|
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ
Ανδρέας Φωκάς
"Σημειώματα με αφορμή τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου"
Απόσπασμα από το βιβλίο του ζωγράφου Η Χαμένη Ενότητα των Πραγμάτων,
εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2001
Δείτε έργα του Ανδρέα Φωκά
Δεν ξέρω αν είναι ευρύτερα γνωστό ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν την όραση σαν την υψηλότερη των πέντε αισθήσεων, κυρίως μετά την εικονομαχία (εν μέρει ίσως λόγω αυτής) και ότι εξέχουσα θέση στις επιστήμες δίναν στη γεωμετρία και στις τέχνες στη ζωγραφική («Σοφίας τι χρήμα ζωγράφου χειρ»). Ίσως επίσης να μην είναι τόσο γνωστό ότι κύριο διακριτικό χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου από ένα άλλο θεωρούσαν το χρώμα κι όχι το σχήμα (1). Αυτό εξηγεί πιθανώς τους διαφορετικούς προπλασμούς που μετεχειρίζοντο στη ζωγραφική απόδοση των αντικειμένων, αντί του ενιαίου προπλασμού άλλων αντιλήψεων περί την ζωγραφικήν, που κυρίως επικράτησαν με την Ιταλική Αναγέννηση.
Η χρωματική αντίληψη του κόσμου, κι όχι η σχηματική, μπορεί να’ χει κάποια βαθύτερη σημασία, που ανάγεται σε αισθήσεις ζωής και θανάτου, και είναι εν μέρει κληρονομημένη στο Βυζάντιο από την ελληνορωμαϊκή εποχή, όπως κληρονομημένη εν μέρει είναι και η διά της εκτάσεως κι εντάσεως των ποικίλων χρωμάτων οριοθέτηση και σύνθεση της μορφής των αντικειμένων. Εκείνο όμως που μοιάζει να είναι μοναδικό στη βυζαντινή ζωγραφική είναι η αναγωγή των χρωμάτων και η σύνθεση των μορφών σ’ ένα ρυθμό τελείως διάφορο. Η ανάδειξη μέσα απ’ αυτόν τον ρυθμό ζωγραφικών συνθέσεων σε πλήρη εναρμόνιση και συνέχεια των αφηρημένων γεωμετρικών σχημάτων της αρχιτεκτονικής του ναού δημιουργεί μια αίσθηση δυναμικής ενότητας, που είναι ν’ απορείς και να θαυμάζεις για το είδος του πνεύματος που οδήγησε σ’ αυτήν.
Μου φαίνεται λίγο αστείο να λέμε, όπως ακούγεται συχνά σήμερα, ότι η Βυζαντινή τέχνη είναι πρωτόγονη ή παιδική, εκτός κι αν εννοούμε κάποια δεύτερη παιδικότητα, κάποιο δεύτερο πρωτογονισμό, ο οποίος όμως δεν έχει παρά εξωτερική μόνο σχέση και ομοιότητα με τον πρώτο. Άλλωστε αυτή η δεύτερη παιδικότητα και ο πρωτογονισμός είναι νομίζω τελική επιδίωξη όλης της Τέχνης.
Μία, ακόμα μεγαλύτερη, παρεξήγηση που γίνεται σήμερα είναι να λέμε ότι η Βυζαντινή Τέχνη είναι συμβολική, όπου τον συμβολισμό τον καταλαβαίνουμε μόνο σαν μια συσσώρευση καθιερωμένων και καθηγιασμένων σχημάτων, που κρύβουν κάποιο άλλο, συνήθως βαθύτερο, νόημα από εκείνο που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία ότι εν μέρει είναι έτσι, όπως άλλωστε συμβαίνει στην έκφραση κάθε θρησκείας. Αλλ’ αλλοίμονο αν ήταν μόνο έτσι, γιατί ο συμβολισμός της Βυζαντινής Τέχνης θα ήταν τότε τελείως εννοιοκρατικός και διακοσμητικός. Στην καλύτερη περίπτωση συναισθηματικός. Κλασσικό παράδειγμα τέτοιου συμβολισμού μου έρχεται πρόχειρα στο μυαλό εκείνος της Τέχνης του Ισλάμ ή ακόμα, με άλλο τρόπο βέβαια, εκείνος της «καθολικής» Εκκλησίας.
