συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΣΚΙΝΑ

Παύλος: Η ανακάλυψη ενός διαφορετικού είδους ζωγραφικής


Αντικείμενα υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα.........
Είναι ο κόσμος του ανθρώπου, εκεί όπου μετριέται και καθορίζεται η ανθρωπιά του εκκινώντας από την ανάμνηση των χειρονομιών του: ο χρόνος καταλαμβάνεται από συμβάσεις; άλλη δεν έχει στη ζωή του άλλην αυτοδυναμία ο άνθρωπος από αυτήν που εντυπώνει στα άψυχα πλάθοντας και δουλεύοντάς τα.
Roland Barthes (1)



Το βλέμμα μας γλυστράει καθημερινά πάνω στα αντικείμενα που μας περιτριγυρίζουν, που αποτελούν το μικρόκοσμό μας. Η πληθώρα των λειτουργικών αντικειμένων συμπληρώνεται από μία σειρά άλλων αντικειμένων που, έχοντας δημιουργηθεί κάτω από διαφορετικές συνθήκες και έχοντας αποδυθεί τον αυστηρά πραγματικό τους χαρακτήρα, έχουν αναχθεί, μέσα από την πράξη της δημιουργίας, σε έργα τέχνης.
Το έργο τέχνης, όμως, δεν είναι απλά και μόνο εμπράγματη μίμηση ή απόδοση μίας ιδέας δια της αντιλήψεως, της γνώσεως και της εμπειρίας αλλά και αναπαράσταση, υλοποίηση, δημιουργία. Αυτό είναι ένα θέμα που εξ' ορισμού τίθεται στη φιλοσοφία και την ιστορία της τέχνης και, ειδικότερα, από την Αναγέννηση με τον Vasari και τον Alberti, στη συνέχεια με τον Descartes, τον Kant, τον Hegel και τον Goethe και σήμερα με τον W Benjamin, τον Τh. Adorno, τον Francois Chatelet, τον R. Barthes, τον J. Baudrillard, μεταξύ άλλων.

Λίγο πριν το τέλος του αιώνα μας και πριν φτάσουμε να μιλάμε για αποϋλοποίηση του έργου τέχνης, ζήσαμε περιόδους όπου ο υλικός και πραγματικός χαρακτήρας του έργου δεν υπήρξε μόνο καθοριστικός, αλλά ταυτίστηκε και με το ίδιο το έργο τέχνης. Στη δεκαετία του '60 δύο μεγάλα καλλιτεχνικά κινήματα έφεραν στο προσκήνιο τη γοητεία που εξασκούσε στον κόσμο των Καλών Τεχνών το καθημερινό αντικείμενο, ως λατρευτική σχεδόν εικόνα της μεταβιομηχανικής εποχής. Βέβαια, το χρηστικό αντικείμενο, κάτω από το νέο όρο ready made, είχε ήδη μετουσιωθεί σε έργο τέχνης από τον Marcel Duchamp. O Pierre Restany ονόμασε την ομάδα των Ευρωπαίων καλλιτεχνών που υποστήριξαν αυτόν ακριβώς το ρεαλιστικό χαρακτήρα του έργου τέχνης Nouveaux Realistes, Νέους Ρεαλιστές ενώ σχεδόν παράλληλα, ως στίγμα του ήδη υπό ομογενοποίηση καταναλωτικού δυτικού πολιτισμού μας, εμφανίστηκε και στις Η.Π.Α η Pop Art. Οι Νέοι Ρεαλιστές επενέβησαν με χίλιους τρόπους στο χρηστικό αντικείμενο, το χρησιμοποίησαν ατόφιο, τόνισαν τον κοινότοπό του χαρακτήρα, το αναμόρφωσαν, το εξομοίωσαν με το διαφημιστικό προϊόν, το μεταποίησαν, το ανήγαγαν σε σύμβολο, το προίκισαν με μια διάσταση ταυτόχρονα μαγική και ειρωνική, εφόσον παράλληλα δεν έπαψαν να τονίζουν την προέλευση του ως απόρριμμα από τη βιομηχανική κοινωνία. Στο έργο τους μία ιδιαίτερη θέση κατέχει η χρησιμοποίηση και η επεξεργασία της αφίσσας με όλες τις αναπόφευκτες αναφορές στην τυπογραφία και τη διαφήμιση.

