο.π., σ. 252 (Νίκος Νικονάνος).
160. Μανόλη Χατζηδάκη, ό.π., σ. 118-119.
161. Για τον Τωμίο Βαθύ ή Βαθά (Θωμά Μπαθά) βλ. Μανόλη Χατζηδάκη, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), τ. 2, ό.π., σ. 215-218.
162. Μανόλη Χατζηδάκη, ό.π., σ. 120-121.
163. ‘Ο.π., σ. 123.
164. ‘Ο.π., σ. 124.
165. Μανόλη Ανδρόνικου, Βεργίνα. Οι βασιλικοί τάφοι και οι άλλες αρχαιότητες, Αθήνα 1991, σ. 12• του ίδιου, Το χρονικό της Βεργίνας, ό.π., σ. 90-91, 100, 104, 179, 189, 213, 217.
166. ‘Ο.π. σ. 90.
167. Στον δακτυλογραφημένο κατάλογο της έκθεσης έχει προστεθεί χειρόγραφο το όνομα Ζαχαρίου —αγοράστηκε από τον Φώτη για τον κουνιάδο του Αναστάσιο Πηλιχό και βρίσκεται στον Πύργο.
168. Στον δακτυλογραφημένο κατάλογο της έκθεσης έχει προστεθεί χειρόγραφο το όνομα Σαββίδης —υπονοείται ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης († 1995), αλλά ο γιος του Μανόλης που είχε την καλοσύνη να ερευνήσει για το έργο δεν το εντόπισε.
169. Στον δακτυλογραφημένο κατάλογο της έκθεσης έχει προστεθεί χειρόγραφη η λέξη Τράπεζα —υπονοείται το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, που αγόρασε το έργο για τη Συλλογή του.
170. Στον δακτυλογραφημένο κατάλογο της έκθεσης έχει προστεθεί χειρόγραφο το όνομα Λεβέντης —υπονοείται το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, που αγόρασε το έργο.
171. Ευχαριστώ από τη θέση αυτή την ιδιοκτήτρια της γκαλερί Ελένη Καλλιγά για την έρευνα στο αρχείο της και τη διάθεση του καταλόγου.
172. Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», Οι Καλλιτέχνες του Μετς. Απάρτης-Ζαχαρίου-Καπράλος-Μαγγιώρου-Μακρής-Μηταράκης-Τάσσος-Χουτοπούλου, Αίθουσα «Α. Τάσσος», Αρδηττού 34 - Μετς, Αθήνα 2001, σ. 7, 8, 14.
173. Βλ. εδώ παραπάνω, σ. 38.
174. Ο όρος, ο οποίος στην περίπτωση του Φώτη Ζαχαρίου —που πρότασσε μιαν ολόκληρη ζωή την ιδιότητα του συντηρητή από εκείνη του ζωγράφου— είναι πιο σωστός από τον συνήθως χρησιμοποιούμενο αντίστροφο του (ζωγράφος-συντηρητής), ανήκει στον ακριβολόγο Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο, Η Παρηγορήτισσα τηςΆρτης, ό.π., σ. 5.