Ο ουσιαστικός νομίζω συμβολισμός της ζωγραφικής των Βυζαντινών και ειδικώτερα εκείνης του Πανσέληνου, είναι η διά του ρυθμού εσωτερική κίνηση του φωτός, που κατά τρόπο μυστηριώδη βρίσκει ασυνείδητα αναλογίες σε κάποιες κινήσεις της καρδιάς μας, έτσι που, χωρίς να μας αποκαλύπτεται, γίνεται αισθητή και γι’ αυτό πειστική η αλήθεια των εικονιζομένων. Αυτό δε μου φαίνεται κατορθωτό όταν το χρώμα, οι γραμμές, τα σχήματα, δεν βρίσκουν κάποια ισορροπία μεταξύ της προσλήψεως του φυσικού κόσμου στον οποίο ζούμε (κι απ’ αυτή την άποψη η Βυζαντινή Τέχνη είναι πολύ ρεαλιστική) και των ποικίλων ασυνειδήτων δυνάμεων που δρουν μέσα μας. Η ισορροπία αυτή είναι βέβαια επίτευγμα κάθε μεγάλης Τέχνης. Αλλά ειδικά στο Βυζάντιο και ειδικώτερα στο Πανσέληνο το επίτευγμα είναι σε βαθμό εξαιρετικά υψηλό, τόσο ώστε ακόμη και σήμερα να μη δυσκολεύεται να πει κανείς ότι η ζωγραφική αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο αχειροποίητη. Και πέραν του βαθμού, οι εσωτερικές δυνάμεις της ψυχής του καλλιτέχνη είναι τέτοιας ποιότητος, που μοιάζουν αν όχι να ακυρώνουν, να κάνουν τουλάχιστον άλλα επιτεύγματα στην Τέχνη να φαίνονται κίβδηλα. Αλλά γι’ αυτές τις δυνάμεις δεν είμαι καθόλου αρμόδιος να μιλήσω. Αρμόδιοι μου φαίνεται πρέπει να’ ναι οι θεολόγοι, θεολόγοι όμως που να’ ναι και λίγο ευαίσθητοι στα σπινθηρίσματα της ωραιότητας του προσώπου Του.
Ας μου συγχωρεθεί εδώ η λυρική αυτή έκφραση, μια και μπορεί ν’ αφήσει να εννοηθεί ότι μιλάω για κάποια ιδεαλιστική ωραιότητα,. Αλλ’ ουσιαστικά μιλάω για μιαν άλλη, που προέρχεται από μιαν παραδοχή και κατάφαση και στην ιδεαλιστικά ιδωμένη ασχήμια της ζωής, στην ιδεαλιστικά ιδωμένη ασυμμετρία και δυσαρμονία των φαινομένων. Αλλ’ αν ένας ζωγράφος σαν τον Πανσέληνο (και σ’ αυτό δε διαφέρει από τους άλλους Βυζαντινούς αγιογράφους) καταφέρνει να σηκώσει αυτή τη δυσαρμονία κι ασχήμια, το «προς αποφυγήν», και διά μέσου αυτής να δείξει την ωραιότητα του προσώπου Του, τότε που είναι η πραγματική ασχήμια; «Που σου Θάνατε το κέντρον; Που σου Άδη το νείκος;» Εδώ έχουμε μιαν ανατροπή αξιών του μυαλού και τω αισθημάτων, όχι όμως βίαιη κι εξουθενωτική, όπου το «ωραίο» συνυπάρχει με το «άσχημο», όπου παύουν οι κάθε είδους διακρίσεις, όπου τίποτα δε ξεχωρίζει εις βάρος κάποιου άλλου, όπου πρόσωπα, αντικείμενα, τοπία, συμβάλλουν εξίσου στον εσωτερικό ρυθμό των συνθέσεων αλληλοσυμπληρούμενα, αλληλοπεριχωρούμενα, όπου το «φυσικό» και το «αφύσικο» ανήκουν στην ίδια φύση, όπου ο κόσμος δηλαδή βρίσκεται «εν ετέρα μορφή». Είναι άραγε αυτή η μυστική τάξις της ωραιότητος του Χριστού; Και μήπως αυτή την τάξη δε πασχίζει να βρει ο άνθρωπος μέσ’ από τη Τέχνη από καταβολής κόσμου; Γι’ αυτό και κάθε μεγάλο επίτευγμα Τέχνης, άσχετα από την συνειδητή πίστη του καλλιτέχνη και πολλές φορές παρά την πίστη του ή ακόμη και την απιστία του, υποβάλλει ως ένα βαθμό αυτήν την ωραιότητα.