Ο Παύλος είναι από τους καλλιτέχνες της γενιάς του '60 που με τις δημιουργίες τους συνετέλεσαν ουσιαστικά στη μετουσίωση του κατασκευασμένου αντικειμένου σε έργο τέχνης. Εντάχθηκε εύκολα στο πνεύμα και το κλίμα των Νέων Ρεαλιστών, διότι, ήδη από την ταραγμένη δεκαετία του '60, βρήκε τα μορφοστοιχεία του στα κακέκτυπα αφισσών, στα παλιά περιοδικά και στα βιβλία, στο χώρο των "άχρηστων βιομηχανικών υλικών", ενώ, παράλληλα, δεν έκανε κάτι περισσότερο ή λιγότερο από το να αναπαριστά πιστά και με μέσα και μέθοδο συγγενή με τα ΜΜΕ και τις διαφημίσεις, εικόνες και προϊόντα του σύγχρονου κόσμου, αλλά και της ίδιας της φύσης. Στα πρώτα του έργα, εκεί που τοποθετείται και η έρευνα των υλικών του, ο Παύλος φτιάχνει με την επάλληλη εναποθέτηση λωρίδων, συνθέσεις αφηρημένες, οργανωμένες επιφάνειες αρχικά γεωμετρικές και, στη συνέχεια, μορφές μπαρόκ που προβάλλουν τον ογκομετρικό χαρακτήρα μιας πρωτότυπης ζωγραφικής πράξης. Γύρω στο 1965 οι μορφές αυτές γίνονται πιο αναγνωρίσιμες και, τέλος, ξεκάθαρες, αναπαριστώντας τοπία και αντικείμενα.

Διατηρώντας μία πηγαία δημιουργικότητα, που κάπου θυμίζει και, μάλλον, πολλά οφείλει στις πρωτόλειες κατασκευές παιχνιδιών που έκανε παιδί στα Φιλιατρά, ο Παύλος έδωσε από την αρχή της καλλιτεχνικής του διαδρομής, έργα μεστά από ευρήματα και με εγγεγραμμένα στο σώμα τους την αγάπη για το καθημερινό, το κοινότοπο, το ευτελές, με λίγα λόγια, την αγάπη για τη ζωή. Ευθυγραμμισμένος θεματικά αφενός με το έργο των μεγάλων της νεκρής φύσης, των Φλαμανδών, του Melendez, του Chardin, του Cezanne ή του Morandi και αφετέρου με αυτό των τοπογράφων των Κάτω Χωρών, πλησίασε με τον ίδιο σεβασμό τα άψυχα, τετριμμένα αντικείμενα αλλά και όψεις της φύσης και αποκάλυψε, όπως και αυτοί, τη μυστική, γοητευτική πλευρά τους.

Στο έργο του Παύλου, η διαδικασία της απεικόνισης μετράει περισσότερο από το ίδιο το απεικονιζόμενο αντικείμενο. Κι αυτό γιατί τα έργα του, παρόλο που είναι αντίγραφα της καθημερινότητάς μας, είναι φτιαγμένα για να επαναπροσδιορίσουν την έννοια του έργου τέχνης, καθώς ο Παύλος, σε αντίθεση με έναν παραδοσιακό καλλιτέχνη που αναπαριστά ρεαλιστικά ένα αντικείμενο στον πίνακα ή το γλυπτό του, επιδιώκει να δώσει σάρκα, ύλη στη γενική ιδέα του προς αναπαράσταση αντικειμένου. Μέσα από μια ενδιαφέρουσα εννοιολογική προσέγγιση, δεν προσπαθεί να απεικονίσει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά να το απογυμνώσει, να του ακυρώσει τον όποιο λειτουργικό του χαρακτήρα. Αυτό που, τελικά, προτείνει δεν είναι ένα νέο αντικείμενο. Είναι περισσότερο το είδωλο μιας ιδέας, ένας ορισμός.