175. Για την αρχαία τεχνική της εγκαυστικής —ζήτημα ανοιχτό ακόμα για την έρευνα—, που περιγράφει ο Γάιος Πλίνιος Σεκούνδος ο επιλεγόμενος Πρεσβύτερος (23/24 μ.Χ.-79 μ.Χ.) στο 35ο βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας του, βλ. γενικά Ανδρέα Φωκά, «Εγκαυστική», Υλικά και τεχνική στη ζωγραφική. Μολύβια, κραγιόν, κάρβουνο, παστέλ, λαδοπαστέλ, σινική, ακουαρέλα, τέμπερα, αυγοτέμπερα, λαδοαυγοτέμπερα, κόλλες, ακρυλικά, πλαστικά, κερί, σμάλτο, ντούκο, λάδι, Έντυπο Έκθεσης, Γράμματα - Τέχνες «Άποψη», 20 Νοεμβρίου 1986 - 30 Ιανουαρίου 1987, Αθήνα 1986, χ.σ.• Πλίνιου του Πρεσβύτερου, Περί της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, 35ο Βιβλίο της «ΦυσικήςΙστορίας». Μετάφραση από τα λατινικά: Τάσος Ρούσσος - Αλέκος Βλ. Λεβίδης. Πρόλογος - Σημειώ-σεις - Επιμέλεια ύλης: Αλέκος Βλ. Λεβίδης, Αθήνα 1994, σ. 454-464• Ευφροσύνης Δοξιάδη, Τα πορτρέτα του Φαγιούμ, ό.π., σ. 95-98. Ειδικά για την παρασκευή του κεριού, που χρησιμοποιούσε ο Φώτης Ζαχαρίου, μια ιδέα παίρνουμε από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ό.π., σ. 464: «Το κερί της Καρχηδόνας παρασκευάζεται με τον εξής τρόπο: Αφήνουν το κίτρινο κερί καιρό να αεριστεί, ύστερα βράζεται με θαλάσσιο νερό από το ανοιχτό πέλαγος στο οποίο έχει προστεθεί νίτρο. Μετά μ' ένα κουτάλι βγάζουν τον "ανθό", δηλαδή το πιο λευκό μέρος του, και το χύνουν σ' ένα σκεύος που περιέχει λίγο κρύο νερό. Τότε το βράζουν από μόνο του (το άνθος) σε θαλασσινό νερό και κατόπιν κρυώνουν το σκεύος με νερό. Αφού αυτό έχει γίνει τρεις φορές, στεγνώνουν το κερί στο ύπαιθρο με ήλιο και με φεγγάρι για πολύ καιρό πάνω σ' ένα σχοινένιο στρώμα. Το φεγγάρι το ασπρίζει, και ο ήλιος το στεγνώνει, και για να το εμποδίσουν από το να λιώσει, το σκεπάζουν μ' ένα λεπτό πανί από λινό. Γίνεται πραγματικά πάλλευκο αν μετά την έκθεση του στον ήλιο το ξαναβράσουν». Για το κερόνεφτο, που συνήθιζε ο Φώτης Ζαχαρίου, βλ. Φωτίου Κόντογλου, αγιογράφου, Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας μετά πολλών σχεδίων χαι εικόνων, τ. 1: Τεχνολογικόν και Εικονογραφικόν, Αθήνα 3 1993, σ. 19: «Οι παλαιοί έλυωναν το κερί εις το πυρ, διότι δεν ημπορούσαν να κάμουν αλλέως, επειδή δεν είχον εκείνον τον καιρόν το τερεβινθέλαιον, ήγουν νέφτι, το οποίον έχομεν σήμερον, και με το οποίον διαλύομεν τον κηρόν, ξύνοντάς τον εις ψιλά ξύσματα, και βάζοντας τα εις ένα μπουκάλι με νέφτι. Δια να κάμης τούτο το μίγμα, βάλε ξυσμένον κερί, και δεκαπλάσιον νέφτι, και γίνεται καλόν. Ημπορείς να κάμης αυτό το κερόνεφτον πηκτότερον ή αραιότερον, κατά την επιθυμίαν σου. Στάξε και ολίγον λινέλαιον του ηλίου, και ανακάτωσε το καλά, και με αυτό άρτυσε (ετοίμασε) τα χρώματα σου, αντί του αυγού, και ζωγράφιζε». Για τον δεύτερο τόμο του βιβλίου αυτού του Κόντογλου ο Φώτης Ζαχαρίου παραχώρησε φωτογραφίες, και ο συγγραφέας τον ευχαριστεί (ό.π., σ. ιη')•
176. Ο Τώνης Σπητέρης («Η ελληνική τέχνη», περ. Νέα Εστία, τχ. 683, Χριστούγεννα 1955, σ. 451) γράφει ότι ο Φώτης Ζαχαρίου ανήκει σε ομάδα ζωγράφων —στην οποία εντάσσει και τους Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Νικολάου και Γιώργο Σικελιώτη— που «διατηρώντας ορισμένα γνωρίσματα της σύγχρονης τέχνης, στην τεχνική αναζητούν μια μορφή που να συνδέεται περισσότερο με τη ντόπια κληρονομιά και βασίζονται σε αξίες παρμένες από την ανατολική, ελληνιστική, βυζαντινή ή λαϊκή παράδοση». Ο Φώτος Γιοφύλλης (Ιστορία της νεοελληνικής τέχνης [ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής] 1821-1941, τ. Β', Αθήνα 1963, σ. 444) παρατηρεί για τον Φώτη Ζαχαρίου ότι «καταγίνεται και στη Βυζαντινή τεχνική».
177. Στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, σύμφωνα με έγγραφο του (Αριθμ. Πρωτ. 1027/6.3.2002) που απαντά σε αίτηση μας (Αριθμ. Πρωτ. 1027/1.3.2002), βρίσκονται επτά αντίγραφα των ψηφιδωτών προφητών από τον τρούλο της Παρηγορήτισσας Άρτας —Προφήτης Ααρών (Τ 14), Προφήτης Ιερεμίας (Τ 15), Προφήτης Ηλίας (Τ 16), Προφήτης Σοφονίας (Τ 17'),Προφήτης 1ωήλ (Τ 18),ΠροφήτηςΕλισσαίος (Τ 19) και ΠροφήτηςΜωυσής (Τ 20)— και δύο αντίγραφα τοιχογραφιών του Πρωτάτου —Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης (Β.Μ. 7607, Τ 86 [2659]) και Θεραπαινίς από το Γενέσιον της Θεοτόκου (Β.Μ. 7608, Τ 126 [2660]), που περιήλθαν στο μουσείο χάρη στην κληρονομιά Ανδρέα Ξυγγόπουλου τον Ιανουάριο του 1980. Από το ίδιο έγγραφο προήλθε και η πληροφορία ότι ο Φώτης Ζαχαρίου εργάστηκε το 1930-31 ως συντηρητής στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
178. Συλλογή Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, εισαγωγή-σχολιασμός-τεκμηρίωση Ματούλα Σκαλτσά, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 70.
179. Έργα του είχε χαρίσει στους βυζαντινολόγους συνεργάτες του Ανδρέα Ξυγγόπουλο, Μανόλη Χατζηδάκη (σήμερα στην κατοχή της κόρης του, βυζαντινολόγου Νανώς Χατζηδάκη), Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου και Νίκο Ζία. Εξάλλου στη Συλλογή του γερού λόγιου δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Θ. Παπαλεξάνδρου, που φαίνεται ότι από τη θέση του γενικού γραμματέα του Δήμου Αθηναίων (1934-41) είχε υποστηρίξει τον Φώτη, όπως και άλλους καλλιτέχνες, βρίσκονταν μία σύνθεση (1937, ελαιογραφία, 27 x 17 εκ.), —να ταυτίζεται άραγε με την Αγροτική ζωή, το πρώτο έργο του Φώτη στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938;— το Κοντοπήγαδο της τέταρτης έκθεσης (1939) της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» (1938, ελαιογραφία, 32 x 32 εκ.), δημοσιευμένο στο περ. Νέα Εστία (τχ. 291,1 Φεβρουαρίου 1939, σ. 202), δύο —θαυμαστά στη μικρογραφική διακόσμηση τους— ξύλινα κουτιά για μάρκες πόκερ (1936, 14 x 20 x 5,5 εκ.• 1939, 22,5 x 27 χ 7,5 εκ.), δύο ζωγραφισμένα κηροπήγια και ένα επίσης ζωγραφισμένο πορτατίφ. Ο Φώτης είχε ακόμα αγιογραφήσει οικογενειακά παρεκκλήσια (Λεβέντη, Κύπρος• Φλέγγα, Κηφισιά).
180. Στη Νέα Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση (τ. 16,1978/80, σ. 355) και στη Μεγάλη Γενική Εγκυκλοπαίδεια «Υδρία» (τ. 25, 1983, σ. 373) ο Φώτης φέρεται γεννημένος το 1910, ενώ ο Τώνης Σπητέρης (ό.π., σ. 94) τον φέρει γεννημένον το 1910-1913 (!). Στο Saur Allgemeines Künstlerlexikon. Bio-bibliographischer lndex A-Z (τ. 10, 2000, σ. 688), λεξικογραφείται με πρώτη αναφορά το 1851 (!) και παραπομπή στον Στέλιο Λυδάκη, Λεξικό των Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (16ος-20ός αιώνας), Αθήνα 1976 [ = Οι Έλληνες ζωγράφοι, τ. 4]. Όμως στο λήμμα του δεύτερου αυτού λεξικού (σ. 120) δεν υπάρχει καμιά τέτοια χρονολογία.
|
|
|