συλλογές
αφιερώματα
χριστιανικά
μεσαιωνικά
χάρτες
ψηφιδωτά
χειρόγραφα
ζωγραφική
γλυπτική
εγκαταστάσεις/κατασκευές
χαρακτική
φωτογραφία
αρχιτεκτονική
σκίτσα/σχέδια
λαϊκές τέχνες
κριτικές/παρουσιάσεις

Designed by TemplatesBox
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ

Μάρκος Καμπάνης

Απόσπασμα από το βιβλίο Αγίου Σίμωνος του Αθωνίτου βίος και πολιτεία. Εικονογράφηση Μάρκος Καμπάνης, συγγραφή και διασκευή κειμένου Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, Άγιον Όρος 2000.


Λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα, νάσου κι έρχονται από μακριά, από τη Θεσσαλία ή από τη γειτόνισσα Μακεδονία, τρεις αδελφοί αρχοντάνθρωποι και πλουσιοντυμένοι για να δουν τον όσιο. Του εξομολογούνται τους λογισμούς τους, πέφτουν στα πόδια του και τον παρακαλούν να τους κάνει καλογέρους και να τους κρατήσει υποτακτικούς.

«Λες να είναι οι συνεργάτες για να χτιστεί το μοναστήρι, καταπώς όρισε η θεϊκή οπτασία;», συλλογίστηκε μέσα του ο όσιος. Δεν έστερξε όμως αμέσως να τους δεχτεί και πάσχιζε με κάθε τρόπο να τους διώξει. Κι εκείνοι οι ευλογημένοι, που ο Θεός τους είχε στείλει, δεν το κουνούσαν και του έλεγαν, «Δέξου μας εδώ λίγες μέρες για την αγάπη του Χριστού, κι αν δεν μείνεις ευχαριστημένος, τότε διώξε μας».
Μιλώντας έτσι, τον έπεισαν τον όσιο και τους κράτησε κοντά του υποτακτικούς. Κι ύστερα από την κανονική δοκιμασία, τους έκανε μοναχούς και ντύθηκαν οι τρεις αδελφοί το αγγελικό σχήμα. Αμέσως μετά, ο όσιος Σίμων τέλεσε λειτουργία και τους κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια του Χριστού. Κατόπιν πρόσταξε να στρώσουν τραπέζι και κάθισαν και γευμάτισαν. Κι όταν απόφαγαν, τώρα πια που τους είχε σαν γνήσια παιδιά του, τους διηγήθηκε εκτενώς τη θεϊκή οπτασία και τους όρκισε να μην πουν τίποτα σε κανέναν όσο εκείνος ζούσε. Στη συνέχεια τους λέει, «Τέκνα μου, είναι φανερό πως η πρόνοια του Θεού σας έστειλε εδώ για το σκοπό αυτόν, όχι μόνο για να σώσετε τις ψυχές σας, αλλά και για να φέρετε τα πλούτη σας, ώστε να χτιστεί το μοναστήρι σύμφωνα με τον θείο ορισμό. Πηγαίνετε, λοιπόν, βρείτε μαστόρους και φέρτε τους εδώ να το χτίσουν».

Πήγαν, τους βρήκαν, τους έφεραν. Κι ο όσιος τους έδειξε τον τόπο όπου είχε λογισμό να χτιστεί πρώτα η εκκλησία κι ύστερα το υπόλοιπο μοναστήρι. Βλέπουν εκείνοι πόσο απόκρημνη κι επικίνδυνη ήταν η τοποθεσία, «Μιλάς σοβαρά, αββά», του λένε, «ή αστειεύεσαι; των αδυνάτων αδύνατον να χτίσουμε εκεί πάνω. Δεν είναι μόνο η δική μας ζωή που θα κινδυνεύσει, αλλά και η ζωή εκείνων που θα κατοικήσουν σ’ αυτό τον τόπο». Και ο άγιος προσπάθησε με χίλιους δύο λόγους να τους κάνει ν’ αλλάξουν γνώμη δίχως να το κατορθώσει. Πρόσταξε λοιπόν να στρώσουν τραπέζι για να φάνε οι μαστόροι.

Την ώρα που τρώγανε και πίναν, ένας από τους μαθητές του όσίου, που όρθιος τους κερνούσε κρασί, δεν ξέρω πως, σκόνταψε κι έπεσε απ’ το βράχο στον βαθύ γκρεμό, κρατώντας στο ένα του χέρι την κανάτα με το κρασί και στο άλλο ένα ποτήρι γεμάτο. Σάστισαν οι μαστόροι και με θυμό είπαν στον όσιο, «Γιατί, αββά, επιχείρησες αυτό το πράγμα κι έγινες αιτία να σκοτωθεί ο αδελφός; Κι αν τυχόν είχαμε συμφωνήσει κι είχαμε αρχίσει το χτίσιμο, πόσοι και πόσοι δεν θα έχαναν τη ζωή τους;».

Ο άγιος δεν μιλούσε κι από τα βάθη της καρδιάς του προσευχόταν στην Κυρία Θεοτόκο για τη σωτηρία του μαθητή, για να μην εμποδιστεί το χτίσιμο του μοναστηριού από το φθόνο του πονηρού εχθρού. Και πριν περάσει μισή ώρα, νάτος κι έρχεται από την αντίθετη μεριά ο μαθητής που είχε πέσει στον γκρεμό, σώος κι αβλαβής χάρη στη βοήθεια της Παναγίας. Βαστούσε την κανάτα και το ποτήρι, κι όχι μόνον ήταν άθικτα κι ακέραια, αλλά δεν είχε χυθεί ούτε σταγόνα κρασιού. Παναγία δέσποινα, ποιος μπορεί να μιλήσει για τα θαύματά σου και να υμνήσει το μεγαλείο σου;

Οι μαστόροι που πριν είχαν αυθαδιάσει, είδαν το θείο αυτό θαύμα κι έφριξαν και τρόμαξαν κι έπεσαν στα πόδια του αγίου ζητώντας να τους συγχωρέσει. «Τώρα καταλαβαίνουμε, πάτερ», έλεγαν, «ότι είσαι άνθρωπος του Θεού». Και δεν μείνανε μοναχά στα λόγια, αλλά τον βάλανε και τους έκανε όλους μοναχούς.