Τα έργα του Παύλου ανακαλούν την πραγματικότητα, αλλά, ωστόσο, διαφέρουν από αυτή γιατί αποτελούν μιαν άλλη οντότητα. Η εμφανής σχέση που προκλητικά έχουν με τα πρότυπά τους, αντί να προβάλλει έναν εκλαϊκευμένο, τυποποιημένο χαρακτήρα, τονίζει τη φύση τους ως πολιτισμικά προϊόντα. Γίνονται, δηλαδή, σιωπηλοί μάρτυρες, απόηχοι μιας άλλης πραγματικότητας. Γιατί ενώ παραμένουν αναγνωρίσιμα, ενώ μοιάζουν να προέρχονται από μια δεδομένη μήτρα - καλούπι , έχουν χάσει ως αντικείμενα τις απαραίτητες ιδιότητες και εξαρτώνται εμφανώς από άλλες συνθήκες προέλευσης και νομοτέλειας. Το παιχνίδι το κερδίζουν, μεταξύ άλλων, γιατί χρησιμοποιούν την εντύπωση του οικείου και του αληθοφανούς, από την οποία κανένας δεν ξέφυγε, για να προβάλλουν με ένταση εικόνες που επικυρώνουν, τελικά, τη βαθύτερη διαφορά ανάμεσα στο απλό αντικείμενο και το έργο τέχνης.

Ο Παύλος διηγείται, με το δικό του ιδιότυπο ζωγραφικό τρόπο, μικρές ιστορίες, κομμάτια της καθημερινότητας. 'Οταν ζωγραφίζει τα παλτά, τις γραβάτες, τα εργαλεία του, τα καφάσια, τα δέντρα, τους κάμπους ή τις θάλασσές του, δε μιμείται αλλά προδίδει τις αδυναμίες, τις ευαισθησίες και το δημιουργικό όραμά του. Δεν τηρεί κριτική στάση έναντι των πραγμάτων απλά τα αποδέχεται μαρτυρώντας, έτσι, την αγάπη του για τη ζωή. Δημιουργεί, υπενθυμίζοντας τη σχέση του ποιητού με τον χειρώνακτα. Τα έργα του, παρόλο που αφήνουν να διαφαίνεται ο ορθολογιστικός, διαρθρωτικός, σχεδόν χειροτεχνικός τους χαρακτήρας και παρόλο που διατηρούν μία τόσο προφανή σχέση με την πραγματικότητα, είναι πάνω απ’ όλα αποκυήματα του νου του, που τους προσδίδει τέτοιες ποιητικές διαστάσεις, ώστε, τελικά, να μετατρέπονται σε αυθυπόστατα όντα. Δεν πρόκειται απλά για περίτεχνες, σκηνογραφικές κατασκευές. Το "πλέξιμο" του υλικού, παρά την ευρεία χρήση που του κάνει ο καλλιτέχνης, υπηρετεί την εικόνα, δεν την εγκλωβίζει. Αντίθετα, την απελευθερώνει, την επαναφέρει στο αρχέτυπο, στο στάδιο της ιδέας, στην έννοια του συμβόλου. Και γνωρίζουμε όλοι ότι τα κοινά ή προσωπικά σύμβολα, άσχετα με την όποια εικόνα τους, δεν είναι ποτέ μόνον αντικείμενα.
Η τρίτη διάσταση προσδίδει στα έργα του Παύλου έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, χωρίς, όμως, να θίγει τη ζωγραφικότητά τους. Όπως και τα λίγα δισδιάστατα κολλάζ που έχει κάνει, έχουν κι αυτά έναν χαρακτήρα πολυεπίπεδο. Ο Pierre Restany τον ενέταξε στο κίνημα των Νέων Ρεαλιστών, θεωρώντας ότι είναι φυσικό κομμάτι του, μια και χρησιμοποιεί έτοιμη την κομένη λωρίδα της αφίσσας. Όμως, εντόπισε από την αρχή την ιδιαιτερότητα της δουλειάς του : "......Τα πάντα μοιάζουν να είχαν ειπωθεί σε τούτο τον τομέα, ως τη στιγμή που παρουσιάστηκε ο Παύλος. Ο Παύλος επανεξέτασε το πρόβλημα στη βάση του. Μεταχειρίστηκε την αφίσσα σαν μάζα."(2) Αλλωστε και η σκιά, ζωγραφισμένη ή ως επακόλουθο του φωτισμού των έργων του τονίζει και αυτή το χωροτακτικό χαρακτήρα των έργων. Η συνήθης τοποθέτηση των τρισδιάστατων έργων του, πίσω από πλεξιγκλάς και η παράλληλη με την προστασία τους, λεία επιπεδότητα που το υλικό αυτό τους προσδίδει, δεν διαταράσσει την ιστορική πια θέση τους στο μεταίχμιο της ζωγραφικής και της γλυπτικής πράξης.