Έχω τη γνώμη ότι η αξία της Βυζαντινής Τέχνης και ειδικώτερα του Πανσέληνου έγκειται στην πληρότητα και καθολικότητα αυτής της υποβολής. Κι αυτό γίνεται, νομίζω, από μια στάση ζωής όπου η ψυχή του ανθρώπου έχει αποδεχτεί τα πάντα, όπου το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού έχει μαραθεί μέσα της, αφήνοντάς την έτσι να πλημμυρίσει έρωτα για όλα, και τα πιο ασήμαντα, και τα πιο «κακά». Αυτό πάλι σημαίνει κάποια αφάνταστη ανθρώπινη ψυχική επάρκεια. Τέτοια δεν έχω δει να φανερώνεται μέσα από κανένα άλλο επίτευγμα Τέχνης. Τώρα το πώς και γιατί, δεν είμαι σε θέση να το πω, και φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν στις μέρες μας (αν ποτέ υπήρχαν) πολύ έτοιμες συνταγές που να απαντούν ικανοποιητικά στο ερώτημα. Αλλά μπορεί και να κάνω λάθος.
Κανείς προκαθορισμένος νόμος δεν ισχύει στις τοιχογραφίες του Πρωτάτου. Εκεί που πάει κανείς να βγάλει κάποιο λογικό συμπέρασμα, έστω και μέσα στα πλαίσια κάποιας βυζαντινής λογικής (που στη πραγματικότητα σε κανένα μεγάλο έργο αυτής της Τέχνης δεν υπάρχει), ανακόπτεται από το αντίθετο συμπέρασμα που συνυπάρχει. Μιλάμε π.χ. γι’ ανάποδη προοπτική όπου το κέντρο φυγής βρίσκεται μπροστά κι όχι πίσω απ’ τη ζωγραφισμένη επιφάνεια (δες αρχιτεκτονήματα πάνω από τη μορφή της Παναγίας, πάνω και δεξιά της μορφής του Αγ. Ιωάννη στη σύνθεση της Σταύρωσης). Συγχρόνως βλέπουμε αντικείμενα που η προοπτική τους είναι «κανονική», το κέντρο φυγής πίσω απ’ την επιφάνεια (δες τα τείχη της πόλεως στην ίδια σύνθεση). Μιλάμε για δισδιάστατες επιφάνειες χωρίς όγκο, όπως στον χιτώνα του Χριστού στη σύνθεση της «Κρίσης του Πιλάτου», όπου όλος ο χιτώνας είναι ένα μονοκόμματο πράσινο λαδί χρώμα κι όπου οι πτυχώσεις δηλώνονται με ρυθμικές μαύρες γραμμές σαν κάποιο μεγάλο κινέζικο ιδεόγραμμα. Αμέσως δίπλα βλέπουμε την άσπρη πουκαμίσα του Χριστού σε πλήρη ανάδειξη του όγκου των πτυχώσεων. Ας αφήσουμε το πρόσωπο, τα μαλλιά και τα χέρια. Μιλάμε για τονικές αξίες όπου η απόδοση του φυσικού φωτός αποδίδεται μ’ ανοιχτότερους και σκουρότερους τόνους του ίδιου χρώματος. Βλέπουμε δίπλα τελείως άλλη αντίληψη, όπου το φως αποδίδεται με αντιθέσεις συμπληρωματικών χρωμάτων (δες χαρακτηριστικά τη μορφή της θεραπαινίδος και τα γύρω της αντικείμενα στο «Γενέσιο της Θεοτόκου»). Αλλού, στο ίδιο αντικείμενο ή πρόσωπο, συνυπάρχουν και οι δύο αντιλήψεις. Τελικά, μια συνεχής αυτοαναίρεση κάθε οπτικού νόμου, κάθε επιστημονικού συμπεράσματος. Ένας επίμονος ζωγραφικός αποφατισμός, διακοπτόμενος από συχνές καταφάσεις, έτσι που να μη μπορεί ούτε αυτός να γίνει κανόνας και νόμος, και γι’ αυτό να’ ναι πιο πραγματικός και πλήρης και πειστικός.