Όπως και ο Christo, ο Παύλος δεν είναι ένας καλλιτέχνης που ανήκει αυστηρά στο Νέο Ρεαλισμό, όπως δεν ανήκει και στη Pop Art, παρά τη μεγάλη συγγένεια που παρουσιάζει το έργο του και με τα δύο αυτά κινήματα. Γι’ αυτό, ίσως, και δεν συνδέθηκε άρρηκτα με κανένα από αυτά. Στόχος του ήταν πάντα η ανάγλυφη ζωγραφική απόδοση της μνήμης των πραγμάτων.

Η περιορισμένη επιλογή των θεμάτων του Παύλου, θα έπρεπε ίσως να προκαλεί εθισμό, ακόμη και αδιαφορία και η σύνθετη δομή των έργων του να ερεθίζει κυρίως την περιέργεια και, κατά συνέπεια, να αδρανοποιεί το συναίσθημα. Όμως, τουναντίον, τα έργα του Παύλου προξενούν πάντα χαρά και αποπνέουν ζωντάνια. Ο Παύλος με τα κοπίδια και τα ψαλίδια, τα χαρτιά, το σύρμα και τα κομφετί που επέλεξε ως μέσον για να οδηγηθεί έτσι σε μια νέα μέθοδο τρισδιάστατης ζωγραφικής, προτείνει εικόνες φορτισμένες και δυνατές, με αναγνώσιμη τη διττή φύση του αυθεντικού έργου τέχνης. Δημιούργησε έργα-αντικείμενα που αποτελούν ένα είδος φετίχ της τέχνης και που επιτυγχάνουν να εμπλέξουν το είναι με το φαίνεσθαι. Διότι, εκτός του ότι με το έργο του δείχνει να στρέφεται προς το φως, το χρώμα, τη ζωή, την καθημερινότητα και τον έξω κόσμο, επιπλέον εξωτερικεύει τον εσωτερικό του κόσμο, τις μνήμες, την τρυφερότητα και τις αλήθειες του. Και φαίνεται ότι οι αλήθειες και οι ευαισθησίες του συμπίπτουν με τις δικές μας. 'Ετσι εξηγεί γιατί συχνά τα έργα του και οι λίγες performances που έχει κάνει έχουν πείσει, ακόμη και δικαιώσει, όχι μόνο ανθρώπους της γενιάς του, αλλά και νεότερους. Γιατί η κοινωνική ισορροπία που αποκατέστησε το 1974 στην'Υδρα, χρησιμοποιώντας το κασελάκι του λούστρου, ανακούφισε, έστω και στιγμιαία πολλές συνειδήσεις. Γιατί οι κορδέλες περιτυλίγματος (bolduc), όταν έγιναν πίνακες στην Biennale της Βενετίας το 1980 παρηγόρησαν πολλούς "για τα δώρα που δεν πήραν μικροί".





Σημειώσεις

1. Roland Barthes, "Le Monde-Object", Essais Critiques Seuil, 1964 Paris.

2. Pierre Restany, Catalogue, Venice Biennale, I966.