Όλ’ αυτά όμως τ’ αντιφατικά συνέχονται σε μια μυστηριώδη όσο και αναπόφευκτη θά’ λεγε κανείς ενότητα, όπου δεν υπάρχει τίποτα περιττό, αλλ’ όπου δεν μοιάζει να λείπει και τίποτα. Ας μου επιτραπεί να πω: μια τέλεια συνουσία των πάντων.
Κι αυτό μου φέρνει στη σκέψη το θέμα του ρυθμού, που’ ναι ίσως το βασικότερο στην Τέχνη, όσο ίσως και στη ζωή. Οι Βυζαντινοί μας έδειξαν πεντακάθαρα ότι πέραν του ρυθμού που επιτυγχάνεται μέσα από τη επανάληψη ενός στοιχείου, και που υπάρχει σ’ όλες τις πρωτόγονες εκφράσεις της Τέχνης (απ’ αυτήν την άποψη η Αρχαία Ελληνική Τέχνη είναι αρκετά πρωτόγονη), ρυθμός, διαφορετικός όμως, επιτυγχάνεται κι από την παραλλαγή (μέχρι εκεί φτάνουν οι Αρχαίοι Έλληνες) αλλά κι από την αντίθεση, ακόμα και την ασυνέχεια. Έτσι, μια καμπύλη σε σχέση με μιαν ευθεία, δίπλα σε μια τελείως διαφορετική καμπύλη και σε διαφορετική σχέση με άλλη ευθεία, μπορούν να δημιουργήσουν ρυθμό, ρυθμό όμως πολύ πιο δυναμικό κι εξελιγμένο από εκείνο των πρωτόγονων, που μοιάζει συγκριτικά κλειστός και στατικός. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ρυθμός επίσης επιτυγχάνεται και από τις καθαρά χρωματικές παραθέσεις, όπου οι κλιμακώσεις του κίτρινου π.χ. βρίσκονται σε ρυθμικές σχέσεις μ’ εκείνες του πράσινου ή του κόκκινου. Από τους Βυζαντινούς Αγιογράφους ξέρω πολύ λίγους όπου τα στοιχεία αυτού του ρυθμού αναδύονται τόσο έντονα και με τέτοια καθαρότητα όσο στον Πανσέληνο.
Ο ρυθμός όμως είναι κάτι που, όσο βασικό κι αν είναι, δεν εξηγείται (2). Είναι άραγε κάποια τάξις όπου ο χρόνος αναστέλλεται ή και αναιρείται; Αλλά πως και τι συνιστά αυτή την τάξη; Την αλήθεια της ζωής και του κόσμου δεν φαίνεται ανθρώπινο στόμα να μπορεί να ξεστομίσει, ούτε χέρι ανθρώπινο ν’ απεικονίσει. Εκείνο όμως που μπορεί ίσως να κάνει ο άνθρωπος είναι να νιώσει το ρυθμό της και ίσως ίσως ακόμη να μπορεί να συνταιριάξει την αναπνοή της ύπαρξής του μ’ αυτόν. Αλλά εδώ αισθάνομαι ότι πάω πολύ μακρύτερα απ’ τις δυνατότητές μου, και γι’ αυτό σταματώ. Θέλησα απλώς να υπαινιχθώ τη σημασία στοιχείων που συχνά παραβλέπονται, επειδή είναι ανεξήγητα, και την έλλειψη εμπιστοσύνης μου σε άλλα που σχετικά εύκολα εξηγούνται και διδάσκονται, μα που δεν έχουν σαν αποτέλεσμα παρά να μας δίνουν τη θλιβερή ψευδαίσθηση ότι μπορούμε ν’ αποκτήσουμε μια εποπτική κι έγκυρη γνώση της αλήθειας των πραγμάτων και της ζωής.
Σημειώσεις
1. Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί πίστεως Ορθοδόξου. Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, α) Λόγος Αντιρρητικός και Αναιρετικός, β) Μέγας Απολογητικός. Gervase Mathew, Byzantine Aesthetics.
2. Ρυθμός ή ρυσμός, από το ρήμα αραρίσκω (συναρμόζω). Άλλα παράγωγα: αριθμός, αρμονία, χαρά, αρέσκω, αρετή, άρμενα, άρθρωση, αρτύω (τρώγω), άρθρον, αρτάω (κρεμάω), όαρ (σύζυγος), αρείων, άριστος, Αριάδνη.
|
|
|